Γραμμές/ Ορίζοντας / Χαρακτικό του Α. Τάσσου

 Είμαι η Ελένη που την Αγκαστίνα

Ο Ιούλης εν ο μήνας μου. Μνημόσυνα, συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις. Πάω σε ούλλα. Τζ̆αι στα συλλαλητήρια για το πραξικόπημα. Εν χάννω κανένα. Δοξα σοι ο θεός, κάμνει τα ο καθένας ξεχωριστά, σε άλλο τόπον, άλλη ώρα, έτσι προλαβαίνουμεν τα όλα.

Τα μεγαλεία τα πολλά όμως εν την άλλην εβδομάδαν. Στες είκοσι που μαζεύκουνται ούλοι. Δεξιοί, αριστεροί, μεσαίοι ούλλοι. Εγώ πάω που νωρίς τζαμαί στην Πλατεία Ελευθερίας. Στες αρκές έπαιρνα τζαι τα αγγόνια μου. Τωρά εβαρεθήκαν εν ερκουνται πιο. Ομως εγώ πάω. Πρώτα έρκεται η αστυνομία. Υστερα έρκουνται οι μαχαλλεπάρηδες, έρκουνται οι φουστουκάρηδες, οι παγωτατζήδες. Βάλλουν τζαι τα μεγάφωνα παίζουν τραούδκια. Τζ ύστερα αρκεύκει νάρκεται ο κόσμος, τζαι λαλώ τούτοι εν για μένα που έρκουνται, για να μου δώσουν θάρρος. Μα άμαν κοντέψουν αγρωνίζω τους, τους παραπάνω ξέρω τους. Εν οι χωρκανοί μου, εν οι συμπεθέροι μου που το Μαραθόβουνον, εν Γιωρκής που την Κυθρέα, ο Στυλλής που το Εξω Μετόχι, Αντρεας που το Τραχώνι, ο Παναής που τη Λύση, τζι αγκαλιαζούμαστε, τζαι φιλιούμαστε παντές τζαι έχουμεν, παναύριν. Ερκεται τζ άλλος κόσμος τζ̆αι κρατούν σημαίες, κόκκινες, μπλε, πράσινες τζ̆αι ανεμιζουν τες, τζ̆αι φωνάζουν. Ύστερα αρκεύκουν νάρκουνται τζ̆αι οι επίσημοι. Με κάτι αυτοκίνητα, θεγιέ μου, που είδαν τα μάθκια μου εμέν πριν έτσι λιμουζίνες. Φκαίνει ένας ένας πάνω στο πρωμαχώνα σηκώνει τα σέρκα του τζ̆αι ο κόσμος πουκάτω φωνάζει ζήτω, ζήτω, τζ̆αι ανεμίζουν οι σημαίες πότε οι πράσινες πότε οι κόκκινες, πότε οι μπλε. Τζαι έρκεται τζ̆αι ο Αρχιεπίσκοπος τζ̆αι τζείνος με μια λιμουζίνα, φκένει τζ̆αι τζ̆είνος πάνω στον προμαχώνα τζ̆αι γεμώνει ο τόπος μεγάλη χάρη του. Τζ̆αι έρκουνται τζ̆αι επίσημοι, ξένοι που τη Ελλάδα, τζ̆αι τρέχουν τα μάθκια μου, σιοννοτά τρέχουν τα δάκρυα μου, που τη συγκίνηση μου γιατί εν για μένα πούρκουνται τούτοι, για μένα την Ελένη που την Αγκαστίνα που κάθουμαι δαμαί πουκάτω με τη φωτογραφία του γιού μου, τζ̆αι θωρώ τους τζ̆αι κλαίω, τζ̆αι ψηλώνω τη φωτογραφία του γιου μου να με χαθεί μέσα στες άλλες φωτογραφίες, τζ̆αι θωρούν με τζ̆αι χαμογελούν τζ̆αι κλαίω που τη συγκίνηση μου τζ̆αι λαλώ αν ήσουν έσσω σου Ελένη που την Αγκαστίνα …. Τύχη που με αξίωσεν ο Πλάστης μου! Τζι ύστερα έρκεται τζι ο Πρόεδρος, τζ αρκεύκουν οι ομιλίες. Τζ̆αι δεν χορτάνουν τ’αφκιά μου να ακούουν τα λόγια τους τα ωραία ότι εν μεν ξιχάσαν, ότι με σκέφτουνται, ότι αγωνίζουνται για μέναν την Ελένη που την Αγκαστίνα για να πάω σπίτι μου. Θωρώ τους τζ̆ει πάνω τζ̆ει ούλλους δεξιούς, αριστερούς, μεσαίους να στέκουν δίπλα δίπλα. Τζ̆αι τζ̆είνους που σφάξαν τζαι τζ̆είνους που σφαχτήκαν, μαζί, σαν να μεν εσυνέβηκεν τίποτε. Τζ̆αι γυρίζω τζ̆αι λαλώ του αρφου μου του Κωστή που στέκεται δίπλα μου θωρείς Κωστή θωρείς. Τζ’ο Κωστής εν μου απαντά, μόνο δακκάνει τα σιείλη του θωρεί τους μια τζ̆είνους τζ̆ειπάνω, μια εμένα, θωρεί τη φωτογραφία του γιου μου, που εν ήρτεν ακόμα, τζ̆αι κλαίει. Δακκάνει τα σιείλη του τζ̆αι κλαίει, τζ̆αι εν μου λαλεί τίποτε. Τζ̆αι τελειώνουν οι ομιλίες τζ̆αι ο κόσμος φωνάζει πάλαι ζήτω. Πάμεν να φωνάξουμεν τζ̆αι μεις, «τα παιδκιά μας…», όμως οι δικές μας οι φωνές εν ακούουνται γιατί οι άλλοι φωνάζουν τα δικά τους τα συνθήματα πιο δυνατά. Ούλλοι μαζί. Τζ̆αι φεύκουν οι επίσημοι με τες λιμουζίνες τους, φεύκει τζι ο κόσμος, φεύκουν τζ οι μαχαλεπάρηδες τζ οι φουστουκάρηδες τζ οι παγωτατζήδες. Μεινίσκουμεν μόνοι μας. Θωρεί ο ένας τες φωτογραφίες του άλλου, λαλούμεν τα δικά μας.

Ύστερα πιάνω τον Κωστή τζαι πάμε στα λεωφορεία. Ως του χρόνου Κωστή, λαλώ του, ως του χρόνου, άξιος που να ζήσει. Μπαίνει τζείνος στο λεωφορείο του τζ̆αι πάει στα Πολεμίθκια. Μπαίνω τζ̆αι γω στο δικό μου τζ̆αι πάω στη Αθθούπολη.

Γιώργος Νεοφύτου

Απόσπασμα από το άπαικτο θεατρικό έργο «Η Κύπρος είναι …ική», 1991

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy