Ο Αντρέας Κολοσσιάτης, εθελοντής της 16ης Ιουνίου 1943, θυμάται και αφηγείται στιγμές από τη συμμετοχή του στον πόλεμο κατά του χιτλεροφασισμού
Του Χρήστου Χαραλάμπους
- Η αποστράτευση του Αντρέα Κολοσσιάτη και των άλλων μελών της κομπανίας του, όσων δηλαδή συντρόφων του κατάφεραν να επιζήσουν, έγινε τον Μάιο του ’46. Εφτά δεκαετίες μετά, οι μνήμες παραμένουν αναλλοίωτες και λειτουργούν σαν παρακαταθήκη και πυξίδα ζωής για τις νέες γενιές. Πυξίδα για αγώνα και αποκοπή του δρόμου σε κάθε τι που μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο σε πισωγυρίσματα.
Τους βλέπουμε σε εθνικές επετείους και παρελάσεις να περνούν από μπροστά μας με τα παράσημά τους ή να είναι καθισμένοι στη σειρά, επειδή τα πόδια τους δεν μπορούν πλέον να σηκώσουν το βάρος των χρόνων τους. Στα χειροκροτήματα και τα «λιβανίσματα» τούς ακούς να απαντούν με τη λάμψη που εκπέμπουν μέσα από το θολό βλέμμα τους οι αναμνήσεις των εμπειριών και βιωμάτων τους.
Είναι οι βετεράνοι του μεγάλου πολέμου για την ελευθερία και την απαλλαγή των λαών από τον ναζισμό και τον φασισμό, του πολέμου στον οποίο και η μικρή Κύπρος είχε τη δική της σημαντική συμμετοχή και προσφορά. Είναι από εκείνες τις ανθρώπινες φιγούρες που, καθώς κάθε χρόνο διαπιστώνουμε ότι λιγοστεύουν ανάμεσα μας, νιώθουμε την ανάγκη και την υποχρέωση να συναναστραφούμε μαζί τους και να προλάβουμε να γίνουμε κοινωνοί των εμπειριών και της σκέψης τους.
Έχοντας υπόψη ότι έχει συμπληρώσει τα 97, σκεφτόμουν ότι δεν θα ήταν και τόσο εύκολη στον συνειρμό η κουβέντα μας. Διαψεύστηκα, όμως, γιατί συνάντησα έναν άνθρωπο με μεγάλη διαύγεια σκέψης και εκπληκτική ικανότητα στην αφήγηση και παράθεση λεπτομερειών από τα όσα βίωσε στα μέτωπα του πολέμου. Με περίμενε καθισμένος ανάμεσα σε δύο μεγάλες ιστορικές μορφές που ανάλωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από τη μια ο Τσε Γκεβάρα και από την άλλη ο Άρης Βελουχιώτης, κάτι σαν πιστοποίηση και της δικής του ιδεολογικής ταυτότητας.
Η κουβέντα με τον Ανδρέα Γεωργίου Κολοσσιάτη, όπως ήταν αναμενόμενο, ξεκίνησε από την ιστορική 16η Ιουνίου 1943, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ έριξε το σύνθημα στα μέλη του κόμματος για να καταταγούν εθελοντικά στον συμμαχικό στρατό και να πολεμήσουν τον χιτλεροφασιστικό άξονα.
«Εγώ γράφτηκα στις 19 Ιουνίου, όταν είχαμε συνεδρίαση ο εργατικός τομέας, και στις 30 του μηνός, όταν μας συγκέντρωσαν στα Πολεμίδια, δώκαμε τον όρκο να υπηρετήσουμε όσο θα συνεχιζόταν ο πόλεμος…» μας λέει ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων του, διευκρινίζοντας ότι «κάναμε τρεις μέρες να ορκιστούμε γατί είμαστε πολλοί, περίπου 750 εθελοντές…».
Ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου μοιάζει με ιστορικό βιβλίο που το ανοίγεις και καθώς αρχίζεις να διαβάζεις διαπιστώνεις από τις πρώτες αράδες ότι είναι γραμμένο με αλήθειες και χωρίς περιττολογίες. Μια ιστορική πηγή που δεν σου αφήνει περιθώρια για απορίες και αναζήτηση διευκρινίσεων. Για τριάντα πέντε μέρες, όπως συνεχίζει να αφηγείται ο Αντρέας Κολοσσιάτης, οι εθελοντές που μαζεύτηκαν στα Πολεμίδια, επιδόθηκαν αρχικά στα γυμνάσια του ποδιού και ύστερα, για δυο μήνες, σε γυμνάσια όπλου.
Από τη Συρία στα διάφορα μέτωπα της Ιταλίας
Ξεχωριστή μέρα για τους εθελοντές ήταν η 6η Δεκεμβρίου 1943, ημέρα της αναχώρησης από την Κύπρο. «Μπήκαμε στα αυτοκίνητα στις 10 το πρωί και στις 4 το απόγευμα είμαστε στο Βαρώσι… κι αμέσως μας έβαλαν στο πλοίο χωρίς να ξέρουμε για πού τραβούσαμε… Και πραγματικά ήταν ένα ταξίδι στο άγνωστο, με πολλούς σταθμούς και δοκιμασίες…»
Πρώτος σταθμός ήταν η Χάιφα, όπου μετά από πενθήμερη παραμονή οι Κύπριοι εθελοντές μεταφέρθηκαν με τρένο στην Αίγυπτο. «Μας πήγαν στη Φανάρα όπου μείναμε 8-10 μέρες, οπότε μας ειδοποίησαν ότι όσοι είναι ραφτάδες να ετοιμάζονται για αναχώρηση… Είμαστε 16 ραφτάδες και μας πήγαν στο Χαλέπι της Συρίας και στη συνέχεια πάλι στην Αίγυπτο, όπου μας ετοίμασαν για την Ιταλία, για τον πόλεμο…»
Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισαν στις ιταλικές πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περνούσαν, τους έδιναν ενδεικτικές γεύσεις για τα όσα άφηναν πίσω τους οι βομβαρδισμοί και γενικότερα οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Αντρέας Κολοσσιάτης, όπως και πολλοί άλλοι Κύπριοι, ανήκαν στην κομπανία που χειριζόταν τις μούλες, αυτά τα τετράποδα που σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και σε όλα τα ορεινά μέτωπα, με τη μοναδική υπομονή και αντοχή τους, είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταφορά πολεμικού υλικού και μάλιστα κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να διανύσουν μεγάλες ορεινές αποστάσεις καλυμμένες με χιόνια.
Στο ημερολόγιο που κρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο κ. Αντρέας έχει καταγράψει πολλά περιστατικά που αφορούν τη σκληρή δουλειά που έκαναν οι μούλες, οι οποίες «βουλλούσαν μέσα στη λάσπη και τα χιόνια» ή «έχαναν την ισορροπία τους και έπεφταν φορτωμένες από μεγάλους γκρεμούς και σκοτώνονταν».
Εμπειρίες που δεν πρέπει να βιώσουν οι νέες γενιές
Οι μνήμες του 97χρονου βετεράνου από την πορεία της κομπανίας του στα διάφορα μέτωπα του πολέμου σε περιοχές της Ιταλίας δεν έχουν τελειωμό. Μνήμες από σκληρά κτυπήματα του εχθρού, αλλά και μέρες ευφορίας και ικανοποίησης από επιτυχές των συμμαχικών δυνάμεων.
Μια από τις σκληρότερες εμπειρίες του πολέμου καταγράφηκε τον Μάιο του 1944 όταν, όπως θυμάται, «άρχισε να βρέχει βόμβες από τα κανόνια του εχθρού με στόχο το νοσοκομείο δίπλα από τον κάμπο μας, όπου είχαμε και αποθήκη πολεμικού υλικού και τροφίμων… Από τους κανονιοβολισμούς προκλήθηκε πυρκαγιά και όλη η περιοχή ανατινάχθηκε στον αέρα… Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα θύματα είχαμε εκείνη την ημέρα… Μόνο η κομπανία μου, ξέρω ότι είχε πολλούς τραυματίες και πολλές σκοτωμένες μούλες, ενώ χάσαμε και ένα νέο παιδί που είχε τον αριθμό 19197… Κοιμόταν σε ένα χαράκωμα και η οβίδα τον έκαμε κομμάτια…»
Η αποστράτευση του Αντρέα Κολοσσιάτη και των άλλων μελών της κομπανίας του, όσων δηλαδή συντρόφων του κατάφεραν να επιζήσουν, έγινε τον Μάιο του ’46. Εφτά δεκαετίες μετά, οι μνήμες παραμένουν αναλλοίωτες και λειτουργούν σαν παρακαταθήκη και πυξίδα ζωής για τις νέες γενιές. Πυξίδα για αγώνα και αποκοπή του δρόμου σε κάθε τι που μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο σε πισωγυρίσματα.
Οι νέοι να επαγρυπνούν, ώστε να ανακοπεί η πορεία του νεοναζισμού
Βλέποντας την επικίνδυνη αναβίωση του νεοναζισμού στις χώρες της Ευρώπης και βέβαια στην Ελλάδα, αλλά και στη δική μας μικρή Κύπρο, ο Αντρέας Κολοσσιάτης, που στα καλύτερα χρόνια της νεότητάς του πολέμησε και συνέβαλε στη μεγάλη νίκη κατά του χιτλεροφασισμού, δεν μπορεί παρά να ανησυχεί και να αγωνιά γι’ αυτό που συμβαίνει σήμερα. Και δεν ζητά τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τους νέους, από το να επαγρυπνούν και να μάχονται με κάθε τρόπο, ώστε να ανακοπεί αυτή η ανοδική πορεία όλων όσοι με την παρουσία και τη δράση τους οδηγούν τον κόσμο σε μια νέα καταστροφή.
Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy