Γραμμές/Ορίζοντας / Φωτογραφία: Χλόη Ακριθάκη

Δυο ιστορίες της Βίβιαν ΑβρααμίδουΠλούμπη

Εκεί κουρνιάζουν

Αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που έχω από το σπίτι μας στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Πρέπει να είναι τραβηγμένη τη δεκαετία του ’50.

Φτάνοντας στην οδό Δημοκρατίας έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της. Είχε ξεχάσει την πόρτα μισάνοιχτη. Σήκωσε τους ώμους. Για τη γιαγιά Θεοδώρα, σκέφτηκε. Μόνο εκείνη θα ‘χει πια το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει όποτε θέλει. Όσο να ‘ρθουν οι καινούργιοι, βέβαια. Ανάμεσα στα δικά τους πράγματα δε θα της κάνει πια καρδιά να σεργιανίζει.

Εκείνην σκεφτόταν πιο πολύ. Πού θα ‘χει να βολεύεται τώρα; Οι ζωντανοί συνηθίζουν. Μπορεί και να ξεχνάνε. Οι άλλοι είναι σαν τις γάτες. Εκεί που μάθανε. Εκεί που φίλησαν και φιληθήκανε. Εκεί που άκουσαν το πρώτο κλάμα του παιδιού τους. Στις μυρωδιές που ρούφηξαν οι τοίχοι της κουζίνας τους. Στις κουβέντες που πλανιόνται πίσω από τις κλειστές πόρτες των υπνοδωματίων· εκείνες, τις καλά ειπωμένες, μα και τις άλλες· τις πικρές· αυτές που επαναλαμβάνονται μέσα στο κεφάλι μας σαν κακός εφιάλτης.

Εκεί κουρνιάζουν. Μαζί με τα γέλια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι, τα χτυποκάρδια στις στραβοτιμονιές της ζωής, τις στενάχωρες σκέψεις, τη μελένια γεύση που αφήνουν οι επιτυχίες. Δίπλα στο γιασεμί που φύτεψαν και θέριεψε κι αγκάλιασε όλο το σπίτι και ξετρέλανε με τ’ αρώματά του τη γειτονιά.

Με περιμένουν

Σε βοηθούσα να καθίσεις έξω να σε δει λίγο ο ήλιος όσο εγώ φρόντιζα τον κήπο. Σου έβγαζα από πριν την καφέ πολυθρόνα με τα πολλά μαξιλάρια, μα εσύ γκρίνιαζες και ήθελες μία από τις άσπρες, τις ξύλινες, εκείνες που είχαμε αγοράσει ειδικά για τον κήπο και που μαζεύαμε στο υπόγειο για να μην τις γδέρνει ο χιονιάς. Ήθελες το δικό σου ποτήρι, το δικό σου πιάτο, τη δική σου κουβερτούλα, ε, στην καρέκλα του κήπου δεν σου έκανα το χατίρι· για τη λίγη ώρα που θα καθόσουν έξω, ήταν μπελάς να τρέχω κάτω στο υπόγειο. Άσε που η πολυθρονίτσα ήταν απείρως πιο ξεκούραστη από τις καρέκλες του κήπου.

Δεν πέρναγαν πέντε λεπτά, κι όσο να γυρίσω το κεφάλι να σε δω, είχες βρεθεί δίπλα στο κάγκελο. «Με περιμένουν», έλεγες όταν σε τσάκωνα πάνω που πήγαινες να φύγεις.

Τον πρώτο καιρό στενοχωριόμουν. Υπέθετα πως με το δικό σου το μυαλό κουβέντιαζες με τους αγαπημένους σου που έφυγαν πρώτοι και φοβόμουν μήπως είχες κάποια διαίσθηση, πως όπου να ’ναι θα έφευγες κι εσύ… Πέρασε όμως πολύς καιρός. Τρία; Τέσσερα χρόνια; Σταμάτησα και να τα μετράω. Ο γιατρός με διαβεβαίωνε πως κλινικά ήσουν καλά. Μα δεν γινόταν να ηρεμήσω. Ήθελα τόσο πολύ να μπορούσα να έμπαινα στο μυαλό σου… Έστω και για μια στιγμή. Να γινόταν να άνοιγε ένα τόσο δα παραθυράκι για να ’βλεπα τη διαδρομή που έπαιρνε η σκέψη σου.

Και κάθε μέρα, βέβαια, είχαμε τα ίδια. Έπρεπε να σε επιβλέπω συνέχεια, αλλιώς ήσουν έτοιμη να πάρεις τους δρόμους. Κι αυτή η επιμονή σου με τις καρέκλες του κήπου…

«Να τις φέρεις πάνω, να τις έχουμε έξω. Τόσοι άνθρωποι είμαστε», μουρμούρισες μια μέρα.

Και τότε κατάλαβα.

Από εκείνο το απόγευμα, έβγαζα όλες τις καρέκλες, τις άνοιγα μία-μία, τις έστηνα δίπλα στην πολυθρόνα σου και σ’ άφηνα εκεί, στον κήπο, όσο τραβούσε η ψυχή σου.

Ήμουν ήσυχη. Ήξερα πια πως θα ’μενες κι εσύ ήσυχη εκεί, κουβεντιάζοντας με τους αγαπημένους σου. Και βέβαια δεν επιχείρησες να ξαναφύγεις ποτέ. Ήσουν ευτυχισμένη. Είχατε τόσα να πείτε, και τόσα να θυμάστε.

Τώρα που έφυγες, έχω πια συνηθίσει κι εγώ να ζω με τον κόσμο σου. Γι’ αυτό και δεν ξανακατέβασα τις άσπρες καρέκλες στο υπόγειο. Τις άφησα εκεί, στον κήπο. Κι ας τις γδέρνει ο χιονιάς — δεν πειράζει. Γιατί, πού ξέρεις; Όλο και κάποιος μπορεί να ’ρθει να καθίσει μια μέρα και να τα πούμε. Μπορεί ακόμη κι εσύ.

Φωτογραφία: Χλόη Ακριθάκη

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy