Έλενα Κοτασβήλη: Με έμφυτη περιέργεια για τη ζωή και την αναπαράστασή της

@Παύλος Βρυωνίδης

Συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου

H Έλενα Κοτασβήλη, βραβευμένη με το βραβείο νέου δημιουργού του ΘΟΚ για τη σκηνογραφική της δημιουργία στην παράσταση του έργου Μινέτι του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Θανάση Γεωργίου, επέλεξε να σπουδάσει Καλές Τέχνες γιατί είχε «μια έμφυτη περιέργεια για τη ζωή και την αναπαράστασή της». Στη σκηνογραφία προσπαθεί να δημιουργήσει «έναν ολοκληρωμένο τόπο-κόσμο, που να αποτελεί μια έντονα βιωματική εμπειρία τόσο στον ερμηνευτή όσο και στον θεατή» και θεωρεί την επαφή, την επικοινωνία και τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη «ζωτική για το τελικό αποτέλεσμα». Έχοντας συνεργαστεί τόσο με τον ΘΟΚ όσο και με άλλες θεατρικές ομάδες αλλά κι ομάδες σύγχρονου χορού, μας λέει πως για την ίδια «το έργο και η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας του είναι εξίσου πολύτιμα» γι’ αυτό πάντα «ανυπομονεί για την επόμενη περιπέτεια».

ΕΛΕΝΑ ΚΟΤΑΣΒΗΛΗ

  • Με έμφυτη περιέργεια για τη ζωή και την αναπαράστασή της
  • Το θέατρο αναπτύσσει ευαισθησίες τις οποίες η κοινωνία έχει ανάγκη

Γιατί αποφάσισες να σπουδάσεις Καλές Τέχνες;

Αποφάσισα να ακολουθήσω τον κλάδο των Καλών Τεχνών γιατί είχα μια έμφυτη περιέργεια για τη ζωή και την αναπαράστασή της, την ανάγκη του ανθρώπου να αντικατοπτρίσει τη ζωή, να την ερμηνεύσει. Ήθελα να μάθω ποια είναι η δική μου αισθητική, το δικό μου κάτοπτρο, πώς αυτό προσλαμβάνεται κι εμφανίζεται, πώς εξελίσσεται, πώς καθορίζει εμένα την ίδια.

Τι κρατάς από τις σπουδές σου στο Λονδίνο και τι σου λείπει από αυτή την πόλη;

Από τις σπουδές μου κρατάω την ελευθερία, την αίσθηση ότι στην τέχνη όλα είναι πιθανά και όλα επιτρέπονται. Κρατάω τον αυθορμητισμό και την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας που είχα τότε. Από το Λονδίνο μού λείπουν τα ερεθίσματα, οι εκθέσεις, η πολυπολιτισμικότητα και οι αντιθέσεις της πόλης.

Με απασχολεί πώς με ένα εικαστικό έργο θα μπορέσω να επέμβω, να σχολιάσω τα πιο πάνω. Πώς μπορεί να επικοινωνήσει παράλληλα με το κοινό, πώς ο θεατής αντιδρά και πώς προβληματίζεται.

Ποιο είναι το κύριο θέμα της εικαστικής σου δουλειάς;

Στην εικαστική μου δουλειά διερευνώ έννοιες και μηχανισμούς, αντιφάσεις και περιορισμούς που υπάρχουν στις καθιερωμένες δομές της τέχνης. Εστιάζω στις δυσλειτουργίες του συστήματος των εικαστικών τεχνών στους τομείς της εκπαίδευσης, της γλώσσας, της έκθεσης και της αγοραπωλησίας. Με ενδιαφέρει η μελέτη και ανάλυση του μικρόκοσμου της τέχνης, η ιστορία και η εξέλιξή του. Με απασχολεί πώς με ένα εικαστικό έργο θα μπορέσω να επέμβω, να σχολιάσω τα πιο πάνω. Πώς μπορεί να επικοινωνήσει παράλληλα με το κοινό, πώς ο θεατής αντιδρά και πώς προβληματίζεται.

Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τη σκηνογραφία; Υπάρχουν κάποιοι σκηνογράφοι/ εικαστικοί που σε εμπνέουν στη δουλειά σου;

Μέσα από την προσωπική επαφή και την πρακτική με ομάδες των παραστατικών τεχνών στο Λονδίνο, ξεκίνησε μια περιέργεια για τον τρόπο που η εικαστική δουλειά μπορεί να συνδεθεί με τη σκηνογραφία. Έτσι άρχισα να δημιουργώ σκηνικά μέσα από μια εικαστική προσέγγιση. Με ενδιέφερε πώς το σκηνικό μπορεί να υπάρξει και ως αυτόνομη εικαστική εγκατάσταση. Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης για τη δουλειά μου, ξεχωρίζω το έργο ενός σκηνοθέτη, του Αντρέι Ταρκόφσκι. Είναι ποιητής εικόνων , μέσα από τις οποίες αποτυπώνεται πολύτροπα ηανθρώπινη υπαρξιακή αναζήτηση.Με το έργο του δημιουργεί κόσμους μεταφυσικούς, αλληγορικούς, τοπία που δεν ορίζονται στον ανθρώπινο χωροχρόνο.

Στις δουλειά σου νιώθω πως συχνά δημιουργούνται, με απλά υλικά, «τοπία» που προκαλούν στον θεατή ζωηρή αίσθηση, ενώ συχνά ο χώρος εντάσσεται στο σκηνικό.

Κάθε φορά προσπαθώ να δημιουργήσω έναν ολοκληρωμένο τόπο-κόσμο, που να αποτελεί μια έντονα βιωματική εμπειρία τόσο στον ερμηνευτή όσο και στον θεατή. Η εστίαση βρίσκεται στο πώς ο θεατής βιώνει και προσλαμβάνει το έργο, και στην αλληλεπίδραση του σκηνικού με το γύρω περιβάλλον, είτε είναι παράσταση site specific είτε σε μια ιταλική σκηνή θεάτρου. Αυτή η στάση μου, απέναντι στο σκηνογραφικό έργο πηγάζει κατευθείαν από την τέχνη των εικαστικών εγκαταστάσεων.

Πότε αρχίζεις να σκέφτεσαι τη σκηνογραφική σου πρόταση; Μόλις διαβάσεις το έργο ή μετά την πρώτη επαφή με τον σκηνοθέτη;

Στο θέατρο, πρώτα διαβάζω το κείμενο για να καταγράψω τις βασικές έννοιες, να βρω τα κλειδιά αποκωδικοποίησης της ουσίας και των μηνυμάτων του έργου σύμφωνα με τη δική μου πρόσληψη. Έπειτα ακολουθεί η συζήτηση με τον σκηνοθέτη και μαζί αποφασίζουμε για την πορεία του σκηνικού.

Πώς είναι η σχέση σκηνογράφου-σκηνοθέτη;

Ο σκηνοθέτης είναι ο πρώτος αναγνώστης του κειμένου, το δικό του όραμα είναι που καθορίζει το επίπεδο μιας παράστασης. Ο σκηνοθέτης είναι ο δημιουργός της ιστορίας που θα αναπαρασταθεί και ο σκηνογράφος ο δημιουργός του τόπου στον οποίο θα διαδραματιστεί η ιστορία. Η σχέση της αναπαριστώμενης ιστορίας με το χώρο είναι αδιαίρετη και ουσιαστική. Για μένα η επαφή, η επικοινωνία και η συνεργασία με τον σκηνοθέτη είναι ζωτική για το τελικό αποτέλεσμα.

Πιστεύω, λοιπόν , πως η τέχνη του σκηνικού για να αγγίξει την ύψιστη έκφανσή της οφείλει να είναι τολμηρή, ανατρεπτική,να συνδιαλέγεται με την Ιστορία της Τέχνης χωρίς να την απορρίπτει, να την ανανεώνει δημιουργικά.

Έχεις σκηνογραφήσει παραστάσεις σύγχρονου χορού. Είναι άλλες οι απαιτήσεις και τα ζητούμενα από το θέατρο;

Ακολουθώ την ίδια δημιουργική διαδικασία και στον σύγχρονο χορό, δηλαδή μεταφέρω τις έννοιες του έργου σε εικόνες, παρ’ όλο που είναι διαφορετικό είδος τέχνης από το θέατρο. Στο χορό σημαντική είναι η σύλληψη του έργου η οποία, φυσικά, ανήκει στον χορογράφο. Ο χώρος του σύγχρονου χορού επιτρέπει ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία σε θέματα αναπαράστασης. Ο σκηνικός τόπος μπορεί να είναι πολύ πιο αφηρημένος, πολύ πιο αντισυμβατικός και απελευθερωμένος.

Πώς νιώθεις όταν τα τοπία, οι κόσμοι που στήνεις χάνονται με το τέλος μιας παράστασης;

Αντιλαμβάνομαι πια και αποδέχομαι εξαρχής την παροδικότητα της ύπαρξης του σκηνικού και την προσωρινή του φύση. Η αλήθεια είναι πως για μένα το έργο και η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας του είναι εξίσου πολύτιμα. Γι’ αυτό ανυπομονώ για την επόμενη περιπέτεια.

Ξεχωρίζεις κάποιες από τις δουλειές σου για κάποιους δικούς σου προσωπικούς λόγους;

Ένα ιδιαίτερο έργο για μένα είναι το «Αμούρ-Αμούρ, αφιέρωμα στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου», που φτιάξαμε με τον μουσικό Δημήτρη Σπύρου και την ηθοποιό/σκηνοθέτη Έλενα Αγαθοκλέους με την ευκαιρία της περσινής παγκόσμιας μέρας ποίησης σε συνεργασία με το Θέατρο Ριάλτο. Το έργο ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας των τριών να συναντηθούμε καλλιτεχνικά. Με βάση την εμπιστοσύνη και με αφετηρία την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, δημιουργήσαμε μια συνθήκη στην οποία ο καθένας μας δημιούργησε ελεύθερα. Αγνοήσαμε όλες τις δυσκολίες και καταλήξαμε σε ένα ολοκληρωμένο έργο.

Η ίδια η προσωπικότητα του Εμπειρίκου, η σχέση του με το κίνημα του Υπερρεαλισμού και την ψυχανάλυση, όπως και η υποστήριξη και η συμμετοχή του γιου του, Λεωνίδα Εμπειρίκου, στη δράση λειτούργησαν ενθαρρυντικά για να απεικονίσω τον κόσμο του ασυνείδητου που τόσο με απασχολεί.

Ποιο θεωρείς πως είναι το κυριότερο γνώρισμα ενός καλού σκηνογράφου;

Μπορώ να μιλήσω μόνο με τα δικά μου κριτήρια. Ένας καλός σκηνογράφος θεωρώ ότι πρέπει να έχει έμφυτη την ανάγκη να φτάσει η δουλεία του στην ύψιστη μορφή της. Να προσπαθεί δηλαδή για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα του έργου του, παρ’ όλους τους περιορισμούς που μπορεί να προκύψουν. Επίσης, να αντιλαμβάνεται την ευθύνη προς το όλον: προς τις υπόλοιπες τέχνες -σκηνοθεσία, υποκριτική, μουσική κλπ- αλλά και προς την αισθητική και το περιεχόμενο της παράστασης, να νιώθει υπεύθυνος για την πρόσληψη του κοινού, να δημιουργεί διάλογο με το χώρο.

Πιστεύω, λοιπόν , πως η τέχνη του σκηνικού για να αγγίξει την ύψιστη έκφανσή της οφείλει να είναι τολμηρή, ανατρεπτική,να συνδιαλέγεται με την Ιστορία της Τέχνης χωρίς να την απορρίπτει, να την ανανεώνει δημιουργικά.

Η αλήθεια είναι πως για μένα το έργο και η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας του είναι εξίσου πολύτιμα. Γι’ αυτό ανυπομονώ για την επόμενη περιπέτεια.

Έχεις τον τελευταίο καιρό συνεργαστεί σε αρκετές παραστάσεις τόσο στον ΘΟΚ όσο και με άλλες ομάδες. Τι αποκόμισες από αυτή την εμπειρία;

Η εμπειρία στον ΘΟΚ ήταν πρωτόγνωρη για μένα και τον συνεργάτη μου Αλέξη Βαγιανό· αισθανθήκαμε, πρώτη φορά, δημιουργοί ελεύθεροι από το κατασκευαστικό μέρος του σκηνικού. Τα εργαστήρια του οργανισμού επιτρέπουν στον σκηνογράφο να επενδύσει περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην ολοκλήρωση και αποτύπωση της ιδέας. Όπως επίσης είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία με τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, από τον οποίο μάθαμε πολλά. Οι συνεργασίες μου στο ελεύθερο θέατρο είναι πιο απαιτητικές, καθώς έχω και την κατασκευαστική ευθύνη. Βιώνω ωστόσο εντονότερα την απόλυτη δημιουργία, κοπιαστική μεν, ολοκληρωτικά προσωπική δε.

Πώς κρίνεις το θεατρικό τοπίο; Ποιες θεωρείς ότι είναι οι κυριότερες δυσκολίες για τις θεατρικές ομάδες;

Παρατηρούμε πως οι θεατρικές ομάδες βρίσκουν τρόπους και αντιμετωπίζουν δημιουργικά τις δυσκολίες που υπάρχουν και αυτό είναι ευχάριστο. Από την άλλη είναι και το κοινό, η περιορισμένη προσέλευση στις θεατρικές παραστάσεις. Η συνέπεια της απουσίας του πολίτη από τη θεατρική δημιουργία είναι πως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ανοιχθεί σε άλλα βιώματα, εξίσου σημαντικά με το προσωπικό ιδιωτικό βίωμα. Το θέατρο αναπτύσσει ευαισθησίες τις οποίες η κοινωνία έχει ανάγκη.

Τι είναι για σένα το βραβείο νέου δημιουργού που σου απένειμε φέτος ο ΘΟΚ; Τι καινούργιο ετοιμάζεις; Ένα τέτοιο βραβείο είναι τιμητικό, είναι σίγουρα πολύ σημαντικό να αναγνωρίζεται το έργο κάποιου δημιουργού και ανοίγει πόρτες και για νέες συνεργασίες. Για φέτος είμαι πολύ χαρούμενη που έχω αναλάβει την εικαστική επιμέλεια των δράσεων δεύτερου τριμήνου στο Θέατρο Αποθήκες του ΘΟΚ υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Θανάση Γεωργίου και του Φώτη Νικολάου, δύο καλλιτεχνών που εκτιμώ και με τους οποίους συνεργάζομαι εδώ και χρόνια. Επίσης είμαι ενθουσιασμένη που μαζί με τον Αλέξη Βαγιανό θα εκπροσωπήσουμε την Κύπρο σε μια διεθνή έκθεση με μια εικαστική εγκατάσταση

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy