«Εγιώ βοσκός γεννήθηκα»

Αναμνήσεις επτά δεκαετιών ενός βοσκού και η ιστορία μιας μάντρας 200 χρόνων

Του Δημήτρη Στρατή

«Εγιώ βοσκός γεννήθηκα
στης μάντρας το στιάδιν»

Το παραδοσιακό αυτό κυπριακό τραγούδι θα μπορούσε να συνοψίσει την αυτοβιογραφία ενός από τους λίγους εναπομείναντες παραδοσιακούς βοσκούς. Γεννημένος σε ένα άγνωστο για πολλούς χωριό της ορεινής Λεμεσού, το χωριό Κορφή, ο Τιμόθεος Ευσταθίου είναι βοσκός για επτά δεκαετίες. Εδώ και 68 χρόνια ανεβαίνει το ίδιο βουνό, κάποτε με τα γαϊδούρια, τώρα με ένα παλιό μονοκάμπινο αυτοκίνητο, από τις εξίμισι το πρωί για να ταΐσει τις κατσίκες του. Επισκεφθήκαμε την παλιά παραδοσιακή μάντρα του ανακαλύπτοντας έναν άλλο κόσμο. Αυτόν της ησυχίας, της γαλήνης των δέντρων… εκεί που η βουή, τα καυσαέρια και ο «άγριος» σύγχρονος κόσμος δεν σε αγγίζουν. Ο παραδοσιακός βοσκός μάς εκμυστηρεύεται πως μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να μην κάνει τίποτα. Ο Τιμόθεος Ευσταθίου εξιστορεί πώς άλλαξε η ζωή του βοσκού μέχρι σήμερα. Μαθαίνουμε για την ιστορία μιας μάντρας 200 χρόνων, για τους παλιούς αγροφύλακες, τα ονόματα ζωών και βουνών και πώς ήταν κάποτε η ζωή των βοσκών. Οσο τα χρόνια περνούσαν, οι βοσκοί γίνονταν όλο και πιο λίγοι στα γύρω βουνά, στο ύψωμα «Ξεροκηλάδες», όμως παραμένει ακόμα ζωντανή η κυπριακή παράδοση.

Πολύ λίγοι βοσκοί έχουν απομείνει

Η περιοχή είχε κάποτε 12 βοσκούς και κάθε σπίτι του χωριού είχε ένα δύο αιγοπρόβατα για να έχει το γάλα και να κάνει το χαλλούμι του. «Τώρα έμεινα εγώ και άλλοι δύο», σημειώνει. Από 13 χρονών ο Τιμόθεος Ευσταθίου βγήκε από το δημοτικό και πρόσεχε τις λίγες «κουέλλες» του πατέρα του μαζί με τα αδέλφια του. Στα 18 όταν και παντρεύτηκε δημιούργησε το δικό του κοπάδι, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. Παλιά τα ζώα δεν τρέφονταν με επεξεργασμένες τροφές, αλλά έβοσκαν ελεύθερα στην άγρια βλάστηση, θυμάται. Περίπου από τη δεκαετία του ’60 τα πρόβατα έπρεπε να θρέφονται με ζωοτροφές, κάτι που αποτελεί τεράστιο έξοδο. Αυτή τη στιγμή μόνο το κριθάρι στο εμπόριο είναι γύρω στα 300 ευρώ τον τόνο. Παλαιότερα, θυμάται, όσοι είχαν κοπάδια ζούσαν στα σπίτια τους καλά. Εβγαζαν το χαλλούμι, το γάλα, το κρέας τους και τον τραχανά τους.

«Παλιά είχα 200 ζώα. Οταν ερχόταν ο Οκτώβρης τα έπαιρνα στο δάσος του Καπηλιού μέχρι να γεννήσουν», ανέφερε ο κ. Ευσταθίου. Ζητώντας του να θυμηθεί πώς ήταν η ζωή των βοσκών, μας εξιστορεί πως παλιά τα δάση είχαν πλούσια και πιο πυκνή βλάστηση, έτσι τα ζώα τρέφονταν κανονικά. Παλαιότερα ο Τιμόθεος διατηρούσε δύο μάντρες και τα ζώα μεταφέρονταν από τη μία στην άλλη, ανάλογα το ποια χωράφια θα αφιερώνονταν για τη σπορά. «Κάθε Δευτέρα της Καθαράς φέρναμε τα ζώα στη μάντρα για να μαζεύουμε το γάλα, έτσι ώστε να κάνουμε τα χαλλούμια και τις φλαούνες», αναφέρει. Τα χαλλούμια στοίχιζαν 7 με 8 σελίνια την οκκά και έτσι πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά ερχόταν για να τα αγοράσει. Θυμάται ότι μέχρι και από τον Αστρομερίτη ερχόταν κόσμος για να αγοράσει χαλλούμια. «Χαλλούμι δίναμε σε κόσμο στη Λεμεσό αλλά μέχρι και στη Λευκωσία. Τότε το χαλούμι ήταν πολύ πιο ωραίο καθότι τα ζώα ήταν ελευθέρας βοσκής, ο κόσμος έκανε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες χαλουμιού, με “λαμιντζάνες” μέχρι και 12 κιλά».

«Αρκετές φορές φέρναμε άνθρωπο να προσέχει το κοπάδι για να κάνουμε εμείς άλλες δουλειές», προσθέτει, όπως η σπορά και το θέρος, το αλώνισμα και η συλλογή χαρουπιών. Παλαιότερα τα ζώα είχαν ονόματα ανάλογα με το χρώμα τους, θυμάται ακόμα. Η μαύρη κατσίκα ήταν η «μαυρού», η καφέ κατσίκα ήταν η «γερακού» και η άσπρη η «ρούσα». Αυτή τη στιγμή τα ζώα του Τιμόθεου είναι πολύ λίγα. «Τα έχω για να ποσκολιούμαι (να περνά η ώρα), δεν έχουν κάποιο συμφέρον, για τα τραπέζια των εορτών, αν μπορούμε να κάνουμε κανένα χαλλούμι να φάμε… και για να περνούμε τις ώρες μας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η ιστορία μιας μάντρας 200 χρόνων

Το χωριό Κορφή μέχρι το 1969 ήταν σε άλλη τοποθεσία. Το νέο χωριό βρίσκεται δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του παλιού χωριού που έφερε το ίδιο όνομα και εγκαταλείφθηκε μετά από μεγάλη κατολίσθηση που το κατέστρεψε. Το κράτος τότε επί Μακαρίου μετακίνησε τους κατοίκους σε νέα περιοχή και έδωσε σε κάθε κάτοικο ανάλογη έκταση γης με αυτήν που κατείχε στο παλιό χωριό. Ο Τιμόθεος Ευσταθίου, ωστόσο, έχει την ίδια μάντρα που κατείχε πριν να κατεδαφιστεί το χωριό. «Η μάντρα αυτή», αναφέρει, «ανήκε στον παππού μου τον Καλλή και είναι πέραν των 200 χρόνων». «Ούτε εγώ δεν θυμάμαι πότε κτίστηκε», σημειώνει. «Την είχε κτίσει ο παππούς με το χώμα, πέτρες και “βολίτζια”. Πάνω από τα δοκάρια-“βολίτζια”, έβαζαν “μαζιά”, ζύμωναν και έβαζαν πηλό και αργότερα έμπαινε το χώμα», θυμάται.

Η μάντρα αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία του πατέρα του κ. Ευσταθίου και στη συνέχεια στον ίδιο. Δεν πέρασε, ωστόσο, από πατέρα σε γιο με τον παραδοσιακό τρόπο της μεταβίβασης. Ο πατέρας του Τιμόθεου ήθελε αρχικά να πουλήσει το χωράφι όπου βρισκόταν η μάντρα σε γαιοκτήμονα. «Πατέρα θα πουλήσουμε το χωράφι και τη μάντρα μας;», ρώτησε τότε ο κ. Τιμόθεος. «Πλήρωσε εσύ για να το αγοράσεις», ήταν η απάντηση του πατέρα του. Οπως και έγινε, το χωράφι το αγόρασε ο κ. Τιμόθεος από τον πατέρα του για 500 λίρες το 1982.

«Και τι θα κάνω αν πουλήσω το κοπάδι;»

Σε ερώτηση αν σκέφτηκε ποτέ να κλείσει τη μάντρα, η απάντηση ήταν «όχι», και ότι όσο μπορεί θα διατηρήσει το κοπάδι του. Θυμάται ότι έλαχε μια με δύο φορές να πουλήσει τα περισσότερα ζώα, αλλά πάντοτε άφηνε λίγα και το κοπάδι μεγάλωνε ξανά. «Αυτή ήταν η δουλειά μας, έτσι είμαστε μαθημένοι», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εδώ πάνω έχει αέρα καθαρό και ησυχία», αναφέρει. «Κάποτε οι κόρες μου, μου λένε να πουλήσω τα πρόβατα», προσθέτει, «και εγώ τους απαντώ… αν κάνω αυτό το πράγμα εγώ τι θα κάνω όταν σηκωστώ το πρωί; Θα κάτσω σε μια καρέκλα και θα βλέπω τους τοίχους;».

Οι παλιοί αγροφύλακες

Παλιά υπήρχαν οι αγροφύλακες που έλεγχαν τις τοποθεσίες που έβοσκαν τα ζώα. Οι αγροφύλακες είχαν το δικαίωμα επιβολής προστίμων. Υπήρξε φορά, γύρω στο ’61 που αγροφύλακας επέβαλε πρόστιμο 10 λιρών. «10 λίρες τότε ήταν πολλά χρήματα», σημειώνει χαρακτηριστικά. Στο διοικητήριο ο υπεύθυνος για την είσπραξη των προστίμων ήταν Τουρκοκύπριος και του έδωσε παράταση στην αποπληρωμή του προστίμου. Στο τέλος δέχθηκε να πληρώσει μόνο 2 λίρες… και ένα λαγό.

Τα τοπωνύμια υψωμάτων του δάσους

Η περιοχή όπου βρίσκεται η μάντρα ονομάζεται «Ξεροκηλάδες», λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Ολα τα υψώματα και βουνά έχουν τη δική τους ονομασία. Πιο πέρα είναι η «Μούττη» και ο «Τρούμηθος» και οι «Κουσεΐες». Ακόμα πιο πάνω είναι τα «Κατσήματα» και οι «Αρκοελιές». Κάθε περιοχή έχει το όνομά της. Παλαιότερα αποτελούσαν σημεία συνάντησης ανάμεσα στους βοσκούς.

Βγάλαμε μια ζωή απ’ αυτή τη δουλειά

Σήμερα ο Τιμόθεος Ευσταθίου είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών και παππούς δεκάδων εγγονών και δισέγγονων. «Βγάλαμε μια ζωή από αυτή τη δουλειά», αναφέρει χαρακτηριστικά. Σήμερα συνεχίζει να συντηρεί περίπου 20 κατσίκες, καθώς αυτή είναι η στάση ζωής του. Παρά το γεγονός ότι οι «νόμοι της αγοράς» έχουν σχεδόν εξαφανίσει το επάγγελμά του, συνεχίζει, σε πείσμα των καιρών.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy