«Έτσι έζησα την κόλαση στα χέρια του πρώην συζύγου μου»

  • «Και γιατί δεν τον χωρίζεις;» Η ανευθυνότητα των Αρχών που θυμίζει μέρες… 2019
  • Ο ρόλος των αστυνομικών θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής έρευνας από τη Δικαιοσύνη

 

Του Κυριάκου Λοΐζου

Η ιστορία της Σ.Ζ. είναι αληθινή. Και αυτό αναφέρεται, διότι τα όσα ανατριχιαστικά έζησε στα χέρια του πρώην συζύγου της για σχεδόν τρεις δεκαετίες, ή τα διαβάζουµε στις ειδήσεις ή τα βλέπουµε σε σειρές σε διαδικτυακές πλατφόρµες.

Ξύλο, λεκτική – ψυχολογική βία, απειλές µε όπλα και µαχαίρια, βασανιστήρια, και ένα κράτος το οποίο δεν είναι σε θέση να προστατεύσει µία γυναίκα – θύµα ενδοοικογενειακής βίας. Από την Αστυνοµία µέχρι τη ∆ικαιοσύνη.

«Για πάνω από 25 χρόνια ζούσα µε έναν άνθρωπο ο οποίος µε κακοποιούσε συστηµατικά όλο αυτό το διάστηµα, σχεδόν καθηµερινά. Λεκτικά και σωµατικά, ό,τι µπορείτε να φανταστείτε», είπε η Σ.Ζ. στη «Χαραυγή».

Η πρώτη φορά που αποφάσισε να µιλήσει στην Αστυνοµία ήταν το 2014. «Μετά από παρακίνηση της µεγάλης µου κόρης, βρήκα τη δύναµη και έκανα καταγγελία στην Αστυνοµία, διότι πλέον η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Με έβαλε κάτω, έστρεψε το κυνηγετικό όπλο πάνω µου και απείλησε ότι θα µε σκοτώσει. Μετά από αυτό πήγα στην Αστυνοµία».

Μετά από την καταγγελία σε αστυνοµικό σταθµό της επαρχίας Λευκωσίας, οι Αρχές κατάσχεσαν τα κυνηγετικά όπλα του Χ, ενώ ο ίδιος υποσχέθηκε στο θύµα ότι θα άλλαζε και ότι δεν θα επαναλάµβανε παρόµοια συµπεριφορά… την οποία είχε για πάνω από µία 20ετία.

Η Σ. απέσυρε την καταγγελία, ο ίδιος συνέχισε να την χτυπά, και ο κύκλος βίας συνεχίστηκε για µεγάλο διάστηµα. «Προσπάθησα να απαλλαγώ πολλές φορές, αλλά για διάφορους λόγους δεν µπορούσα, είναι πάρα πολύ δύσκολο, δεν µπορώ να το εξηγήσω. Ένιωθα απελπισµένη, διότι ο περίγυρος είχε τη γνωστή στάση που έλεγε “µα γιατί το θυµήθηκες τώρα”;» είπε η Σ.Ζ., προσθέτοντας ότι το 2015 ήταν η πρώτη φορά που έκανε αίτηση διαζυγίου, µετά από παρόµοια εγκληµατική συµπεριφορά του συζύγου.

Ο «µύθος» της πατριαρχίας και η γυναίκα – κτήµα του «ανδρός»

Η Σ. πήγε για άλλη µία φορά στον αστυνοµικό σταθµό και ο αξιωµατικός υπηρεσίας τής είπε «πρέπει να χωρίσεις», ενώ δεν παρέλειψε να την παρακινήσει να φύγει από το σπίτι, χωρίς ωστόσο να λάβουν κάποια ουσιαστικά µέτρα για την προστασία της, παρά τις τόσες σοβαρότατες καταγγελίες.

Από τότε η Σ. ξεκίνησε να υψώνει ανάστηµα, µε όσες δυνάµεις είχε, και όταν µία µέρα τού είπε «αν µε ξαναγγίξεις, θα σε καταγγείλω και δεν θα αποσύρω την καταγγελία», ο θύτης απάντησε χαρακτηριστικά: «Εγώ θα σε δέρνω και κανείς δεν µπορεί να µε αγγίξει, δεν µπορεί κανείς να µου κάνει τίποτα!»

 

 

Τι τον έκανε, όµως, να δώσει αυτή την απάντηση, χωρίς πραγµατικά να φοβάται τίποτα;

«Στον ίδιο αστυνοµικό σταθµό (για τον οποίο έχουν υπάρξει κι άλλες καταγγελίες) είχα πάει ένα βράδυ αφού είχα φάει πάρα πολύ ξύλο. Ήρθαν και τα παιδιά µου ως µάρτυρες, παρουσία και του συζύγου. Όταν τον ρώτησαν “για ποιο λόγο τη δέρνεις την γυναίκα σου”, αυτός απάντησε “δική µου γυναίκα είναι, ό,τι θέλω την κάνω, κι άµα µου κάνει κέφι θα την σκοτώσω, όπως έπαθε η Χ. στην περιοχή του Κ.”» (περίπτωση γυναικοκτονίας).

Η αντίδραση των αστυνοµικών στην προφανή απειλή για τη ζωή της Σ. ήταν να µη φοβάται και ότι «είναι σαν το σκυλί που γαβγίζει, τίποτα δεν θα κάνει»… μετά από τόσες καταγγελίες για άγριο ξύλο, απειλές µε όπλα κ.λπ. Ξεκάθαρα ο θύτης δήλωσε πως έδερνε τη γυναίκα του µόνο και µόνο επειδή είναι κτήµα του.

Η κόλαση µέχρι την «εξαφάνισή» της και η εγκληµατική αντιµετώπιση από την Αστυνοµία

Ο Χ. εξακολουθούσε να χτυπά τη Σ. και στο διάστηµα εκείνο η γυναίκα είχε προβεί σε πολλές καταγγελίες. «Τις περισσότερες φορές πήγαινα στον ίδιο αστυνοµικό σταθµό και η αντιµετώπιση ήταν εξοργιστική, αποκαρδιωτική. Ένιωθα υπάνθρωπος, διότι προσπαθούσαν να µειώσουν εµένα αλλά και την κατάστασή µου, λέγοντάς µου “γιατί δε σηκώνεσαι να φύγεις, να ησυχάσει και το δικό µας κεφάλι”;»

Ο Χ. απείλησε εκ νέου το θύµα µετά από ξυλοδαρµό, λέγοντας ότι αν δεν αποσύρει τις καταγγελίες, θα µπει στο δωµάτιο και θα σφάξει την κόρη τους. Όπως είπε η Σ., «φοβήθηκα αλλά δεν απέσυρα τις καταγγελίες. Τότε, µε πήρε τηλέφωνο ο λοχίας του αστυνοµικού σταθµού, ο οποίος είπε ότι ήθελε να µου µιλήσει. Πήγα στο σταθµό και µου είπε: “Σκέφτηκες πολύ καλά αυτό που πας να κάνεις; Σκέφτεσαι ότι θα τραβήξεις στα δικαστήρια τον πατέρα των παιδιών σου;”»

Η Σ., µη έχοντας ψυχική δύναµη, ρώτησε τον λοχία «ποιος θα µε προστατεύσει εµένα από τη στιγµή που ο Χ. απειλεί να µε σκοτώσει», ενώ, όπως πρόσθεσε, ο λοχίας προσπαθούσε να την πείσει να αποσύρει τις καταγγελίες και να µην προχωρήσει την υπόθεση.

«Δεν μπορώ να ζω ελεύθερη και χωρίς φόβο»

«Είδες, τίποτα δεν μπορούν να μου κάνουν…» είχε πει με θράσος ο Χ. στη Σ., ενώ είναι ηλίου φαεινότερο πως οι ευθύνες των αστυνομικών ήταν ασήκωτες και οι χειρισμοί τους σκανδαλώδεις.

Το επόμενο διάστημα το μαρτύριο του θύματος συνεχίστηκε, ενώ το γενικότερο πνεύμα που διακατείχε τον περίγυρό της δεν της έδινε δύναμη, αλλά ούτε και ελπίδα. Από το κλασικό «μα τώρα θυμήθηκες», μέχρι το «κακό όνομα», η Σ. ένιωθε μόνη, ενώ η μόνη υποστήριξη που είχε και εξακολουθεί να έχει είναι των παιδιών της. «Δεν μπορώ να ζω ελεύθερη, χωρίς φόβο και άγχος, αφού μπορεί απλά ένα βράδυ να μπει στο σπίτι και να με σκοτώσει», είπε η Σ.

Η Σ. είναι μία από τις χιλιάδες περιπτώσεις γυναικών οι οποίες ζουν υπό συνεχή τρόμο ως υποψήφια θύματα κάθε μέρα που περνά.

Το τελευταίο βράδυ πριν «εξαφανιστεί», η Σ. για άλλη µία φορά χτυπήθηκε άσχηµα από τον Χ., και αφού πήγε στον αστυνοµικό σταθµό, κατάφερε τελικά και πήγε στο σπίτι της κόρης της, κι από κει σε ένα καταφύγιο για υποστήριξη ατόµων που υπέστησαν ενδοοικογενειακή βία.

 

Μία «π@@τάνα», με κίνδυνο τη ζωή της

«Μέχρι να έρθει η μέρα της κλήτευσης στο δικαστήριο, τα πράγματα έγιναν αφόρητα», είπε το θύμα. «Τα παιδιά μου είχαν φύγει από το σπίτι, πλην του γιου μου, ο οποίος έμενε πολλές φορές μαζί μου για να με προστατεύσει. Τις τελευταίες δύο φορές που με χτύπησε πριν φύγω από το σπίτι, με χτύπησε την ώρα που κοιμόμουνα», είπε.
Ο Χ. προσπαθούσε να την προκαλέσει με διάφορες προφάσεις. «Ένα βράδυ βλέπαμε τηλεόραση και μου είπε “τι την κοιτάς αυτήν, π@@τάνα σαν εσένα είναι”. Δεν του απάντησα και πήγα στο δωμάτιό μου. Ήρθε, με γρονθοκόπησε στο κεφάλι, λέγοντάς μου ότι έτσι γουστάρει. Τότε, ξημερώματα Χριστουγέννων, έφτασα στον αστυνομικό σταθμό. Τον κάλεσαν, έδωσε κατάθεση και για άλλη μία φορά αφέθηκε ελεύθερος και σκέφτηκα ότι ξανά είμαι έρμαιο στις ορέξεις του».

Μία ∆ικαιοσύνη απούσα, που «οπλίζει» τα επικίνδυνα χέρια  

Όταν η υπόθεση έφτασε επιτέλους στο δικαστήριο, η ποινή που επιβλήθηκε στον δράστη ήταν φυλάκιση µε τριετή αναστολή. Απόφαση η οποία δεν δίνει κανένα δίχτυ προστασίας στο θύµα, και γενικότερα στα θύµατα, αφού ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ ήταν «στη διακριτική του ευχέρεια» να βιαιοπραγήσει ξανά.

Πριν από µερικές µέρες, το ίδιο πρόσωπο βρέθηκε και πάλι στο εδώλιο για άλλα περιστατικά βίας µε θύµα τη Σ. Η ποινή, µία από τα ίδια: Φυλάκιση µε τριετή αναστολή, µε τον θύτη να είναι και πάλι ελεύθερος, ενώ κανείς δεν γνωρίζει την ψυχική κατάστασή του.

Η Σ. ζει αυτή τη στιγµή σε κρυφή τοποθεσία, αφού δεν νιώθει ασφαλής.

Τα ερωτήµατα προς την Αστυνοµία και τη ∆ικαιοσύνη είναι αµείλικτα: Ποιος, και µε ποια δικαιολογία, εγγυάται την ασφάλειά της Σ. αλλά και της κάθε κοπέλας που δεν βρίσκει το δίκιο της; Με ποια κριτήρια παίρνονται οι αποφάσεις στα δικαστήρια για παρόµοιας φύσης περιστατικά; Ποιος θα ελέγξει και θα καλέσει τους αστυνοµικούς για απολογία, όταν προσπαθούσαν να πείσουν το θύµα να αποσύρει τις κατηγορίες αντί να την προστατεύσουν και να συλλάβουν άµεσα τον Χ.;

Τα στοιχεία είναι πολλά, εµείς θα επανέλθουµε µε νέο ρεπορτάζ και ευελπιστούµε να ευαισθητοποιηθούν οι αρµόδιοι.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy