Ειρηνική συνάθροιση και κυβερνητική αναλγησία

Της
Σταύρης Καλοψιδιώτου*

 

Το δικαίωµα των πολιτών να διαδηλώνουν µε τη µορφή της ειρηνικής συνάθροισης, που είναι άρρηκτα συνδεδεµένο µε την ελευθερία έκφρασης, αποτελεί ένα από τα µεγάλα θύµατα όχι της πανδηµίας εν γένει, αλλά των αποφάσεων της κυβέρνησης. Η καθολική απαγόρευση των διαδηλώσεων µε ρητή αναφορά στο σχετικό διάταγµα καταστρέφει τον πυρήνα του ίδιου του δικαιώµατος, συνιστά µέτρο αντισυνταγµατικό και αντιβαίνει ταυτόχρονα τις διεθνείς συµβατικές υποχρεώσεις της ∆ηµοκρατίας.

Είναι γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωµα, που προστατεύεται από διεθνείς συµβάσεις, που προνοείται στο άρθρο 11 της ΕΣ∆Α και αυτούσιο έχει µεταφερθεί στο Σύνταγµα της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, µπορεί να τύχει περιορισµού, πλην όµως υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις όπως πραγµατεύεται η νοµολογία του Ε∆Α∆. Νοµολογία που καταδεικνύει ότι οι περιορισµοί πρέπει να εδράζονται σε νοµοθετική πράξη, να είναι αναγκαίοι, δικαιολογηµένοι και αναλογικοί ως προς τον κίνδυνο που προορίζονται να αντιµετωπίσουν.

Η γενικευµένη απαγόρευση, χωρίς δικλείδες προστασίας του δικαιώµατος ως τέτοιου, δύσκολα θα µπορούσε να γίνει αποδεκτή ως περιορισµός παρά την καθορισµένου χρόνου διάρκεια που προβλέπει το σχετικό διάταγµα. Με βάση το Σύνταγµα, µόνο σε περιπτώσεις κήρυξης έκτακτης ανάγκης µπορούν να θεωρηθούν συνταγµατικές τόσο γενικευµένες απαγορεύσεις. Επιπρόσθετα, η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη να καταφεύγουν σε απόλυτες και καθολικές απαγορεύσεις δικαιωµάτων που προστατεύει η ΕΣ∆Α, είναι κατά το Ε∆Α∆ πάρα πολύ ισχνή, αφού δύσκολα µπορούν να θεωρηθούν αναγκαίες σε µια δηµοκρατική πολιτεία, λελογισµένα αυστηρές και όχι δυσανάλογες. Σε κάθε περίπτωση δε, προτού τα κράτη υιοθετήσουν περιορισµούς, πόσω µάλλον όταν είναι ακραίοι, υποχρεούνται να έχουν ήδη προβεί σε άλλες ενέργειες επιχειρώντας προηγουµένως να µετριάσουν το πρόβληµα που καλούνται να αντιµετωπίσουν. Όσον αφορά δε την αναλογικότητα της απαγόρευσης των διαδηλώσεων, αυτή δεν συναρτά την εφαρµογή της ούτε µε τον αριθµό του πλήθους, ούτε µε το µέγεθος του χώρου της συνάθροισης, ούτε από τη χρήση µάσκας, ούτε από την τήρηση αποστάσεων ή οποιουδήποτε υγειονοµικού πρωτοκόλλου.

Επιπρόσθετα, η αντίφαση που υπάρχει ανάµεσα στην καθολική απαγόρευση της ειρηνικής συνάθροισης των 3 ατόµων, προκειµένου να διαδηλώσουν από τη µια και τη ρύθµιση του δικαιώµατος του εκκλησιασµού των 50 ατόµων από την άλλη, συνιστά παραβίαση της ισότητας των δικαιωµάτων. Αν επιπρόσθετα αναλογιστεί κανείς το µέγεθος της κοσµοσυρροής που παρατηρείται σε διάφορους κλειστούς χώρους, µόνο ως πρόσχηµα µπορεί να ιδωθεί η απόφαση για καθολική απαγόρευση του δικαιώµατος της ειρηνικής συνάθροισης. Πρόκειται για υπουργική απόφαση που εύλογα προκαλεί όλους όσοι υποψιαζόµαστε ότι κατίσχυσαν ξανά οι πολιτικές και ιδεοληπτικές αντιλήψεις που κατατρέχουν τη σηµερινή κυβέρνηση και όχι επιστηµονικές προσεγγίσεις ως προς την αντιµετώπιση της πανδηµίας. Εφόσον για τον εκκλησιασµό καθορίστηκαν υγειονοµικά πρωτόκολλα, για τη λειτουργία εµπορικών καταστηµάτων επίσης, είναι πρόδηλο ότι η λήψη ρυθµιστικών µέτρων θα µπορούσε κατ’ αναλογία να επιτρέψει και τη διεξαγωγή ειρηνικών διαδηλώσεων.

Η προσπάθεια κάποιων να µετριάσουν τις αντιδράσεις για τα γεγονότα που στιγµάτισαν την κυπριακή πολιτεία το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου, προτάσσοντας την ισχύ αυτών των απαγορευτικών διαταγµάτων, συνιστά δόλια προσπάθεια αποπροσανατολισµού από την ουσία. Όχι µόνο γιατί τα ίδια τα διατάγµατα είναι αµφίβολης νοµιµότητας, αλλά γιατί ασκήθηκε βία ενάντια σε πολίτες που ασκούσαν συνταγµατικά τους δικαιώµατα. Γιατί η επιχειρησιακή προετοιµασία της Αστυνοµίας το περασµένο Σάββατο υποκρύπτει σκοπιµότητα και αποκαλύπτει πολιτικές αποφάσεις. Μα πολύ περισσότερο γιατί ασκήθηκε βία, βάναυση και δυσανάλογη, εναντίον διαδηλωτών που είχαν προσέλθει ειρηνικά στη διαµαρτυρία -ως είναι οριοθετηµένη µε σαφήνεια από αποφάσεις του Ε∆Α∆. Περιλαµβανοµένης πρόσφατης καταδίκης της Ουκρανίας, όπου αποφάνθηκε πως ούτε µεµονωµένα περιστατικά βίας δεν ήταν αρκετά για να ανατραπεί το τεκµήριο της ειρηνικής διαδήλωσης και διαπίστωσε ότι η παρέµβαση των Αρχών ήταν δυσανάλογη κι αδικαιολόγητη σε µια δηµοκρατική κοινωνία, λόγω της αδικαιολόγητης και υπέρµετρης χρήσης βίας εναντίον των περισσότερων από αυτούς.

Καταληκτικά, προς όσους χαρακτηρίζουν «ανεύθυνο λαϊκισµό» τις ανησυχίες που εκφράζουν έγκριτοι νοµικοί, πολιτικοί, ενεργοί πολίτες σε όλο τον κόσµο για την ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στην εποχή της πανδηµίας, αλλά ειδικότερα στην Κύπρο σήµερα, µια πρώτη υπενθύµιση: η δηµοκρατία δεν εδραιώνεται µόνο σε καιρούς ειρήνης, αλλά ενισχύεται πολύ περισσότερο όταν τα ανθρώπινα δικαιώµατα αγκαλιάζονται και προστατεύονται σε καιρούς χαλεπούς. Και µια δεύτερη: ότι η ποιότητά της κρίνεται εν τέλει από τις ευαισθησίες και τα αντανακλαστικά κάθε πολιτείας ή αντίθετα θρυµµατίζεται όταν οι πολίτες συµβιβάζονται µε ανάλγητες κυβερνήσεις· που έχουν πρόσωπο, όνοµα, αλλά κυρίως συγκεκριµένη πολιτικοϊδεολογική ταυτότητα.

* Νομικός- Διεθνολόγος, μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy