Αιμίλιος Σολωμού: Η δημιουργία – μια στάση άμυνας απέναντι στη βαρβαρότητα

Συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου
Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση είναι το καινούργιο βιβλίο του Αιμίλιου Σολωμού, ένα μυθιστόρημα που μοιράζεται ανάμεσα στον 19ο αιώνα και τη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης. Το βραβευμένο με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης βιβλίο του Το ημερολόγιο μιας απιστίας μεταφράστηκε ήδη σε γερμανικά και πολωνικά και σύντομα θα μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες. Μιλάμε με τον Αιμίλιο Σολωμού για το μίσος και την εποχή μας, το ρόλο των δημιουργών και για την ανταπόκριση που βρήκε το βιβλίο του στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα συζητάμε για τη λογοτεχνία στα σχολεία, όπου διδάσκει, και δυστυχώς διαπιστώνουμε πως «εκπαιδευτικοί και μαθητές είναι όμηροι ενός υποκριτικού συστήματος που δήθεν κόπτεται για την αυτενέργεια και την κριτική σκέψη και το μάθημα λογοτεχνίας θυμίζει μάθημα ανατομίας».

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Οι λογοτέχνες να γίνουν πιο διεκδικητικοί απέναντι στους αρμόδιους φορείς.

Μιλούμε σε μια ταραγμένη εποχή με τον πόλεμο δίπλα μας, τους πρόσφυγες, τις βόμβες στις Βρυξέλλες, αλλά πάλι ποια εποχή δεν ήταν δύσκολη;

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει εύκολη εποχή. Κι αυτό δεν το αποδεικνύει μόνο το παρόν. Πολύ περισσότερο το κραυγάζει η Ιστορία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με 60 εκατομμύρια νεκρούς, ο άνθρωπος, δυστυχώς, δεν έμαθε από τα λάθη του. Είναι στην ανθρώπινη φύση, στον μανιχαϊσμό της ανθρώπινης ψυχής. Ευτυχώς υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά, η ομορφιά και η ελπίδα βρίσκονται στον κόσμο γύρω μας. Το ζήτημα είναι μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, να παραμείνουμε άνθρωποι πάνω απ’ όλα.

Ποια η ευθύνη μας ως πολίτες (ίσως και ως δημιουργοί) σε τέτοιους καιρούς; 

Οι δημιουργοί έχουν πάντα μια ευθύνη μεγαλύτερη. Είναι από τη φύση τους πλασμένοι να παραξενεύονται, για να παραφράσω λίγο τον ποιητικό λόγο του Τ. Σινόπουλου. Η τέχνη, η δημιουργία είναι μια στάση άμυνας απέναντι στη βαρβαρότητα και την ασχήμια που μας περιβάλλει. Οφείλουμε να προσδώσουμε στην καθημερινότητά μας ποιότητα. Είναι αλήθεια πως οι δημιουργοί βάλλονται, γιατί πολλές φορές σιωπούν απέναντι στην ασχήμια του κόσμου. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν οι λογοτέχνες πρέπει να γίνουν ακτιβιστές. Ο Κινέζος νομπελίστας Μο Γιαν δέχτηκε σφοδρή κριτική γιατί δεν αντιδρά στο κινεζικό καθεστώς. Ωστόσο, αν διαβάσει κανείς το βιβλίο του Οι μπαλάντες του σκόρδου, θα συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνικοπολιτική κριτική που ασκείται στο καθεστώς είναι ανελέητη, με τέτοια ένταση και δύναμη που ίσως καμιά ακτιβιστική δράση μπορεί να ξεπεράσει. Οι δημιουργοί μιλούν μέσα από το έργο τους κι αυτό είναι μια ύψιστη κριτική τοποθέτηση.

Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση είναι το καινούργιο σας βιβλίο. Τι είναι το μίσος;

Το μίσος είναι μια νοσηρή κατάσταση. Από τη στιγμή που θα μισήσει κανείς τυφλά και παράλογα, έχει ήδη συντελεστεί η μισή εκδίκηση, γιατί το νοσηρό αυτό συναίσθημα έχει εξουδετερώσει κάθε υγιή εσωτερική δύναμη, έχει αντίκτυπο, μια αρνητική ενέργεια που δεν επηρεάζει μόνο όποιον είναι παγιδευμένος σ’ αυτό, αλλά και τους γύρω του, και τον αποδέκτη του μίσους. Το άλλο μισό είναι η ίδια η πράξη της εκδίκησης.

Υπάρχει αρκετό μίσος γύρω μας; Είναι μήπως και έκφραση μιας καταπίεσης, μιας έντονα βιωμένης αδικίας;

Πάντα υπάρχει συσσωρευμένο μίσος γύρω μας, έτοιμο να απελευθερωθεί. Είναι οι τεκτονικές πλάκες που κινούνται ανεπαίσθητα προς τη σύγκρουση. Σε εποχές κατά τις οποίες το κακό, η ασχήμια βρίσκονται σε έξαρση, το μίσος βρίσκει έδαφος για να ανθίσει. Σε ένα μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης και της αδικίας. Οι ναζί εκμεταλλεύτηκαν τη διάχυτη αδικία και την καταπίεση στη Γερμανία για να διασπείρουν το μίσος σε ευρύτατες μάζες μέσα από την προπαγάνδα. Κάτι ανάλογο ισχύει και με το ISIS και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Επομένως, υπάρχουν σήμερα επαρκείς συνθήκες για να ανθίσει το μίσος, αλλά χωρίς τους καιροσκόπους, που επιζητούν να το εκμεταλλευτούν, το μίσος από μόνο του δε θα αρκούσε να γίνει κυρίαρχη κατάσταση.

Ποια η απάντηση στο μίσος;

Περισσότερη δημοκρατία, η τέχνη, η δημιουργία, η πίστη στον άνθρωπο. Κυρίως η ομορφιά.

Το βιβλίο αναφέρεται σε διαφορετικές εποχές και σε πραγματικά γεγονότα. Πόσο εύκολη ήταν η συγγραφή του;

Το μυθιστόρημα μοιράζεται ανάμεσα στον 19ο αιώνα και τη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης. Στο βάθος είναι ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη στην Αττική του 1870, η Σφαγή στο Δήλεσι. Τότε, τέσσερις επιφανείς Ευρωπαίοι δολοφονήθηκαν από τη συμμορία των λήσταρχων Αρβανιτάκηδων (ο Κύπριος πρόγονος του πρωταγωνιστή του βιβλίου ήταν μέλος της συμμορίας). Η δολοφονία των τροϊκανών (2013) συμβαίνει την ίδια μέρα με τη Σφαγή στο Δήλεσι, με 143 χρόνια διαφορά: 21η Απριλίου, μια ημερομηνία που παραπέμπει σκόπιμα, έστω και σημειολογικά, σε μια άλλη νοσηρή περίοδο. Το βιβλίο είναι ένα κράμα ιστορικού, αστυνομικού, πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος. Η μυθοπλασία αναμιγνύεται με την πραγματικότητα. Η σύνδεση των δύο εποχών μου έδωσε την ευκαιρία να εξετάσω τις παθογένειες του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του. Οι παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή (π.χ. η συμπαιγνία πολιτικών-τραπεζιτών και οι πελατειακές σχέσεις).

Για να γίνει πιο αληθοφανής η ιστορία και να είμαι τίμιος απέναντι στον αναγνώστη, επισκέφθηκα τα μέρη που περιπλανήθηκαν για δέκα μέρες οι Αρβανιτάκηδες και οι όμηροί τους. Το πιο δύσκολο ήταν να βάλω σε τάξη το τεράστιο υλικό που είχα στη διάθεσή μου, πραγματικό και μυθοπλαστικό, να συνδέσω τις δύο εποχές σ’ ένα μυθιστόρημα, γιατί η αλήθεια είναι πως πολλές φορές ένιωθα πως το βιβλίο άλλαζε συνεχώς μορφή και γλίστραγε μέσα από τα χέρια μου.

Eχεις βραβευτεί με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Eνωσης για το Ημερολόγιο μιας απιστίας. Πώς κρίνεις αυτό το θεσμό/βραβείο;

Είναι σημαντικό βραβείο, αναμφίβολα. Κι αυτό μπορώ να το εκτιμήσω καλύτερα σήμερα, τρία χρόνια μετά την απονομή του. Το βραβείο δίνει την ευκαιρία στο βιβλίο να ταξιδέψει εκτός των συνόρων της Κύπρου και της Ελλάδας. Κακά τα ψέματα, δεν έχουμε εμείς τις δυνατότητες, κυρίως γιατί δεν έχουμε τους μηχανισμούς υποστήριξης για να το πετύχουμε αυτό. Το πρόγραμμα Creative Europe δίνει προτεραιότητα στο βιβλίο που βραβεύεται όσον αφορά στη χρηματοδότηση για τη μετάφραση/έκδοση. Είναι ένα βραβείο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας. Οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Aγγλοι δεν το έχουν τόση ανάγκη.

Eχεις κάποια δείγματα πώς έγινε δεκτό το βιβλίο στο εξωτερικό;

To βιβλίο έχει μεταφραστεί στα πολωνικά, στα γερμανικά, νομίζω έτοιμη είναι και η αλβανική μετάφραση. Θα ακολουθήσουν άλλες επτά χώρες: Σερβία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Κροατία, Σκόπια, Τουρκία, Βουλγαρία. Eχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον κι από αλλού κι ελπίζω σύντομα να υπάρξουν επιπλέον συμφωνίες. Η γερμανική έκδοση πάει σχετικά καλά και υπήρξαν ορισμένα θετικά δημοσιεύματα και κριτικές. Στην Πολωνία, όμως, ο εκδοτικός οίκος διαφημίζει το βιβλίο ως ένα από τα best seller του. Υπήρξαν πολλά δημοσιεύματα,  θετικές κριτικές και συνεντεύξεις. Eνιωσα πως υπήρξε σεβασμός απέναντι στο βιβλίο, κάτι που μου προκάλεσε έκπληξη. Αντιμετωπίστηκε με ενδιαφέρον, καθόλου υποτιμητικά και οι εκδότες θα προχωρήσουν και στη μετάφραση και έκδοση του μυθιστορήματος Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση.

Όλα είναι προσανατολισμένα στις εξετάσεις, στη βαθμολαγνεία, σ’ ένα άκρως εξετασιοκεντρικό σύστημα. […] Σκοτώνουμε τη φαντασία των παιδιών, την αισθητική απόλαυση. Φυσιολογικά, τα παιδιά απεχθάνονται τη λογοτεχνία.

Είσαι λογοτέχνης και εκπαιδευτικός. Διδάσκεται η λογοτεχνία στα σχολεία ή απλώς οι φιλόλογοι τρέχουν να προλάβουν την ύλη;

Δυστυχώς, ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία απωθεί τα παιδιά. Μισούν το βιβλίο, τη λογοτεχνία και αυτό είναι πολύ απογοητευτικό. Είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απαράδεκτη κατάσταση, εκπαιδευτικοί και μαθητές. Oλα είναι προσανατολισμένα στις εξετάσεις, στη βαθμολαγνεία, σ’ ένα άκρως εξετασιοκεντρικό σύστημα. Τα παιδιά θα αξιολογηθούν στα διαγωνίσματα και τις τελικές εξετάσεις σ’ ό, τι διδάσκονται. Με αυτά τα δεδομένα, την υπέρογκη ύλη και τον διαθέσιμο χρόνο, δεν μπορεί παρά η διδασκαλία και η ανάλυση να γίνεται στίχο-στίχο, γραμμή-γραμμή σαν να πρόκειται για μάθημα ανατομίας. Το πτώμα (λογοτεχνία) είναι ξαπλωμένο στο χειρουργικό τραπέζι. Εκπαιδευτικοί και μαθητές είναι όμηροι ενός υποκριτικού συστήματος που δήθεν κόπτεται για την αυτενέργεια και την κριτική σκέψη. Μ’ αυτό τον τρόπο σκοτώνουμε τη φαντασία των παιδιών, την αισθητική απόλαυση. Φυσιολογικά, τα παιδιά απεχθάνονται τη λογοτεχνία. Επομένως, για ποια φιλαναγνωσία να μιλήσουμε; Και για ποιους αυριανούς αναγνώστες και καλλιεργημένους πολίτες;

Υπάρχει κυπριακή λογοτεχνία στην ύλη του σχολείου;

Μπορώ να μιλήσω για ό,τι συμβαίνει στο Λύκειο για το οποίο έχω καλύτερη εικόνα. Περίπου το ένα τέταρτο των λογοτεχνικών κειμένων και στις τρεις λυκειακές τάξεις αφορά την κυπριακή λογοτεχνία. Κανένα από τα τρία λογοτεχνικά βιβλία που διδάσκονται (σε οκτώ περιόδους για κάθε τάξη) δεν ανήκουν σε Κύπριους συγγραφείς. Δε νομίζω ότι αυτή η εικόνα είναι καλή. Πολλά από τα κείμενα που διδάσκονται δεν έχουν αλλάξει εδώ και δεκαετίες, από τότε που εγώ ήμουν μαθητής στο Λύκειο, πριν τριάντα χρόνια. Το πρόβλημα είναι γενικότερο κι έχει να κάνει με το πώς  αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνία. Η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια λογοτεχνία σχεδόν είναι παντελώς απούσα. Για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, πώς θα γνωρίσουν τα παιδιά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι;

Στην εποχή της τεχνολογίας δεν είναι φυσιολογικό τα παιδιά να δυσκολεύονται να διαβάζουν ένα βιβλίο; Πώς προωθούμε τη φιλαναγνωσία;

Η τεχνολογία, το διαδίκτυο είναι ένας σημαντικός παράγοντας που αποτρέπει την αγάπη για το βιβλίο. Αλλά δεν είναι ο μόνος κι ίσως δεν είναι ο πιο σημαντικός. Η εικόνα και η ταχύτητα, αναμφίβολα, ενθουσιάζουν τα παιδιά. Η φαντασία περνά σε δεύτερη μοίρα. Η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο φαίνεται. Χρειάζεται αφοσίωση, χρόνο, κόπο. Και, δυστυχώς, τα παιδιά έχουν μάθει να απαιτούν και να έχουν τα πάντα στη διάθεσή τους χωρίς να μοχθήσουν. Ευθύνη έχει το σχολείο, αλλά έχει και η οικογένεια. Γιατί μπορεί να υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε η κοινωνία των ρεκόρ σε απόφοιτους πανεπιστημίου, αλλά είμαστε πραγματικά καλλιεργημένοι; Οι γονείς, απόφοιτοι των πανεπιστημίων, διαβάζουν; Διαβάζουμε παραμύθια στα μικρά παιδιά μας; Πόσες φορές, άραγε, τα παιδιά να είδαν τους γονείς με ένα βιβλίο στο χέρι; Και πόσες φορές τους είδαν να κάθονται μπροστά στον υπολογιστή ή να παρακολουθούν ποδόσφαιρο; Ποια είναι τα πρότυπα των παιδιών; Οι γονείς που δε μυούν τα παιδιά τους στον κόσμο του βιβλίου, διαπράττουν έγκλημα απέναντί τους. Αναστέλλουν τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού τους, παρεμβάλλουν εμπόδια στη διαμόρφωση ενός ισορροπημένου και ολοκληρωμένου χαρακτήρα και υποσκάπτουν το μέλλον τους.

Στο εξωτερικό, σε πολλές χώρες, υπάρχουν οργανωμένα προγράμματα φιλαναγνωσίας στα σχολεία. Είναι καθιερωμένη στο αναλυτικό πρόγραμμα η εβδομαδιαία συνάντηση με έναν συγγραφέα. Ο συγγραφέας διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο του και συζητεί με τα παιδιά. Αυτή η προσωπική επαφή είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Είναι κάτι που πιστεύω απόλυτα: Δεν είναι θέμα χρημάτων, είναι θέμα οραμάτων και κατάλληλων προσώπων στην κατάλληλη θέση. Αν θέλουμε πολίτες καλλιεργημένους, σκεπτόμενους, με κριτική σκέψη, δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Η λογοτεχνία Κυπρίων πώς αντιμετωπίζεται στον τόπο μας από αναγνώστες, βιβλιοπωλεία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες, Πανεπιστήμια, τους ίδιους τους λογοτέχνες;

Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους η λογοτεχνία μας αντιμετωπίζει μια γενικότερη απαξίωση, ακόμα και από εμάς τους ίδιους. Έχω την αίσθηση ότι τελευταία έχει αυξηθεί το αναγνωστικό κοινό, αλλά το θέμα είναι τι διαβάζουν. Ποιοτική λογοτεχνία; Δε νομίζω. Έχω, επίσης, την αίσθηση πως ό, τι και να κάνουμε, π.χ. κι εμείς και οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες, αυτό ποτέ δε θα μας φαίνεται αρκετό, πάντα θα μεμψιμοιρούμε. Πολλές φορές η λογοτεχνία μας αντιμετωπίζεται μέσα από ένα ιδεολογικό πρίσμα. Κι αυτό χωρίζει λογοτέχνες, αναγνώστες και πανεπιστημιακούς. Η λογοτεχνία διακρίνεται σε καλή και κακή, ελαφρά και σοβαρή, όχι με βάση ιδεολογικά κριτήρια. Αλλά, για να μην είμαι τόσο απαισιόδοξος και ζοφερός, χωρίς να είμαι απόλυτα βέβαιος, τα τελευταία χρόνια φαίνεται κάτι αλλάζει. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως μέσα στην οικονομική κρίση, κι εδώ και στην Ελλάδα, όλο και περισσότεροι Κύπριοι λογοτέχνες εκδίδουν βιβλία τους στην Ελλάδα, βγαίνουν προς τα έξω. Θα αναφέρω μια προσωπική εμπειρία που σχετίζεται με τους βιβλιοπώλες, έναν παράγοντα πολύ σημαντικό στην προώθηση της κυπριακής λογοτεχνίας. Όταν τύπωσα το πρώτο μου βιβλίο, πρωτόλειο, θεώρησα ότι όφειλα να πάρω μερικά αντίτυπα στα βιβλιοπωλεία, έστω για να υπάρχει, στην απίθανη περίπτωση που κάποιος το ζητήσει. Στο πρώτο βιβλιοπωλείο που μπήκα εισέπραξα την απόλυτη περιφρόνηση του βιβλιοπώλη. «Δεν ασχολούμαστε με κυπριακά βιβλία», μου είπε και μου γύρισε την πλάτη. Νομίζω οι βιβλιοπώλες σήμερα εμπιστεύονται περισσότερο το κυπριακό βιβλίο κι αυτό είναι ενθαρρυντικό.

Οι λογοτέχνες συνεργάζονται, συναντιούνται, συζητούν μεταξύ τους;

Είναι μια πραγματικότητα. Οι λογοτέχνες δε συναντιούνται, δε συζητούν. Και υπάρχει πραγματική ανάγκη γι’ αυτό. Είναι κάτι που το αναφέρουμε καμιά φορά με φίλους. Δεν υπάρχει ζύμωση, παραγωγή ιδεών, πρωτότυπες συνεργασίες, εκτός ίσως από ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ. Παράκεντρο, Ιδεόγραμμα, Σαρδάμ).

Εκτός από το να γράφουν καλή λογοτεχνία υπάρχει κάτι άλλο που χρειάζεται να κάνουν οι λογοτέχνες για στήριξη, προώθηση της κυπριακής λογοτεχνίας;

Iσως θα έπρεπε να ξανοιχτούν περισσότερο στην κοινωνία όχι με μια ακτιβιστική διάθεση, αλλά για να φέρουν τη λογοτεχνία κοντά στον κόσμο, να συστηθούν, πρέπει οι λογοτέχνες να πάνε στους αναγνώστες. Ακόμα, να γίνουν πιο διεκδικητικοί απέναντι στους αρμόδιους φορείς. Υπάρχουν πολλά ζητήματα ανοιχτά, ζητήματα που άλλες κοινωνίες έχουν λύσει πριν από πολλές δεκαετίες:  η προώθηση, π.χ. προγραμμάτων φιλαναγνωσίας στα σχολεία, το θέμα των Δικαιωμάτων Δημοσίου Δανεισμού, η ύπαρξη ενός εξειδικευμένου φορέα και ενός μηχανισμού που θα προωθεί τις μεταφράσεις και την κυπριακή λογοτεχνία στο εξωτερικό, η αυτοτέλεια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών (Υφυπουργείο ή Υπουργείο Πολιτισμού). Αλλά κυρίως πρέπει να απαιτήσουν το σεβασμό από τους πολιτικούς που ασκούν πολιτιστική πολιτική και οι οποίοι δε δίνουν δεκάρα για το βιβλίο και τον πολιτισμό. Αλήθεια, ποιοι και πόσοι πολιτικοί διαβάζουν; (Αν διάβαζαν, θα είχαν και την απαραίτητη φαντασία στην πολιτική τους). Αν υπάρχουν, θα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Επομένως, τι να περιμένουμε από αυτούς;

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy