Ελεγκτική Υπηρεσία: Καθυστερήσεις και έλλειψη συντονισμού για τα λατομεία

Μεγάλες καθυστερήσεις αλλά και έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων τμημάτων εντοπίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία προτείνει όπως επικαιροποιηθεί ή εκπονηθεί νέα Στρατηγική για την Αειφόρο Μεταλλευτική και Λατομική Ανάπτυξη της Κύπρου.

Σε σύνοψη των ευρημάτων της και των εισηγήσεων της από διαχειριστικό έλεγχο που πραγματοποίησε και που αφορά την Υπηρεσία Μεταλλείων, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης και το Τμήμα Περιβάλλοντος, η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται επίσης απλοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών, την εξεύρεση τρόπου καλύτερου συντονισμού των υπηρεσιών, βελτίωση των διαδικασιών ελέγχου που υπάρχουν,  επιθεωρήσεις εγκαταλελειμμένων χώρων πρώην λατομείων, καθώς και την επιβολή αποτρεπτικών προστίμων.

Όπως αναφέρεται «βασικός στόχος του συγκεκριμένου ελέγχου είναι η αξιολόγηση όλων των διαδικασιών και της συμμόρφωσης με τις σχετικές πολιτικές και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπουν την ορθολογιστική και αειφόρο διαχείριση των ορυκτών πρώτων υλών της Κυπριακής Δημοκρατίας».

«Ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων Τμημάτων/Υπηρεσιών στη διαχείριση των ορυκτών πόρων και η διασπορά αρμοδιοτήτων δυσχεραίνουν αρκετές φορές τον συντονισμό που απαιτείται ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα και αποτελεσματικά οι διάφορες αποφάσεις», σημειώνεται.

Εκφράζεται η θέση ότι «οι υφιστάμενες διαδικασίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν, ώστε να μειωθεί η γραφειοκρατία, η ανταλλαγή μεγάλου όγκου αλληλογραφίας μεταξύ των εμπλεκομένων Τμημάτων και οι πολύωρες διαβουλεύσεις».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εντοπίζει επίσης ότι η Στρατηγική για την Αειφόρο Μεταλλευτική και Λατομική Ανάπτυξη της Κύπρου (ΣΑΜΛΑ) 2001-2025 που έχει ετοιμαστεί «δεν έλαβε υπόψη τις ανάγκες των θαλάσσιων έργων που προγραμματίζονταν σε ογκόλιθους, με αποτέλεσμα το κράτος να είναι απροετοίμαστο για κάλυψη των αναγκών αυτών».

«Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη χρονική περίοδο που παρήλθε από την εκπόνηση και ολοκλήρωση της ΣΑΜΛΑ, εισηγηθήκαμε την εξέταση και επικαιροποίηση της ή την εκπόνηση νέας μελέτης, η οποία να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο, τα σημερινά δεδομένα οικονομικής ανάπτυξης, τα υφιστάμενα αποθέματα και τον προγραμματισμό έργων για τα επόμενα χρόνια», αναφέρεται.

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία «η νέα στρατηγική θα πρέπει να συνάδει με  τον αναπτυξιακό προγραμματισμό για τα έτη 2030 – 2050 ώστε να διασφαλίζει ότι οι μελλοντικές απαιτήσεις καλύπτονται επαρκώς, να συμπεριλάβει όλα τα αποθέματα και είδη υλικών,  να συνάδει με όλους τους χάρτες πορείας της ΕΕ για τη διαχείριση πρώτων υλών και να είναι ολοκληρωμένη και ολιστική, ώστε να υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική για πιθανές αδειοδοτήσεις μεταλλευτικών έργων, ειδικά όταν προκύπτουν θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς ή/και ειδικού περιβαλλοντικού χαρακτήρα».

Παρατηρείται επίσης «έλλειψη συντονισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων Τμημάτων που είναι αρμόδια για την αειφόρο διαχείριση των πρώτων υλών και την υλοποίηση των κρατικών έργων, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες για την ολοκλήρωση των έργων που έχουν δρομολογηθεί με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο βιώσιμης και αειφόρου διαχείρισης».

Προστίθεται ότι «οι ενέργειες των εμπλεκόμενων Τμημάτων όχι μόνο δεν παρουσιάζουν συνέργεια, αλλά αντιθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αντικρουόμενες, αφού, για παράδειγμα, από τη μια, προωθήθηκαν, στη βάση Υπουργικών Αποφάσεων, διαδικασίες αδειοδοτήσεων για λατομικά υλικά/ογκόλιθους ανά επαρχία και δόθηκαν σε Τμήματα όροι εντολής για έρευνες αποθεμάτων στο πλαίσιο των προγραμματισμένων έργων, ενώ παράλληλα προωθούνταν ενέργειες για ένταξη των ίδιων περιοχών στο Δίκτυο Natura 2000».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται «όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο κατάρτισης πρωτοκόλλου συνεργασίας, όπου να αναφέρονται με σαφήνεια ο ρόλος και οι υποχρεώσεις κάθε φορέα».

Διαπιστώθηκε «σημαντική καθυστέρηση μεταξύ του 2000, όταν είχαν τροχοδρομηθεί μελέτες και σχεδιασμοί έργων, μέχρι το 2005, όταν έγινε η πρώτη ουσιαστική καταγραφή και υπολογισμός των ποσοτήτων που θα απαιτούνταν για κάλυψη μελλοντικών αναγκών και υποβλήθηκαν εισηγήσεις λύσεων».

Επίσης, αναφέρεται, «όπως φάνηκε και αργότερα, οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί παρουσίασαν σημαντικές αποκλίσεις από τις πραγματικές ανάγκες σχεδιασμού και κατασκευής».

«Οι περισσότερες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, σε σχέση με το θέμα, είτε δεν εφαρμόστηκαν είτε υλοποιήθηκαν με καθυστέρηση, κυρίως λόγω δυσκολιών στη διαδικασία  συντονισμού των αρμόδιων Αρχών. Επίσης, δεν φαίνεται να ενημερώθηκε το ΥΣ στις περιπτώσεις μη εφαρμογής των αποφάσεών του», σημειώνεται.

Απαραίτητη είναι σύμφωνα με τη Ελεγκτική Υπηρεσία και η επικαιροποίηση των τεχνικών εκθέσεων για χρήση τεχνητών ογκολίθων και εισαγωγή φυσικών ογκολίθων.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται «όπως ζητείται από κάθε υποψήφιο ανάδοχο έργων, ειδικά θαλάσσιων, όπου απαιτείται σημαντική ποσότητα ογκολίθων, ο καθορισμός των πηγών προέλευσης των λατομικών υλικών στις περιβαλλοντικές μελέτες που υποβάλλονται για αξιολόγηση, καθώς και η επάρκειά τους, ώστε ο παράγοντας αυτός να συνεκτιμάται κατά την αξιολόγηση της επιβάρυνσης στο περιβάλλον».

Επίσης, προστίθεται, «στους όρους προσφορών των έργων που προωθούνται με σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, να ζητείται από τους υποψήφιους προσφοροδότες να προσδιορίσουν το είδος του υλικού που προτείνουν για υλοποίηση των έργων και την αναμενόμενη πηγή προμήθειας. Θεωρούμε ότι σε καμία περίπτωση, η ευθύνη εξεύρεσης οικονομικής λύσης, όπως η διάθεση ογκολίθων από εγχώρια λατομεία θα πρέπει να μετατοπιστεί στο κράτος».

Παράλληλα , εκφράζεται η άποψη ότι όταν ο Υπουργός Εσωτερικών ασκεί την εξουσία που του παρέχεται από την νομοθεσία για τροποποίηση σχεδίων λατομικών αναπτύξεων, όπως η απόφασή του τεκμηριώνεται «κατάλληλα ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου αυτές διαφοροποιούνται από τις συστάσεις των αρμοδίων Τμημάτων και να συνάδουν με τις διατάξεις του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου». Παρομοίως, προστίθεται, «και οι αποφάσεις του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων θα πρέπει να τεκμηριώνονται κατάλληλα, στις περιπτώσεις έκδοσης πολεοδομικών αδειών κατά παρέκκλιση».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται επίσης όπως καθοριστεί σχετική διαδικασία υπολογισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται από τα λατομεία, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της άδειας καθώς και τον τύπο των εργασιών.

Προτείνει επίσης «όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας κοινής βάσης δεδομένων αναφορικά με πληροφορίες που απαιτούνται για την έκδοση αδειών επισκόπησης, προκειμένου να απλοποιηθούν και επιταχυνθούν οι υφιστάμενες διαδικασίες».

Εισήγηση γίνεται επίσης όπως «αρχειοθετείται σχετικό φωτογραφικό υλικό και ετοιμάζονται γραπτές αναφορές από τους επιθεωρητές» της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Επίσης, προστίθεται, «στο αρχείο παρατηρήσεων πρέπει να καταγράφεται με σαφήνεια ο έλεγχος που διενεργήθηκε, οι παρατηρήσεις που προέκυψαν και ο τυχόν καταλογισμός ευθυνών».

«Εισηγηθήκαμε όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης πιο αυστηρών μέτρων, ιδιαίτερα όσον αφορά σε θέματα καταστολής της σκόνης, που επηρεάζει σημαντικά τις γειτονικές κοινότητες και το εργασιακό περιβάλλον»., αναφέρεται. Προστίθεται ότι «θα πρέπει να επανεξεταστεί το ύψος του προνοούμενου προστίμου, ώστε αυτό να είναι αποτρεπτικό».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία προτείνει ακόμη «όπως οι Επιθεωρητές Μεταλλείων παρακολουθούν με περισσότερη αυστηρότητα την τήρηση των οροθετικών σημείων των λατομείων και ζητούν συχνότερη τοπογραφική αποτύπωση από τους υπεύθυνους μηχανικούς των λατομείων».

«Θα πρέπει η ΥΜ, κατά τη λήξη του προνομίου λατομείου και το κλείσιμο του λατομείου να συντάσσει  έκθεση περιγραφής χώρου που να υποστηρίζεται με σχετικό φωτογραφικό υλικό. Επίσης, το ΤΠ πρέπει να εντάξει στις περιβαλλοντικές του επιθεωρήσεις τους εγκαταλελειμμένους χώρους πρώην λατομείων, αφού φαίνεται ότι αποτελούν χώρους υψηλού κινδύνου για παράνομη απόρριψη σκουπιδιών», σημειώνεται.

Διαπιστώθηκε ότι, «σε περιπτώσεις παράνομων επεκτάσεων υφιστάμενων λατομείων, τα πρόστιμα που επιβάλλονται δεν είναι αποτρεπτικά».

Γίνεται η εισήγηση «όπως οι αρμόδιες Αρχές λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για αποτροπή παρανομιών ή/και τα απαιτούμενα μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας, με επιβολή οικονομικών κυρώσεων προς τους λατόμους τέτοιου ύψους που θα αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για μελλοντικές παράνομες δραστηριότητες».

Όσον αφορά τις παράνομες λατομεύσεις, η Ελεγκτική Υπηρεσία προτείνει όπως η Υπηρεσία Μεταλλείων «εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης της υφιστάμενης διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου, ώστε να παρέχεται η εξουσιοδότηση στους Επιθεωρητές Μεταλλείων για άμεση επιβολή εξωδίκου προς τους παραβάτες, το ύψος του οποίου να είναι αποτρεπτικό».

Εισηγείται ακόμη όπως «εξεταστεί η δυνατότητα σύνδεσής του, ως βαθμός ποινής, με την ανανέωση των λατομικών προνομίων».
Εναλλακτικά, σημειώνεται, «εάν η υφιστάμενη διαδικασία δεν τροποποιηθεί, εισηγηθήκαμε όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο αύξησης του ποσού του διοικητικού προστίμου, με στόχο να καταστεί αποτρεπτικό».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy