![euro_2813348b[1]](https://dialogos.com.cy/wp-content/uploads/2021/10/euro_2813348b1.jpg)
Η συγκεκριμένη δέσμη πολιτικών έχει καθιερωθεί το 2017 και είναι, ουσιαστικά, μια από τις απέλπιδες προσπάθειες της Ε.Ε. να παρουσιάσει στην ευρωζώνη ένα κοινωνικό πρόσωπο.
Η έκθεση θεωρεί ότι θα υπάρξει επέκταση της οικονομίας της Ε.Ε. κατά 4,2% το 2021 και 4,4% το 2022, ενώ η ανεργία από 7,6% το 2021 θα πέσει στο 7% το 2022. Όσον αφορά την ανεργία, δυστυχώς λαμβάνονται υπόψη και επισφαλείς θέσεις εργασίας, οπόταν οι αριθμοί δεν απεικονίζουν την πραγματική εικόνα. Ως βασική αιτία της αύξησης της φτώχειας στην Ε.Ε. αλλά και της όξυνσης επικίνδυνων «κοινωνικών τάσεων που διαιρούν και προκαλούν ανασφάλεια και απογοήτευση στους πολίτες» θεωρείται η πανδημία του κορονοϊού.
Σημαντικό στοιχείο της έκθεσης είναι η, εν μέρει, παραδοχή ότι ορισμένες πολιτικές που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση του 2008 «ενδέχεται να έχουν οδηγήσει σε συστήματα υγείας και κοινωνικά συστήματα, σε ορισμένα κράτη-μέλη, που δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένα για την αντιμετώπιση της πανδημίας». Αναπόφευκτα η έκθεση αναγνωρίζει τη σημασία της υγείας ως ουσιαστικό δικαίωμα, όπως και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, π.χ. το φαγητό, η στέγη και η εργασία. Παρότι όμως αναγνωρίζεται ότι η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως το νερό και η ενέργεια, είναι ζωτικής σημασίας, εντούτοις δεν περιλαμβάνεται η απαίτηση να είναι δωρεάν και καθολικά, αλλά απλώς προσιτά και προσβάσιμα.
Γίνεται αναφορά στην ανάγκη μείωσης των ανισοτήτων ως βασική προϋπόθεση για την γενική ευημερία, όπως και στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας. Καταγράφεται μάλιστα η δέσμευση για εξάλειψη της φτώχειας στην Ευρώπη έως το 2050. Πολύ θετική είναι η αναγνώριση της σημασίας της ψυχικής υγείας για τους εργαζόμενους.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ενώ η ψηφιοποίηση θεωρείται ως ευκαιρία για την αγορά εργασία, εντούτοις αναγνωρίζεται η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η τηλεργασία και η ευελιξία στον εργάσιμο χρόνο δεν θα αποτελεί αιτία παραβίασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Την ίδια ώρα, όμως, θεωρεί τα προγράμματα εργασίας μικρής διάρκειας, τα οποία ενεργοποιήθηκαν στην κρίση, ως βασικό εργαλείο για την προσαρμογή των οικονομιών.
Αναγνωρίζεται η σημασία των κοινωνικών εταίρων και παροτρύνει την Κομισιόν και τα κράτη-μέλη να διασφαλίσουν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν πρόσβαση στον εργασιακό χώρο και στους ίδιους τους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων σημείων όπου η εργασία εκτελείται ψηφιακά και ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και σε συλλογική δράση. Αναγνωρίζεται επίσης η σημασία ανάπτυξης συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης που τίθενται, όμως, μέσα από το πρίσμα της ανταγωνιστικής αγοράς.
Επιπρόσθετα, υποδεικνύει ότι λόγω κορονοϊού αρκετά δάνεια είναι αδύνατο να αποπληρωθούν, προτείνοντας όμως την καταφυγή σε συμβουλευτικές υπηρεσίες και αύξηση της οικονομικής ευαισθητοποίησης, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος της ευθύνης στους πολίτες.
Και αυτή η έκθεση έμμεσα αναφέρεται στην αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως κάτι προοδευτικό!
Η συγκεκριμένη έκθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί βελτιωμένη σε σχέση με προηγούμενες. Αυτό προκύπτει αφ’ ενός λόγω της κρίσης του κορονοϊού και της έκδηλης ανάγκης κρατικής παρέμβασης, επομένως η επιχειρηματολογία υπέρ του νεοφιλελευθερισμού είναι πιο περιορισμένη, και αφ’ ετέρου ως αντανάκλαση της Συνόδου Κορυφής στο Πόρτο και του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Παρόλ’ αυτά βασικός στόχος παραμένει μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς. Μάλιστα η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικοί στόχοι που τέθηκαν πριν την κρίση πρέπει να ενισχυθούν, χωρίς όμως να αναφέρει προς ποιαν κατεύθυνση. Βασικός στόχος παραμένει η οικονομική ολοκλήρωση με ιδιαίτερη αναφορά στη σύγκλιση των φορολογικών συστημάτων.
Επίσης πραγματικότητα είναι ότι η έκθεση δεν αναγνωρίζει τη μεγάλη οπισθοχώρηση που προκάλεσαν οι πολιτικές λιτότητας στα δικαιώματα των εργαζομένων. Θεωρεί ότι η αιτία, ακόμα και για την άνοδο της ακροδεξιάς και φασίζουσων αντιλήψεων, είναι ο κορονοϊός!
Εκ μέρους της Ομάδας της Αριστεράς (GUE/NGL) τοποθετήθηκε η ευρωβουλευτής Sandra Pereira. Υποστήριξε ότι «οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινωνικές πολιτικές και τις πολιτικές απασχόλησης που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιλύουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί: φτώχεια, ανεργία, επισφάλεια, χαμηλοί μισθοί και υψηλό κόστος ζωής». Αντίθετα, τόνισε, τα επιδεινώνουν και «εκμηδενίζουν την καθολική πρόσβαση σε ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες, συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, και περιορίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων».
Η έκθεση υπερψηφίστηκε με 347 ψήφους υπέρ, 162 κατά και 191 αποχές.
