Ευδοκία Λοΐζου-ΡΙΚ: «Όχι» από Ανώτατο στην έφεση της δημοσιογράφου – Το σκεπτικό της απόφασης

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της δημοσιογράφου Ευδοκίας Λοΐζου, για έκδοση διαταγμάτων, που να αφορούν – κατά τον ισχυρισμό της- υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της.

Υπενθυμίζεται ότι η δημοσιογράφος Ευδοκία Λοΐζου εργαζόταν στο Ραδιοφωνικό  Ίδρυμα  Κύπρου (ΡΙΚ) και ασθένησε το 2007 με ιογενή εγκεφαλίτιδα (μόλυνση με φλεγμονή στον εγκέφαλο), συνεπεία των συνθηκών εργασίας που επικρατούσαν τότε στο ΡΙΚ.

Με είκοσι επτά από τις αξιώσεις, η Ευδοκία Λοΐζου επεδίωξε κατ’ έφεση να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η Δημοκρατία δεν της απέδωσε ωφελήματα και αποζημιώσεις, για την αντιμετώπιση της ασθένειάς της.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι εν λόγω αξιώσεις στρέφονται κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, (η Δημοκρατία), δια του εφεσίβλητου Γενικού Εισαγγελέα, (ο εφεσίβλητος). Σχετίζονται όλες με την «επαγγελματική ασθένεια» της εγκεφαλίτιδας, από την οποία η εφεσείουσα υποφέρει, έχοντας προσβληθεί από αυτήν καθ’ ον χρόνο εργαζόταν στο μολυσμένο περιβάλλον των εργοδοτών της, δηλαδή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου.

Όπως προσθέτει η απόφαση του Δικαστηρίου «τούτο δε, κυρίως, δια της παραλείψεώς της να εισαγάγει, ως είχε υποχρέωση να πράξει, στο ημεδαπό δίκαιο νομοθεσίες, προς ενσωμάτωση των  ευρωπαϊκών νομοθεσιών, που αφορούν περιπτώσεις όμοιες με τη δική της», ενώ συμπληρώνει ότι «σε μια αξίωση μόνο, υπό την αρίθμηση ΣΤ, η εφεσείουσα αξιώνει ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, για κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της, ως εκ των πιο πάνω παραλείψεων της Δημοκρατίας, ενώ στη θεραπεία υπό την αρίθμηση ΙΙΙΒ αξιώνει απλώς αποζημιώσεις, χωρίς να καθορίζει το λόγο προς τούτο».

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι κάποιες από τις αξιώσεις της εν λόγω δημοσιογράφου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο γενικές στη διατύπωσή τους και, κατά συνέπεια, ασαφείς ως προς το τι είναι που ζητείται από τον εφεσίβλητο να πράξει.

«Ο κανόνας επιβάλλει πως με την έκδοση ενός διατάγματος πρέπει να βεβαιώνεται ότι τούτο είναι απόλυτα σαφές ως προς το απαγορευτικό ή προστακτικό μέρος του. Πρέπει, δηλαδή, να είναι ευλόγως δυνατό το πρόσωπο προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται να αντιληφθεί, με βεβαιότητα, τι είναι που απαιτείται από το ίδιο να αποφύγει ή να πράξει, αναλόγως της περίπτωσης», σημειώνει το Δικαστήριο.

Προσθέτει ακόμα πως «η οποιαδήποτε ασάφεια στο διάταγμα καθιστά, εκ προοιμίου, αδύνατη τη δέουσα συμμόρφωση με αυτό», συμπληρώνοντας πως «κατ’ επέκταση, αδύνατη είναι και τυχόν αξίωση για εξαναγκασμό προς τούτο του προσώπου προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται».

Τοιουτοτρόπως, το διάταγμα, ουσιαστικά, είναι άνευ αντικειμένου. Τέτοια είναι η περίπτωση, εν προκειμένω, με τα πιο πάνω, υπό αναφορά, αιτητικά. Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

Το Ανώτατο καταλήγει με μια «τελευταία παρατήρηση: Σε σχέση προς την υπό αναφορά αγωγή, πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα δικονομικά μέτρα, ώστε αυτή, δεδομένης της φύσεως της διεκδίκησης που προβάλλει, να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα και να περατωθεί το συντομότερο δυνατό».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy