“Ες γην εναλίαν Κύπρον”, η ποίηση πήγε στο Μουσείο

ΓΡΑΜΜΕΣ

Ες γην εναλίαν Κύπρον  η ποίηση πήγε στο Μουσείο

Το Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ, Ες γην εναλίαν Κύπρον, διοργανώνεται για τρίτη χρονιά από το Ιδεόγραμμα, στη Λευκωσία και Πλάτρες, από τις 3 έως τις 6 Νοεμβρίου, με τη συμμετοχή 33 δημιουργών από 16 χώρες.

Μια καινοτομία του φεστιβάλ είναι ο ‘διάλογος’ μεταξύ των συγγραφέων με την ιστορία και τον πολιτισμό της Κύπρου. Έχουν προσκληθεί να ‘επισκεφθούν’ διαδικτυακά ή προσωπικά, το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο, να επιλέξουν είτε ένα αντικείμενο, είτε μια χρονική περίοδο, ή ό,τι τους εμπνεύσει, και να γράψουν ένα κείμενο ή ποίημα, το οποίο θα παρουσιάσουν στην εκδήλωση έναρξης του φεστιβάλ, μέσα στο χώρο του μουσείου. 

Παρουσιάζουμε σήμερα ποιήματα των συμμετεχόντων, τα περισσότερα εμπνευσμένα από το Μουσείο.

Η νύφη του Ιούλη

στη Μαριάννα

Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν

Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν

Εφόρησα το μόνον μιαν φοράν

άμπα τζιαι λερωθεί

τζι ύστερις άννοια το ερμάριν κρυφά

τζι εθώρουν το

Σάββατον ξημερώματα εγίνην η Εισβολή

Το νυφικόν έμεινεν πίσω

κρεμασμένον

στην Περιστερωνοπηγήν

Εικοσιμιάν του Ιούλη

Κυριακήν

εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά

 

στον αέραν

Παναγιώτης Νικολαΐδης, Κύπρος

 

 Χτένι / Pecten jacobeus Linnaeus

               [Πλειοκαινική 5– 1,8 εκατ. χρόνια πριν]

Δυο νησίδες

από το φλοιό τον πελαγίσιο

άφρισαν, σαν δράκαινες μαινόμενες

αναδύθηκαν από τον πόθο

αναπνοή ζητώντας

κατόπιν υποβρύχεια χρόνια

λήθης και αφάνειας.

 

Το χτένι εκείνο

που χάιδευε με οίστρο

τα έρποντα μαλλιά σαν φύκια της γοργόνας

απολιθώθηκε, χλώμιασε

και τώρα αναπολεί τα κάλλη

εξατμισμένα

της θαλάσσιας κορασιάς

που μάγευε τα πλήθη.

 

Κάποτε ήταν θάλασσα εδώ

με ρεύματα υγρά

κι υδάτινες αγκάλες.

Τώρα βαρύ πέφτει το χώμα

εκεί που οι ορισμοί

μοιράζουν κι εκτελούν

δύσβατα χωράφια

όπου βρίθουν

έρημα τα λείψανα

πανάρχαιης αρμονίας.

Gaia Zaccagni, Ιταλία (Μετάφραση από την ίδια την ποιήτρια)

 

Δισκίο, 1788 μ.Χ. 

C/1988/119

Αν κοιτάξεις προσεκτικά, κρατώντας την ανάσα σου,

μπορείς σχεδόν να το δεις να βαδίζει

απ’το ένα πράσινο φύλλο στ’ άλλο,

εκείνο το πουλί στο δισκίο απ’ τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

στο Λεβέντειο Μουσείο, το χρυσαφί

το γαλανό στο φτέρωμά του

αντήχησε στο τρέμουλο της κίνησης

που σημαδεύει τον έξω δακτύλιο

σάμπως και αποσπάστηκε απ’ τον καιρό

κι έμεινε ένα μόνο πλάνο

απ’ τη μικρή ταινία μιας ζωής

πριν καν νοηθεί η έννοια ταινία. Το δισκίο,

υφήλιος και συμπαντικός τροχός. Το δισκίο,

λατρευτικό σκεύος. Πάτερ ημών, παρακαλώ

σήμερα θα φάμε, ο ήλιος

θα πέσει κι ύστερα θ’ ανατείλει, κι αν έχουμε ευλογία

εκείνο το πουλί που φευγαλέα είδαμε μόλις χθες

θα ξανάρθει να καθίσει

να τραγουδήσει στο δέντρο μας, κι ο κόσμος

θα γυρίσει ανάποδα απ’ την έκσταση:

το γαλάζιο της θάλασσας στα φτερά του

μερωμένος ήλιος

φωλιάζει στο υπέρλαμπρο του στέρνο.

PatBoran, Ιρλανδία (μετάφραση Δέσποινα Πυρκεττή)

 

Μεταφράζοντας τη Θεά

Ώσπου να διατρυπήσει την κλειδαρότρυπα της κοιλιάς της,

στέκει σαν φρούριο. Μα σύντομα

θα γίνει πύλη που ανοίγει διάπλατα.

Ο πήλινος λαιμός της στενεύει μες στις παλάμες του.

Με τους αντίχειρες σχηματίζει την καμάρα των φρυδιών της

έπειτα οξύνει τη μύτη της σε ράμφος.

Γιατί να δώσεις σε θεά πτηνόμορφο πρόσωπο δίχως φτερά;

Ούτε καν ώμους για ν’ αποσύρει βέλος.

 

Κουρνιάζει η Αστάρτη στον ώμο του πλάστη

καθώς εκείνος πλάθει το μαλακό διαμάντι του κορμιού της: κάθε άξονα

που θα δώσει γοφό και γοφό, κεφάλι, πόδια.

Οι κνήμες της μακραίνουν στο άγγιγμά του. Αποδεσμεύει

τη μια γάμπα απ’ την άλλη. Διαγράφει τα δάχτυλα των ποδιών.

Όταν χαράζει σεμνοτυφία σε ό,τι θα’ πρεπε να ήταν

γυμνό και γυαλιστό, η Αστάρτη αργοσαλεύει.

Την νιώθει σαν αύρα, γαργάλισμα στ’ αυτί του.

 

Είναι συνηθισμένη στις στρογγυλοποιήσεις.

Ξέρει πως τούτα τα ειδώλια δεν είναι τίποτε παρά

αναθήματα φωλιασμένα στον κόρφο του πεθαμένου.

Η γλώσσα είναι σκυλί που αλητεύει στα στενά

για να μας δώσει, αιώνες από τώρα, μπασταρδεμένο ρήμα –

«περιμένω» – μένω κάπου κι αναμένω.

Θα εγκύψει σε αυτόν εδώ τον εαυτό.

Θα αναμένει τη μετάφραση στο ύπαιθρο.

Sandra Beasley, ΗΠΑ (Μετάφραση Δέσποινα Πυρκεττή)

«Πτηνόμορφα γυμνά ειδώλια της θεάς Αστάρτης», Ύστερη Κυπριακή ΙΙ περίοδος (1450-1020 π.Χ.) από τη συλλογή Λητώς και Κωστάκη Σεβέρη, Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας

 

Το πορτραίτο της Αικατερίνης Κορνάρο

Στο μισοσκότεινο δωμάτιο νοσταλγεί

το χαμένο βασίλειο· φιγούρα ασάλευτη,

λίγο σφιγμένη, τα χέρια καλύπτουν το φόβο,

τα μυστικά τη βαραίνουν.

Η γυναίκα, ο χρόνος, το alter ego

σε δυο μάτια βυθισμένα σ’ όποιον

τη συναντά μυστηριακά στη σιωπή.

Είναι στιγμές που γλαφυρά ψιθυρίζει

πως ο θάνατος δεν την άγγιξε.

 

Δρασκελά κάποια ονειρικά βράδια

του μουσείου το γραφικό κατώφλι,

περπατά στα στενά δρομάκια

με το βαθύ κόκκινο φόρεμα

και τα λούσα μιας ζοφερής εποχής.

Αγέρωχη, με το ζήλο του έρωτα

στ’ άσπρο της στήθος, ανασηκώνει

τους ώμους με το παράπονο

παιδούλας δεκατεσσάρων χρόνων.

 

Επιστρέφει όμως βιαστικά πριν το χάραμα

στο αιώνιο καθήκον, γυρνώντας το σώμα

στη δύση, απορημένη στον θελκτικό οίστρο της.

Αθηνά Τέμβριου, Κύπρος

Η Αικατερίνη Κορνάρο ήταν η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου από τις 26 Αυγούστου 1474 ως τις 26 Φεβρουαρίου 1489. Το πορτραίτο της βρίσκεται στο μουσείο Λεβέντη, στη Λευκωσία.

 

Βρετανική  συνέπεια

Είναι ο ίδιος εκείνος χρόνος

που επιπλέει σ’ ένα ρολόι

που μια μέρα φυλάχτηκε σε τσέπη

και υπαγόρευσε τις ώρες στους δρόμους του Λονδίνου,

η γρηγοράδα ενός αιώνα

με τραύματα πολέμου, σχεδόν άπνοα,

συλλεκτικό ρολόι και δείκτες σταματημένοι,

έκθεμα σε μουσείο της παλιάς Λευκωσίας,

είναι ο ίδιος εκείνος χρόνος

με τις ώρες που αποδρούν

αργά σαν τους ερωδιούς

πάνω στα νερά του Σολεντινάμε;

 

Το βράδυ πέφτει στη λίμνη

και στο υδρόβιο προφίλ του

οι μέρες είναι σαν τα λυχνάρια.

Η βαρύτητα του κόσμου

δεν είναι εδώ παρά

η απόδραση ενός κάιμαν προς τα ριζοφόρα.

 

Είναι ο ίδιος εκείνος χρόνος σταματημένος στη Λευκωσία,

έκθεμα σε μουσείο

όπως τα μάτια ενός παιδιού όταν κοιτάει πώς σπάει

η νύχτα του νησιού με χιλιάδες πυγολαμπίδες

και σκέφτεται το μέλλον, κι ύστερα πάει για ύπνο;

Daniel Rodriguez Moya, Ισπανία (Μετάφραση Δέσποινα Πυρκεττή)

 

Όμηρος ο Αοιδός

(απόσπασμα)

Ένα βροχερό απόγευμα,

με πλοίο από πολυταξιδεμένο όνειρο,

ήρθε στο Ρέικιαβικ ο Όμηρος ο αοιδός.

Βάδισε στην αποβάθρα

κι ύστερα πήρε ταξί που τον μετέφερε

σε δρόμους γκρίζους της βροχής

απ’ όπου προσπερνούσαν σπίτια ελεεινά.

 

Στο σταυροδρόμι γύρισε ο Όμηρος ο αοιδός

στον οδηγό και είπε:

«Πώς να το φανταστεί κανείς

πως ζει σ’ αυτή την γκρίζα της βροχής

μονοτονία έθνος παραμυθάδων;»

«Κι όμως, γι’ αυτό ακριβώς» του αποκρίθηκε

«Ποτέ δεν πεθυμάς τόσο πολύ ν’ ακούσεις

μιαν ιστορία απ’τις καλές παρά σαν οι σταγόνες

ραμφίσουν τα παράθυρα».

Einar Már Guðmundsson, Ισλανδία  (Μετάφραση Δέσποινα Πυρκεττή)

 

Παραδόσιακο νυμφικό 

Σα διάφανη αρχαία κόρη

στέκεις ,  ολομέταξο ,

στο χέρι κεντημένο ,

με της ψυχής κλωστές .

 

Ξέρω  πως κάποτε ,

μέσα στης νύχτας τη σιωπή ,

σαν έν ανάλαφρο πανί ,

σ άλλους καιρούς ,

σαλπάρεις .

 

Τα πλουμιά σου τότε

γίνονται ,

μικρά λευκά  αστέρια ,

που λάμπουν ξανά ,

στου γάμου εκείνου ,

τις χαρές .

Νέαρχος Κληρίδης, Κύπρος  

Παραδοσιακό Νυμφικό , από τη Πάφο . ( Λεβέντειο  Δημοτικό Μουσείο , Λευκωσία ) .

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy