Ένα κλασικό βιβλίο για το Κυπριακό

 

Του Χρυσόστομου Περικλέους

Πρόκειται για το δίτομο έργο του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ «Μια ιστορία βίας και μνησικακίας, Η γένεση και η εξέλιξη της εθνοτικής διένεξης στην Κύπρο», Ετεροτοπία, 2019. Είναι πράγματι ένα κλασικό έργο που θα αποτελεί βασικό εγχειρίδιο οποιουδήποτε μελετητή του Κυπριακού, τόσο για το εύρος της έρευνας και την επιστημονική αναλυτική προσέγγιση όσο και για την ακαδημαϊκή επάρκεια και εντιμότητα του συγγραφέα. Πιο πολύ όμως για το πρωτότυπο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται και το οποίο φωτίζει ανυποψίαστες ως τώρα πτυχές της συλλογικής συμπεριφοράς των Ελληνοκυπρίων (ΕΚ) και των Τουρκοκυπρίων (ΤΚ) στη μακρά διάρκεια της εθνοτικής διένεξης.

Αντλώντας από τη διεθνή βιβλιογραφία, ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ χρησιμοποιεί τη «μνησικακία» ως πολιτικό όρο που ερμηνεύει συλλογικές συμπεριφορές εθνοτικών ή κοινωνικών ομάδων όταν αισθάνονται πως δεν έχουν το πολιτικό ή το κοινωνικό στάτους που φρονούν πως τους αρμόζει, οπότε αναπτύσσουν αισθήματα εχθρότητας έναντι των ομάδων που θεωρούν ότι αποτελούν εμπόδιο για το στάτους που επιδιώκουν. Μεταφέροντας στην Κύπρο αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, βλέπει τους ΤΚ να εμφορούνται από αίσθημα μνησικακίας έναντι των ΕΚ στα πρώτα στάδια του εκσυγχρονισμού, καθώς, από κυρίαρχη κοινότητα, καταλήγουν σε μια «υπανάπτυκτη» και «αόρατη» μειονότητα σε σχέση με την πλειοψηφούσα, οικονομικά και κοινωνικά όσο και πολιτικά ισχυρότερη, ελληνική κοινότητα. Αντίθετα, μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) βλέπει τους ΕΚ, έμφορτους μνησικακίας, να στρέφονται με αισθήματα εκδίκησης κατά των ΤΚ, τους οποίους θεωρούν υπαίτιους για τη ματαίωση της Ένωσης και για το άδικο, στην εκτίμησή τους, καθεστώς πολιτικής ισότητας που απέκτησαν.

Αναδιφώντας εκτενή βιβλιογραφία, τεκμηριώνει τη σύνδεση της βίας, στη νεωτερική εποχή, με τον εθνικισμό, καθώς και τη δημιουργία εθνικών κρατών με πολιτικές αφομοίωσης, καταπίεσης, υποχρεωτικής μετανάστευσης ή και εξόντωσης μειονοτικών ομάδων. Όπως επίσης καταδεικνύει ότι οι εθνοτικές διαφορές «γίνονται πηγή συγκρούσεων αφ’ ης στιγμής συνδεθούν με τη διεκδίκηση εξουσίας και πολιτικού στάτους». Στην ανάλυση των φαινομένων βίας και μνησικακίας στην Κύπρο αναζητεί τα κίνητρα των συγκρούσεων όχι στις πολιτισμικές διαφορές αλλά στην ασυμβατότητα των επιδιωκόμενων στόχων των δύο κοινοτήτων αναφορικά με το μέλλον της Κύπρου, καθώς και στη διαμάχη για πολιτικό στάτους.

Οι κινητοποιήσεις των ΕΚ για την Ένωση, από τις αρχές του 20ού αιώνα και κυρίως στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, προσλαμβάνονται ως «υπαρξιακή απειλή» από τους ΤΚ, στη συνείδηση των οποίων λειτουργεί ως εμμονικός φόβος η μοίρα των Τουρκοκρητικών. Στις ενωτικές επιδιώξεις των ΕΚ οι ΤΚ απαντούσαν με την αξίωση επιστροφής της Κύπρου στον νόμιμο, και αργότερα στον αμέσως προηγούμενο «ιδιοκτήτη» που ήταν το οθωμανικό κράτος ή η διάδοχός του κεμαλική Τουρκία. Από το 1957 και έπειτα στρέφονται στην επίσημη τουρκική γραμμή της διχοτόμησης. Η εμμονή των ΕΚ στην Ένωση και η πλειοψηφική αντίληψη της δημοκρατίας –η Κύπρος είναι ελληνική, οι ΤΚ είναι ξένοι που, αν δεν δέχονται την Ένωση, ας φύγουν από την Κύπρο- τροφοδοτούν μέσα στην τουρκική κοινότητα τη μνησικακία και την εχθρότητα. Αυτή η εχθρότητα εξελίσσεται σε εθνοτική βία όταν, κατά την περίοδο του ένοπλου ενωτικού αγώνα των ΕΚ, το φάσμα των Τουρκοκρητικών γίνεται γι’ αυτούς απτός κίνδυνος.

Σε ό,τι αφορά στην εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1955, ο συγγραφέας αναδεικνύει τον καθοριστικό της ρόλο στη ματαίωση της Ένωσης δια της ανατροπής της ισορροπίας δυνάμεων στην Κύπρο. Ήταν αφενός ο φόβος της «κύκλωσης» από την Ελλάδα στο ενδεχόμενο της Ένωσης (διατύπωση Ζορλού στην Τριμερή του Λονδίνου), αλλά ήταν και η εργαλειοποίηση του λαϊκιστικού εθνικισμού από την κυβέρνηση Μεντερές, η οποία προχώρησε σε αδίστακτη επιστράτευση της βίας για να επιτύχει τους στόχους της. Αποκαλύπτει σε όλη της την έκταση την από μέρους της τουρκικής κυβέρνησης οργάνωση των Σεπτεμβριανών στην Πόλη (1956). Αποκαλύπτει επίσης, μέσα από το ρόλο του Γραφείου Ειδικού Πολέμου και της ΤΜΤ, την ποδηγέτηση των ΤΚ στον εθνικιστικό παροξυσμό, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Κοντεμενιωτών στο Κιόνελι (Ιούνιος 1958). Τέλος, κλείνοντας τον 1ο τόμο, εξετάζει και αναλύει εκτενώς τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση της ΚΔ με τη στροφή του Μακαρίου προς την ανεξαρτησία, και τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο 2ος τόμος καλύπτει την περίοδο από την ίδρυση της ΚΔ ώς την τουρκική εισβολή. Ενδιατρίβει εκτενώς στα πρώτα τρία χρόνια του κοινού κράτους, κατά τα οποία και οι δύο κοινότητες εξοπλίζονται, οι μεν ΕΚ για να ανατρέψουν το «άδικο» καθεστώς της Ζυρίχης και να επανανοίξουν το δρόμο προς την Ένωση, οι δε ΤΚ για να ματαιώσουν οποιαδήποτε απόπειρα των ΕΚ για την Ένωση και, μέσα από τη σύγκρουση, να επιτύχουν τη διχοτόμηση. Επισημαίνει το φόβο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για αφομοίωση των ΤΚ σε περίπτωση συνεργασίας και τη φανατική εμμονή στην πολιτική πλήρους διαχωρισμού, στα πλαίσια της οποίας επιβάλλουν το «από Τούρκο σε Τούρκο». Η ένοπλη σύρραξη ανέμενε απλώς τον σπινθήρα της 21ης Δεκεμβρίου 1963 για να οδηγήσει τις δύο κοινότητες σε εξοντωτική αναμέτρηση και, παράλληλα, στην κατάρρευση του κοινού κράτους. Ο συγγραφέας φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα γεγονότα παραθέτοντας στοιχεία και αριθμούς που μιλούν από μόνα τους για τις εκατέρωθεν ευθύνες. Στη συνέχεια, με θουκυδίδεια κριτική ματιά, εξετάζει τα γεγονότα γύρω από την τουρκική εισβολή αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αναδεικνύοντας κρίσιμες πτυχές του κυπριακού δράματος όπως η εθνοκάθαρση, ο εποικισμός, οι βιασμοί, οι σφαγιασμοί αμάχων, οι αγνοούμενοι, σε όλη τη δεκαετία 1964-1974. Βλέπει ως επακόλουθα της εισβολής την εφιαλτική απόγνωση και μνησικακία των ΕΚ και, από την άλλη, τη «χαιρεκακία» των ΤΚ, η οποία, ωστόσο, θα μετατρεπόταν σε απόγνωση όταν κάποτε θα συνειδητοποιούσαν την αποστέρηση της δυνατότητας να είναι ενεργά πολιτικά υποκείμενα.

Τέλος, στον επίλογο του βιβλίου, ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ αναδεικνύει την ανάγκη υπέρβασης, από την κάθε κοινότητα, του εθνικού αφηγήματος που εστιάζει στην αυτοδικαίωση, την ευθεία αναμέτρηση με το παρελθόν και την αναγνώριση των εκατέρωθεν εγκλημάτων ως προϋποθέσεις μιας «λύσης θεμελιωμένης στη συμφιλίωση και στραμμένης στο μέλλον».

 

Ο πνιγμός των Ασσιωτών το 1949

 

Το 1949 έπληξε την Κύπρο απ’ άκρου εις άκρον πολύ βαρετός χειμώνας.

Τα έντονα καιρικά φαινόμενα κορυφώθηκαν τον Δεκέμβρη.

Η βαρυχειμωνιά έφερε πλημμύρες, κόπηκαν δένδρα, οι υποτυπώδεις δρόμοι χάλασαν.

Όπως θυμάται ο Αντρέας Κουζέλης από τη Βώνη, που έζησε τα γεγονότα, έστω κι αν παρήλθαν 70 ολόκληρα χρόνια, ακόμα και η θάλασσα του Βαρωσιού φούσκωσε τόσο που έβγαζε τα ψάρια στη στεριά.

Το απόγευμα της 19ης Δεκεμβρίου, ο Ττοφαρής από την Άσσια μετέφερε με το λεωφορείο του από τη Λευκωσία προς το χωριό εργάτες και αγρότες.

Μετά την Αφάνεια τα νερά του Κατουλιάρη ποταμού ανέκοψαν την πορεία του λεωφορείου.

Το νερό περνούσε πάνω από το μικρό γεφύρι. Ο οδηγός του λεωφορείου αντίκρισε να διασχίζει από απέναντι το ποτάμι ένα μικρό οικογενειακό αυτοκίνητο. Αυτός για να δείξει ότι κατείχε μεγαλύτερο όχημα αποπειράθηκε να συνεχίσει το δρόμο του. Κατά κακή σύμπτωση κατέβηκαν εκείνη τη στιγμή ορμητικά νερά, έσβησαν τη μηχανή και παρέσυραν σηκωτό το λεωφορείο στην κοίτη του ποταμού και πλέον αυτό έγινε έρμαιο του ποταμού. Αποτέλεσμα ήταν να πνιγούν 7 άνθρωποι.

Το συμβάν έγινε εν τω μεταξύ γνωστό στο χωριό και οι χωριανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια στο επόμενο βορινό γεφύρι, το λεγόμενο «Γεφύρι της Μάγγιας».

Ο Ανδρούτσος του Χριστάκη, 18 χρόνων τότε, μικρόσωμος μεν αλλά θαρραλέος, προσδέθηκε με άλλους δύο στα μεταλλικά κάγκελα του γιοφυριού, ρίχτηκε στα ορμητικά νερά του ποταμού και γλίτωσε από τα λασπόνερα τρία άτομα.

Το θλιβερό γεγονός έγινε γνωστό παγκύπρια με συμπαράσταση ηθική και υλική από τα οργανωμένα σύνολα.

Οι δημοσιογράφοι που επισκέφθηκαν την περιοχή για να περιγράψουν την κηδεία άκουγαν από μακριά τα κλάματα ολόκληρου του χωριού.

Το γεγονός μαθεύτηκε και στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση της «Ελεύθερης Ελλάδας» του Βουνού (αντάρτικη κυβέρνηση της Αριστεράς) έστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα.

Το γεγονός κρατούσε σε θλίψη την κωμόπολη της Άσσιας για αρκετά χρόνια.

Ο Ανδρούτσος Χριστάκη, άξιο τέκνο του τόπου του, πέθανε πρόσφατα σε βαθιά γεράματα.

Με την ταπεινή μου αναφορά στον πνιγμό θέλω οι απανταχού Ασσιώτες να φέρουν στη μνήμη τους τον τόπο τους.

 

Αντώνης Μαρμαράς

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy