Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο: Η φορολογική πολιτική της ΕΕ δεν συνάδει με τους κλιματικούς στόχους

Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σχετίζονται με την φορολογία του τομέα της ενέργειας δεν εναρμονίζονται με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, σύμφωνα με επισκόπηση των διαθέσιμων στοιχείων από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ECA).

Οι ελεγκτές περιγράφουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των πολιτικών για τη φορολογία της ενέργειας και τις ενεργειακές επιδοτήσεις, και συγκεκριμένα όσον αφορά τη διασφάλιση συνοχής στη φορολογία της ενέργειας σε όλους τους τομείς και τους φορείς ενέργειας, τη μείωση των επιδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα και την εναρμόνιση των στόχων για το κλίμα με τις κοινωνικές ανάγκες.

Στην επισκόπηση, η οποία έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (https://www.eca.europa.eu/el/Pages/DocItem.aspx?did=60760), οι ελεγκτές αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι ενέργειας, οι ανθρακούχες εκπομπές και οι ενεργειακές επιδοτήσεις συνάδουν με τους στόχους της ΕΕ για το κλίμα.

Οι ελεγκτές σημειώνουν πως η επισκόπηση δεν αποτελεί έκθεση ελέγχου, αλλά αξιολόγηση με αξιοποίηση προηγούμενες εργασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου στους τομείς της ενέργειας, της κλιματικής αλλαγής και της φορολογίας. Η επισκόπηση κάλυψε την περίοδο από το 2008 έως τον Ιούλιο του 2021.

Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση, η φορολόγηση της ενέργειας μπορεί μεν να υποστηρίξει τις προσπάθειες που γίνονται για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ωστόσο τα σημερινά επίπεδα φορολογίας δεν αποτυπώνουν τον βαθμό ρύπανσης τον οποίο προκαλούν οι διάφορες πηγές ενέργειας.

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, οι επιδοτήσεις της για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σχεδόν τετραπλασιάστηκαν κατά την περίοδο 2008-2019, ενώ οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα παρέμειναν σταθερές.

Αυτή τη στιγμή ωστόσο, 15 κράτη μέλη δαπανούν περισσότερα κεφάλαια σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων απ’ ό,τι σε επιδοτήσεις ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Μάλιστα οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων παρέμειναν σχετικά σταθερές την τελευταία δεκαετία παρά τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ορισμένων κρατών μελών για σταδιακή κατάργησή τους.

«Η φορολογία της ενέργειας, η τιμολόγηση των ανθρακούχων εκπομπών και οι ενεργειακές επιδοτήσεις αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Η κύρια πρόκληση, κατά τη γνώμη μας, είναι το πώς θα ενισχύσουμε τις σχέσεις μεταξύ κανονιστικών και οικονομικών μέτρων καθώς και το πώς θα επιτύχουμε τον σωστό συνδυασμό τους», δήλωσε με αφορμή την δημοσιοποίηση της επισκόπησης ο Viorel Ştefan, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την επισκόπηση.

«Με την επισκόπησή μας στόχος μας είναι να συμβάλουμε στη συζήτηση σχετικά με τις τιμές της ενέργειας και την κλιματική αλλαγή και, ειδικότερα, στον επικείμενο διάλογο γύρω από την προτεινόμενη αναθεώρηση της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας» πρόσθεσε.

Όπως υπενθυμίζεται, η Επιτροπή σχεδιάζει την ευθυγράμμιση της ενεργειακής φορολογίας με τους στόχους για το κλίμα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του στόχου να καταστεί η Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050. Η διαδικασία αυτή εμπεριέχει σειρά προκλήσεων, ενώ για την τελική έγκριση της αναθεώρησης θα χρειαστεί η ομόφωνη συμφωνία των κρατών μελών στο Συμβούλιο της ΕΕ.

Μια από τις προκλήσεις, σημειώνεται, είναι να διασφαλιστεί η συνοχή ιδιαίτερα στους φορείς φορείς ενέργειας που έτυχαν ευνοϊκότερης μεταχείρισης στο παρελθόν. Αυτή τη στιγμή, προστίθεται, οι περισσότερο ρυπογόνες πηγές ενέργειας έχουν περισσότερα φορολογικά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, ο άνθρακας φορολογείται λιγότερο από ό,τι το φυσικό αέριο και ορισμένα ορυκτά καύσιμα φορολογούνται πολύ λιγότερο από την ηλεκτρική ενέργεια.

Όπως τονίζεται, οι χαμηλές τιμές ανθρακούχων εκπομπών και οι χαμηλοί φόροι ενέργειας στα ορυκτά καύσιμα αυξάνουν το σχετικό κόστος των πιο πράσινων τεχνολογιών και καθυστερούν την ενεργειακή μετάβαση.

Ειδικότερα σε σχέση με τις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, αναφέρεται πως αυτές υπερβαίνουν σήμερα τα 55 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

«Η σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων έως το 2025, στόχος για τον οποίο έχουν δεσμευθεί η ΕΕ και τα κράτη μέλη της, θα αποτελέσει μια δύσκολη από κοινωνική και οικονομική άποψη μετάβαση» υπογραμμίζεται.

Η μετάβαση σε βιώσιμες πηγές ενέργειας ενδέχεται ακόμα να εμποδιστούν από την καλλιέργεια αντιλήψεων για άνιση μεταχείριση ορισμών ομάδων ή τομέων, καθώς – μεταξύ άλλων – ο αντίκτυπος της φορολογίας της ενέργειας στα νοικοκυριά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αντιδράσεις κατά των φόρων ενέργειας.

Οι ελεγκτές επισημαίνουν πως τα ποσά που δαπανούν τα νοικοκυριά στην ενέργεια (μεταξύ άλλων για θέρμανση και μεταφορές) διαφέρουν σημαντικά, με τα ποσά να ξεπερνούν το 20% των εισοδημάτων σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στα φτωχότερα νοικοκυριά στην Τσεχία και τη Σλοβακία.

Οι ελεγκτές υπενθυμίζουν τις συστάσεις για μέτρα που έχουν ήδη γίνει από διάφορους διεθνείς οργανισμούς για μείωση του κίνδυνου να απορριφθούν οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως η μείωση άλλων φόρων και εφαρμογή μέτρων αναδιανομής, διασφαλίζοντας παράλληλα μεγαλύτερη διαφάνεια και επικοινωνία σχετικά με το σκεπτικό των μεταρρυθμίσεων.

Σε σχέση με την πρόταση την οποία κατέθεσε η Κομισιόν τον Ιούλιο του 2021 στο πλαίσιο των νομοθετικών μέτρων του πακέτου «Fit for 55», και στην οποία περιλαμβάνεται η πρόταση για αναθεώρηση της οδηγίας που αφορά τη φορολογία της ενέργειας, οι ελεγκτές επισημαίνουν πως στην πρόταση η Κομισιόν «εξακολουθεί να επιτρέπει στα κράτη μέλη να μειώνουν τους φορολογικούς συντελεστές της ενέργειας σε ορισμένους τομείς, για λόγους περιβαλλοντικούς, ενεργειακής απόδοσης και ενεργειακής φτώχειας».

«Η δέσμη περιλαμβάνει, επίσης, πρόταση για τη διεύρυνση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, ώστε να καλύπτει τις θαλάσσιες μεταφορές, και εισάγει χωριστό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών για τις οδικές μεταφορές και τα κτίρια» προστίθεται.

Υπενθυμίζοντας πως με το σημερινό σύστημα τα δωρεάν δικαιώματα εμπορίας εκπομπών «επιτρέπουν σε κάποιους συμμετέχοντες στην αγορά να μην καταβάλλουν το μερίδιό τους για ορισμένες εκπομπές CO2», οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι η σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων που συνδέονται με τον κίνδυνο διαρροής άνθρακα (δηλαδή την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως αποτέλεσμα της μεταφοράς της παραγωγής σε χώρες με λιγότερο αυστηρούς περιορισμούς όσον αφορά τις εκπομπές) συνοδεύεται από την προτεινόμενη σταδιακή εφαρμογή του μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα, η οποία αφορά την τιμολόγηση των ανθρακούχων εκπομπών που προέρχονται από εισαγωγές ορισμένων αγαθών.

Αναφορικά με τις πιο πάνω προτάσεις, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σημειώνει πως κατά τη συζήτησή τους οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο τους στόχους για το κλίμα όσο και τον κοινωνικό αντίκτυπο.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy