Είναι εκείνο το 2.7% που μας μάντρωσε

Της Μερόπης Τσιμίλλη-Μιχαήλ

Το πώς είχαν καταντήσει τη δημόσια υγεία οι εδώ και 7 χρόνια κυβερνώντες το βλέπαμε και το συνειδητοποιούσαμε, κάποιοι έχοντας την τύχη να είναι μόνο παρατηρητές και άλλοι ως άτυχοι παθόντες.

Θυμόμαστε όλοι τους ιθύνοντες να επιτίθενται στους νοσηλευτές – αυτούς που τώρα εξυμνούν – εκτοξεύοντας κάθε μορφής απαξιωτικα σχόλια, όπως και το πώς μεθόδευαν το να εξωθήσουν τους γιατρούς του δημοσίου να εγκαταλείψουν τα νοσοκομεία για να ιδιωτεύσουν. Και μάλιστα μεσούσης της οικονομικής κρίσης, όταν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι είχαν ως μόνη λύση τα δημόσια νοσοκομεία για την περίθαλψή τους, με τις λίστες αναμονής να γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Και ενώ τα δημόσια νοσοκομεία αποψιλώνονταν, οι ιδιωτικές κλινικές ευνοούνταν και νέες βλαστούσαν, μάλιστα μερικές απαστράπτουσες στην πολυτέλειά τους ως εφτάστερα ξενοδοχεία. Διότι λεφτά υπήρχαν και αυγάτιζαν, αλλά σε λίγα χέρια.

Σε όσους το κατακρίναμε και διαμαρτυρόμαστε για τη μεθόδευση ιδιωτικοποίησης της υγείας, που την γράπωσε και αυτή στις αρπάγες του ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός των επί εφτά τώρα χρόνια κρατούντων, μας απέδιδαν αντιπολιτευτική και μόνο πρόθεση καθώς και “ιδεοληψίες”, ανικανότητα να αντιληφθούμε την τόσο “ζηλευτή” οικονομία της ελεύθερης αγοράς που εκείνοι θεοποιούσαν και το πιασάρικο σλόγκαν τους για το “λιγότερο κράτος” ως ισοδύναμο της ανάπτυξης, και μας χλεύαζαν ως παλιομοδίτες λάτρεις του “κρατισμού” – της “μοντέρνας” λέξης για την κοινωνική πρόνοια.

Βασιλικότεροι του βασιλέως και με την αρχοντοχωριάτικη νοοτροπία να το αποδείξουν στην Τρόικα και λοιπή κομπανία και να καμαρώνουν ως τα καλά παιδιά, έδρασαν όχι μόνο άκρατα αλλά και άτσαλα. Μια απτή, ποσοτική απόδειξη, που δεν χρειάζεται και ανάλυση, φαίνεται στο σχήμα, όπου δεδομένα από το Eurostat παριστάνονται γραφικά. Τα δεδομένα αναφέρονται, για κάθε χώρα (των 27 της ΕΕ, και για την ΕΕ ως σύνολο), στις δημόσιες δαπάνες της το 2018 για την υγεία ως ποσοστό (επί τοις εκατό) του ΑΕΠ της. Είναι προφανώς αδύνατο να τα διαψεύσουν οι κυβερνώντες – το Eurostat δεν είναι κανένα αριστερό κονκλάβιο που θέλει να τους διαβάλει. Δεν ξέρω αν θα έχουν πρόβλημα με τη συνείδησή τους (όπως δήλωσε ο Αναστασιάδης ότι έχει με την αστυνόμευση των πολιτών που είχε προκρίνει). Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η Κύπρος βρίσκεται στο θλιβερό πάτο, με 2.7%, και με τεράστια διαφορά από το δεύτερο χειρότερο ποσοστό.

Τη Δευτέρα 6 Απριλίου, ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού, μιλώντας ξεκάθαρα στο ΡΙΚ για τα προβλήματα λόγω κορωνοϊού και τις προτάσεις του ΑΚΕΛ για την οικονομία και την κοινωνία, αναφέρθηκε και στο 2.7%. Ο δημοσιογράφος αντέτεινε πως, τώρα με το ΓΕΣΥ, το ποσοστό θα είναι σίγουρα μεγαλύτερο από ότι το 2018, εννοώντας ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς από ιατρικής-νοσηλευτικής πλευράς η πανδημία.

Οποία πλάνη! Θα μπορούσε όντως να ήταν καλύτερα (α) αν τα δημόσια νοσοκομεία δεν είχαν αποψιλωθεί ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή του ΓΕΣΥ και (β) αν τα ιδιωτικά νοσοκομεία είχαν μπει στο σύνολό τους στο ΓΕΣΥ ή, τουλάχιστον, αν έμπαιναν τώρα που ξέσπασε η πανδημία. Και για τα δύο σκέλη του “αν”, δεν ευθύνεται το ίδιο το ΓΕΣΥ, η εισαγωγή του οποίου και σημαντική και αναγκαία ήταν.

Υπάρχουν όμως ευθύνες. Με τις συμφωνίες που έγιναν για την εισαγωγή του ΓΕΣΥ, και δεδομένων των ήδη καθηλωμένων αμοιβών του γιατρών του δημόσιου τομέα και της υποβάθμισης της λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων, ο ιδιωτικός τομέας έγινε θελκτικότερος και ήταν ηλίου φαεινότερο ότι θα υπήρχε – και όντως υπήρξε – παραπέρα εκροή γιατρών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό, πράγμα που και επιδιώκτηκε από τους θιασώτες του “λιγότερου κράτους” και τους ικανοποιούσε. Και μετά, ήρθε ο κορωνοϊός. Και όλη η ευθύνη και ο φόρτος και ο προσωπικός κίνδυνος ανατέθηκε στο εναπομείναν ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων. Οι ιδιώτες γιατροί, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα μπήκαν στο ΓΕΣΥ, δεν περιθάλπουν ασθενείς με κορωνοϊό, ενώ και από εκείνους με άλλες ασθένειες εξετάζουν πολύ λιγότερους καθώς ο κόσμος φοβάται πια να πλησιάσει τους γιατρούς τόσο στα ιατρεία τους όσο και στις ιδιωτικές κλινικές όπου εργάζονται. Ωστόσο, συνεχίζουν να αμείβονται στη βάση των ασθενών που είναι εγγεγραμένοι στη λίστα τους.

Σε κάποια φάση ακούσαμε για επίταξη των ιδιωτών γιατρών. Για να προσφέρουν πού; Ίσως κάποιοι όντως πήγαν να υπηρετήσουν στα δημόσια νοσοκομεία. Οι (πολλοί) άλλοι τι κάνουν; Τα ιδιωτικά νοσοκομεία περιθάλπουν ασθενείς από άλλες παθήσεις, ανάμεσά τους και ασθενείς που παραπέμπονται από τα δημόσια νοσοκομεία. Και το κράτος αγοράζει υπηρεσίες από εκείνα – τα περισσότερα – που δεν μπήκαν στο ΓΕΣΥ, πιθανότατα σε τιμές πολλαπλάσιες εκείνων που θα τους πλήρωνε αν είχαν μπει στο ΓΕΣΥ, δηλαδή σύμφωνα με τις εξωφρενικές ταρίφες τους. Και οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας τους γιατί δεν προσφέρονται στο κράτος, το οποίο τώρα κτίζει λυόμενα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας για να τις επεκτείνει; Και αν κάποιες προσφέρονται, σε ποια τιμή; Για επίταξη πάντως δεν ακούσαμε.

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι πως είναι για εκείνο το 2.7%, το οποίο η ίδια η κυβέρνηση μεθόδευσε, που μας έκλεισε τώρα στα σπίτια μας. Για να μην χρειαστούμε περισότερα από ότι άφησε στα δημόσια νοσοκομεία, οπόταν θα βοούσε η γύμνια τους. Για να μη φτάσουμε και στη Κύπρο στη θλιβερή κατάντια όπου οδήγησαν το NHS στη Βρετανία, το οποίο ομολογεί ότι “Οι εντατικές για τους ασθενείς με κορωνοϊό περιορίζονται τώρα μόνο σε εκείνους που είναι εύλογα βέβαιο ότι θα επιζήσουν”. Η κυβέρνηση επιλέγει τον αυταρχισμό για να συγκαλύψει το ότι εγκλημάτησε ενάντια στην κοινωνία πλήττοντας τη δημόσια υγεία με τις ιδεοληπτικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις εξετάσεις για τον κορωνοϊό, που για να τις φέρουν σε πέρας στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής εργάζονται νυχθημερόν και ακατάπαυστα. Όσο εξαντλητικά όμως και αν δουλεύουν, υπάρχει αντικειμενικά ένα όριο στον αριθμό των εξετάσεων που μπορούν να γίνουν – περίπου 1000 την ημέρα. Με καλά γνωστό αυτό το όριο, θα αναμέναμε η κυβέρνηση να φροντίσει να εξασφαλίσει και άλλη υποδομή και να προσλάβει και άλλο προσωπικό. Αντί αυτού, μετάθεσε την ευθύνη στον πολίτη, με την απαίτηση να κλειστεί στο σπίτι του ώστε να μην προκύψει επιτακτική ανάγκη για περισσότερες εξετάσεις. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν (καμία έκπληξη!) ιδιώτες για να καλύψουν το πιθανό κενό. Στην ιστοσελίδα μιας τέτοιας εταιρείας, ιδρυτής και Γενικός Διεθυντής της οποίας είναι υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Αναστασιάδη κατά την πρώτη πενταετία της, διαβάζουμε: “Τα εργαστήριά μας χρησιμοποιούν υψηλή τεχνολογία και ρομποτικά συστήματα με δυνατότητα αξιόπιστης και γρήγορης ανάλυσης χιλιάδων μοριακών εξετάσεων. Θεωρούμε καθήκον μας να διαθέσουμε τους πόρους και την τεχνογνωσία μας, ώστε να συμβάλουμε σ’ αυτή την προσπάθεια περιορισμού της ασθένειας COVID-19 στη χώρα μας.” Μόνο που η διάθεση των πόρων αποτιμάται με 150 ευρώ ανά ανάλυση.

Αν τώρα τα 150 ευρώ τα πληρώνουν άνθρωποι για τους οποίους δεν συντρέχουν λόγοι να ζητήσουν εξέταση, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πληρώνουν γιατί βρίσκονται σε κατάσταση πανικού. Και πάλι όμως,

(α) Πληρώνουν μόνο εκείνοι που μπορούν να πληρώσουν.

(β) Για τον πανικό και πάλι ευθύνεται η κυβέρνηση με τα μέτρα της και τις φοβίες που επί τούτου προκαλεί για να είναι αποτελεσματικός ο αυταρχισμός της, φοβίες που επιτείνονται καθημερινά από ΜΜΕ.

(γ) Υπάρχουν χώρες που εφάρμοσαν ελέγχους για τον κορωνοϊό σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά πληθυσμού από εκείνα που ικανοποιούν τα κριτήρια που καθόρισε η κυβέρνηση στην Κύπρο. Το αν αυτό είναι χρήσιμο ή όχι, αναγκαίο ή όχι, ας μας το πουν οι λοιμωξιολόγοι, αλλά χωρίς να συμβιβάζονται με τις αποφάσεις των κρατούντων ακόμα και για το πόσο ορθά είναι τα ίδια τα κριτήρια.

Αν όμως τα κρούσματα δεν περιοριστούν, που σημαίνει ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση για τον κορωνοϊό, ποιος θα πληρώνει τα 150 ευρώ ανά εξέταση; Εκείνοι που τα διαθέτουν αφήνοντας τους άλλους στην τύχη τους, ή το κράτος μαζικά εξυπηρετώντας έτσι τους ιδιώτες να αποσβέσουν τάχιστα την επένδυση που έκαναν για τις υποδομές τους;

Είμαστε και πάλι στο ίδιο έργο θεατές. Όπως και η οικονομική κρίση ανακατένειμε το χρήμα υπέρ των ολίγων, έτσι θα συμβεί και με τον κορωνοϊό. Εκτός και αν αντιδράσουμε τώρα, ή τουλάχιστον προετοιμάσουμε την αντίστασή μας, έστω και μέσα από την απομόνωσή μας. Τώρα! Όχι “να περιμένουμε να περάσει το κακό και μετά τα λέμε” – κάτι που διαβάζουμε αρκετά συχνά. Μετά θα είναι αργά. Οι κυβερνώντες θα έχουν εξουδετερώσει την κοινωνία με τη καραντίνα και τα αυταρχικά μέτρα, καθώς και με τη φτωχοποίηση που θα ακολουθήσει. Ίσως μάλιστα προβλέπουν ότι θα νοιώθουμε ικανοποημένοι που επιβιώσαμε. Όσο για το “όλοι μαζί” που πλασάρουν οι κυβερνώντες, είναι ακόμα ένα πιασάρικο, κενό περιεχομένου και αποπροσανοατολιστικό σλόγκαν. Προκλητική είναι και η “ουρά” του: η κυβέρνηση, μέσα στο θράσος της, ζητά και χορηγίες (!) από τους πολίτες και άνοιξε και ειδικό προς τούτο λογαριασμό.

Λέγεται πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά τον κορωνοϊό. Το τι θα είναι το καινούριο εξαρτάται από εμάς και από την αντίστασή μας σε όλη τη συσσωρευμένη καταπίεση. Αλλιώς, ο καιρός του κορωνοϊού θα γεννήσει και άλλα τέρατα.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy