- Η υπόθεση της 19χρονης Αγγλίδας και τα όσα αναφέρονται στην ετυµηγορία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου έχουν ξεγυµνώσει το σύστηµα
- Χρειάζεται ένας Συντονιστικός Φορέας, ένα ανεξάρτητο σώµα, το οποίο να έχει εκτελεστικές εξουσίες για να εφαρµόζει πολιτικές και ένα ουσιαστικό κονδύλι για να κάνει δράσεις
- Από τη µια οι γυναίκες ξεκίνησαν να µιλούν και να διεκδικούν προστασία, όµως µε τις παραλείψεις και ελλείψεις που υπάρχουν τα θύµατα στερούνται αποτελεσµατικής και άµεσης προστασίας αλλά και στήριξης
- Κανένα βήµα δεν έχει γίνει για εκπαίδευση των αστυνοµικών και υιοθέτηση πρωτοκόλλων, ενώ υποστελεχωµένα είναι και τα ειδικά γραφεία που χειρίζονται τις περιπτώσεις βίας
Της Ελένης Κωνσταντίνου
Λανθασµένοι χειρισµοί, µια πρωτόδικη απόφαση µε κενά, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωµάτων και στο βάθος ένα Σύστηµα που πάσχει.
∆υστυχώς η υπόθεση της 19χρονης Αγγλίδας και τα όσα αναφέρονται στην ετυµηγορία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου έχουν ξεγυµνώσει το σύστηµα. Έχουν φανερώσει ότι δεν υπάρχει εκπαίδευση λειτουργών και άλλων επαγγελµατιών σε θέσεις κλειδιά σε περιπτώσεις βίας ή κακοποίησης, δεν υπάρχουν πρωτόκολλα για να ακολουθούνται και επιπλέον δεν υπάρχει επαρκής υποστήριξη των θυµάτων όχι µόνο κατά το χρόνο που γίνεται η όποια καταγγελία αλλά και αργότερα. Όταν πλέον τα θύµατα θα πρέπει να επανενταχθούν στην κοινωνία, θα πρέπει να ενοικιάσουν σπίτι, να δουλέψουν κ.λπ.
Για να εφαρμοστούν πολιτικές, χρειάζεται ένας ανεξάρτητος φορέας
Η νοµικός και µέλος της Συντονιστικής του ∆ικτύου Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών, Αργεντούλα Ιωάννου, επισηµαίνει µεταξύ άλλων ότι πρέπει άµεσα να διοριστεί ο Συντονιστικός Φορέας για να µπορέσει να υλοποιηθεί η Σύµβαση της Κωνσταντινούπολης .
«Ενώ έχει ψηφιστεί νοµοθεσία για να υλοποιηθεί το βασικό µέρος της Σύµβασης της Κωνσταντινούπολης, χρειάζεται πρώτα να διοριστεί ο Συντονιστικός Φορέας, ένα ανεξάρτητο σώµα το οποίο να έχει εκτελεστικές εξουσίες για να εφαρµόζει πολιτικές και ένα ουσιαστικό κονδύλι για να κάνει δράσεις.
Επίσης, το συντοµότερο δυνατό πρέπει να καταρτιστεί ένα στρατηγικό σχέδιο για την υλοποίηση του ουσιαστικού µέρους της Σύµβασης της Κωνσταντινούπολης. Το ουσιαστικό µέρος αφορά µέτρα πρόληψης, στήριξης των θυµάτων, εκπαίδευσης όλων των λειτουργών που ασχολούνται µε τις ουσιώδεις υπηρεσίες, όπως είναι Αστυνοµία, δικαστικό σώµα, Γραφείο Ευηµερίας. Όλα αυτά φανερώνουν ότι είµαστε πολύ µακριά από την υλοποίηση της Σύµβασης της Κωνσταντινούπολης».
Η έλλειψη πρωτοκόλλων για το χειρισµό υποθέσεων βίας είναι κάτι που προβληµατίζει, ωστόσο η Αργεντούλα Ιωάννου προχωρά ένα βήµα παρακάτω, επισηµαίνοντας ότι δεν υπάρχει αποτελεσµατική και άµεση στήριξη του θύµατος. Επίσης σηµειώνει ότι κανένα βήµα δεν έχει γίνει για εκπαίδευση των αστυνοµικών και υιοθέτηση πρωτοκόλλων, ενώ υποστελεχωµένα είναι και τα ειδικά γραφεία που χειρίζονται τις περιπτώσεις βίας.
«Εκτός από τη σύσταση των ειδικών κλιµακίων-γραφείων βίας, µε τη µετακίνηση αστυνοµικών από τα ΤΑΕ, που και πάλι δεν είναι επαρκώς στελεχωµένα, κανένα βήµα δεν έχει γίνει ούτε για την υιοθέτηση νέων πρωτοκόλλων από την Αστυνοµία για το χειρισµό υποθέσεων βίας κατά των γυναικών ούτε για τον καταρτισµό των αστυνοµικών. Τα ειδικά αυτά γραφεία δεν είναι καν επαρκώς στελεχωµένα, µε αποτέλεσµα να συσσωρεύονται ήδη πάρα πολλές υποθέσεις σε αυτά τα γραφεία. Πλέον παρατηρούµε ότι από τη µια οι γυναίκες ξεκίνησαν να µιλούν και να διεκδικούν προστασία, όµως µε τις παραλείψεις και ελλείψεις που υπάρχουν τα θύµατα στερούνται αποτελεσµατικής και άµεσης προστασίας αλλά και στήριξης».
Ανύπαρκτη η κοινωνική προστασία και στήριξη
Παράλληλα, η Αργεντούλα Ιωάννου αγγίζει και το ζήτηµα της κοινωνικής προστασίας από πλευράς του Γραφείου Ευηµερίας ή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, την ανυπαρξία της κοινωνικής προστασίας.
«Η κοινωνική προστασία από πλευράς του Γραφείου Ευηµερίας είναι ανύπαρκτη, ενώ κανονικά θα έπρεπε ο κοινωνικός λειτουργός να είναι παρών κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, κατά τη λήψη µαρτυρίας και ιδιαίτερα εκεί όπου οι γυναίκες φοβούνται να δώσουν κατάθεση, ή εκεί που δίνουν κατάθεση και την αποσύρουν, θα έπρεπε η υπόθεση να παρακολουθείτο συστηµατικά για κοινωνική στήριξη, για αποµάκρυνση του θύµατος από λειτουργό του Γραφείου Ευηµερίας».
Η υπόθεση της Αγγλίδας έχει ξεγυµνώσει ολόκληρο το σύστηµα, τονίζει η Αργεντούλα Ιωάννου. «Η απόφαση του Ανωτάτου στην έφεση της Αγγλίδας καταδεικνύει και καρατοµεί τον δικαστικό τρόπο προσέγγισης της υπόθεσης και τον τρόπο χειρισµού από την Αστυνοµία αλλά και το ρόλο της κοινωνικής λειτουργού που από προστάτης του θύµατος µετατράπηκε σε µάρτυρα της Αστυνοµίας για να υποστηρίξει ότι η οµολογία της Αγγλίδας για απόσυρση της υπόθεσης ήταν οικειοθελής».
Σύµφωνα µε την Αργεντούλα Ιωάννου, δεν υπάρχουν δοµές θυµατοκεντρικής προστασίας.
«Τα Γραφεία Βίας δεν εξαντλούν τη διερεύνηση σε όλα τα πεδία βίας κατά των γυναικών, αλλά µόνο στην ενδοοικογενειακή βία. Αυτό καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει καµία απολύτως κατάρτιση. Χρειάζονται άµεσα νέα πρωτόκολλα. Πρωτόκολλα για τα οποία θα πρέπει να προηγηθεί διαπραγµάτευση µε την κοινωνία, µε τις γυναικείες οργανώσεις, µε διαφάνεια στη Βουλή. Να διαµορφωθεί µια Επιτροπή από ακαδηµαϊκούς και γυναικείες οργανώσεις, η οποία να διαβουλεύεται µε την Αστυνοµία για να υιοθετηθούν δείκτες ποσοτικοί και ποιοτικοί για την πρόοδο της Αστυνοµίας σε θέµατα διερεύνησης, για την εκπαίδευση της Αστυνοµίας αλλά και για την επάρκεια των πρωτοκόλλων. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για συγκεκριµένες δοµές όπως είναι το Γραφείο Ευηµερίας. Όλα αυτά θα πρέπει να τεθούν κάτω από την οµπρέλα του Συντονιστικού Φορέα».
Παράλληλα, η Αργεντούλα Ιωάννου θέτει και το ζήτηµα της επόµενης ηµέρας για τα θύµατα.
«Τι γίνεται µε τα θυµατα µετά την καταγγελία; Πώς προστατεύονται; ∆εν υπάρχει δοµή προστασίας µε εκπαιδευµένους κοινωνικούς λειτουργούς. Μετά το σπάσιµο της σιωπής και της καταγγελίας οφείλουµε να στηρίζουµε αυτές τις γυναίκες. Ωστόσο χρειάζονται και κονδύλια για να γίνει αυτό. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου γυναίκες καταγγέλλοντας τη βία και εγκαταλείποντας τον θύτη χρειάζεται στη συνέχεια να στεγαστούν ή προχωρούν σε αίτηση για το ΕΕΕ ώστε να µπορούν να λαµβάνουν ένα ποσό για ενοίκιο, που και αυτό καλύπτει ένα µέρος, όµως η αίτησή τους εάν και εφόσον εγκριθεί µπορεί να περάσει ένας χρόνος».
Το σύστημα δοκιμάστηκε και απέτυχε
Στο συµπέρασµα ότι το σύστηµα δοκιµάστηκε αλλά απέτυχε στην υπόθεση της 19χρονης Αγγλίδας κατέληξε και η πρόσφατη συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων της Βουλής, όπου συζητήθηκε το όλο θέµα.
Το όλο ζήτηµα µε αφορµή την πρόσφατη ανατροπή από το Ανώτατο ∆ικαστήριο της καταδίκης 19χρονης για ψευδή καταγγελία βιασµού της από οµάδα Ισραηλινών τουριστών, όπου αποφάνθηκε ότι η νεαρή γυναίκα δεν έτυχε δίκαιης δίκης, έφερε στην επιφάνεια και την ανάγκη υιοθέτησης πρωτοκόλλων στις καταγγελίες για έµφυλη βία.
Η πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων, Ειρήνη Χαραλαµπίδου, επεσήµανε πως εγείρονται σοβαρά ζητήµατα για θέµατα κατάρτισης των ατόµων που δέχονται τις καταγγελίες και τον τρόπο που τις διεκπεραιώνουν, είτε πρόκειται για αστυνοµικούς σταθµούς είτε ανακριτές. «Ποια γυναίκα µετά από αυτή την παρωδία θα µπορέσει µε άνεση να καταγγείλει τέτοιο περιστατικό», διερωτήθηκε η Ειρήνη Χαραλαµπίδου.
Κατά τη συζήτηση οι βουλευτές έκαναν λόγο για «συστηµικό σεξισµό» που διαπερνά όλο το σύστηµα, καθώς και για «µισογυνισµό» και «αποτυχία του κράτους να χειριστεί τέτοια θέµατα».
