Σημεία κοινού/ Ορίζοντας
Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, Άπατρις ύπνος
«Εισπνέω βαθιά να ψιθυρίσω τον αέρα
……………………………………………………
άσμα γραφής ακούστηκε από μνήμης
προορισμός της έκφρασης είναι το βάθος
ό,τι προβλέπει το λευκό, το χρωμόλευκο και το σκότος
[…]
χρόνοι της γης καιροί των δέντρων διαυγείς»
Ο ζωγράφος και ποιητής Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, γεννημένος στη Λευκωσία το 1939, πολυδιάστατος καλλιτέχνης και ακάματος δημιουργός της εικόνας και του λόγου, με διακρίσεις στο εξωτερικό και στην Κύπρο, είχε πάντα «τον νόστο του προορισμού» του.
Για το έργο του «Άπατρις Ύπνος» (Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2018), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα βαθύπνοο έργο με πολλά μηνύματα, που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Ο ίδιος, άνθρωπος χαμηλών τόνων, καθόλου «του δήμου και της αγοράς», ζει αποσυρμένος στην ελλαδική επαρχία τις τελευταίες δεκαετίες και μόνο πρόσφατα μετακινήθηκε στο αθηναϊκό άστυ, εξακολουθώντας να δημιουργεί απομονωμένος στο εργαστήρι του και επιστρέφοντας από καιρό σε καιρό στη γενέθλια νήσο (όχι πλέον «των αγίων»). Με την έγνοια και την προσοχή του στραμμένη στην Κύπρο και την αντίδικη μοίρα της.
«[…] από τότε που το καθόλου μου ήταν αρκετό/ βάζω το πολύ στο λίγο και μένω με το ελάχιστο […] /φορτωμένος βράχια σύννεφα σέρνω κύματα/ απλώνω στην πλάτη μου καιρούς ορίζοντες εκτάσεις να διαβώ/ να περάσω από τον ένα μου ώμο στον άλλο/ να προλάβω τον αιώνα», ομολογεί ο ποιητής από την αρχή της σύνθεσης, που είναι ενιαία και συνεχής από την αρχή ώς το τέλος. Χωρίς σημεία στίξης, χωρίς πεζά και κεφαλαία, σε αυθεντική ελληνική γλώσσα, κατάστιχτη με στοιχεία της κυπριακής διαλέκτου. Είδος μικτό αλλά νόμιμο, κατά τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό.
Ο ποιητής δεν «ενήστεψεν σαράντα μέρες», κατά τους πρωτινούς, για να γράψει το ποίημα. Ενήστεψεν μιαν ζωήν. Παρά το ότι προηγήθηκε άλλη μια ποιητική συλλογή του, το Χρωμόλευκο (1991, εκτός εμπορίου), ο Άπατρις Ύπνος είναι το καταστάλαγμα μιας ποιητικής δημιουργίας που έρχεται από πολύ μακριά. Από τις απαρχές της ποιητικής ζωής του Ανδρέα Άντη Ιωαννίδη. Σκέψεις και συγκινήσεις, εντυπώσεις που καταγράφηκαν σε χαρτάκια και κολλήθηκαν κάπου στο εργαστήρι του ποιητή και −ευτυχώς− σώθηκαν διά χειρός Λίνου Ιωαννίδη, του μικρότερου γιού, που μάζευε και ταξινομούσε τα σπαράγματα αυτά από την ηλικία των οχτώ χρόνων. Σαν να διαισθανόταν από τόσο παιδί «τον νόστο του προορισμού» τους. Σήμερα, φτασμένος ποιητής ο ίδιος, δικαιούται να είναι περήφανος γι αυτή του την φώτιση.
Ο Άπατρις Ύπνος είναι ένα ποίημα à pleine haleine. Η καταγραφή μιας πνοής, κατά το «Εν αρχή ην ο Λόγος», η οποία βάζει στο δρόμο της ερωτήματα που βρίσκουν τις απαντήσεις τους στο τέλος της ποιητικής σύνθεσης: «τί ν’ απέγινε η άμμος/ τη φύτεψαν να γίνει λάσπη/ και πού τα πρόσωπα/ όπου μνήμη». Για να συνεχιστούν τα ερωτήματα: «μην είν’ φωνή το σχήμα που πάλλει στα θεμέλια/ κραυγή δική της μην είναι η σιγή/ η γη σταματημένη/ άλλωσπως πού φώναζε/ πώς γύρναγε πώς έβγαζε παράτονη παράπονη πνοή»;
Η Γλώσσα είναι για τον ποιητή, δρόμος και ταυτότητα: «στάχυς ποθέριν ποκαλάμη/ το ξάνθος τ’ ουρανού ο νερανθός ο δρόσος/ πηγή δροσιστική θυμάρι καλοκαίρι σε σταμνί/ η παλαιότερη φωνή μας ώς τώρα τρυφερή/ τοπολαλιά του τόπου μου ακούγεσαι τραγούδι». Αίσθηση εντοπιότητας αλλά και ελληνικότητας και μεσογειακού κοσμοσυστήματος.
Πίσω από τους διαλεκτικούς τύπους, ο πολιτισμός του τόπου. Ήθη και έθιμα από τις απαρχές του πολιτισμού μας, τις αρχέγονες κοινωνίες, την αγροτική κυρίως. Τα ποθέρκα που σήμαιναν το τέλος του θερισμού, γιορτή πάγκοινη, οι ποκαλάμες και τα στάχυα που έτρεφαν «ανθρώπους και κτήνη», τα τραγούδια και οι γιορτές που ομόρφαιναν τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου. Οι παραδόσεις, οι ευχές, οι παρακλήσεις και οι ομολογίες των αμαρτιών πάνω στην πέτρα. Και άλλα πολλά, πίσω από τις λέξεις.
Για να κλείσει η σύνθεση με την παραδοχή «νηστεύω στεχνός άδειος πληθαίνω κι αληθεύω/ νερανθούσα πηγή θαλασσινή πανθέα νεφέλη νεροφόρος/ ίσκιος λευκός ο ύπνος του νερού και της ομίχλης/ έκλειψη-λάμψη στο βυθό των οφθαλμών/ είμαι μετείκασμα του νου μου/ πέλαγο από παλιά αθανασία/ σιγώ/ παλαιότερο παρόν ερχόταν αρχαιότερη πνοή/ πως φύομαι φύλλα το νερό θυμούμαι δέντρο την πατρίδα/ …………………………………».
Το ποίημα, αν και χωρίς τελεία από την αρχή ως το τέλος, δεν είναι παραλήρημα. Έχει συνοχή και συμμετρία. Δεν είναι «αγεωμέτρητο» με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Η κάθε λέξη έχει τη θέση και τη σημασία της. Υπάρχουν αρμοί στη μεγάλη αυτή ποιητική κατασκευή. Είναι τα δέντρα, τα πουλιά. Το νερό και το φως, πρωταρχικά στοιχεία της ζωής και της φύσης. Με σύγχρονους όρους, το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και οικολογικό. Μια έγνοια και μια ανησυχία φιλοσοφική για τον άνθρωπο και τον περιβάλλοντα χώρο. Από εναν αναχωρητή ποιητή, χωρίς Εγώ, χωρίς πρόσοψη. Αποφθεγματικό συχνά, που όλη του η αγωνία ήταν να δημιουργήσει ένα τίμιο έργο. Να το «υπαινιχθεί» μάλλον, γιατί η ταπεινότητά του δεν του επιτρέπει να χαρακτηρίσει το έργο του ολοκληρωμένο.
Για τον Ανδρέα Άντη Ιωαννίδη, «η ποίηση είναι το θέμα». Γι αυτό και καταργεί εξαρχής τη λογιότητα και σαν τον Σωκράτη ομολογεί πως «με τη γνώση της άγνοιας κοιμούμαι». Και πως «τα χρόνια της αθωότητας, αυτή τη μνήμη πρέπει να έχουμε. Γιατί μόνο προς τα πίσω έχουμε να πάμε για να βρει ο καθένας το δικό του κήπο και ο κόσμος τη γεωμετρία του».
«νηστεύω στεχνός άδειος πληθαίνω κι αληθεύω/ νερανθούσα πηγή θαλασσινή πανθέα νεφέλη νεροφόρος/ ίσκιος λευκός ο ύπνος του νερού και της ομίχλης/ έκλειψη-λάμψη στο βυθό των οφθαλμών/ είμαι μετείκασμα του νου μου/ πέλαγο από παλιά αθανασία/ σιγώ/ παλαιότερο παρόν ερχόταν αρχαιότερη πνοή/ πως φύομαι φύλλα το νερό θυμούμαι δέντρο την πατρίδα/ …………………………………».
Νίκη Παπαξενοφώντος
