
Του Δρος Αμβρόσιου Προδρόμου*
Η συνεχιζόμενη άνοδος της τιμής του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο έχει αναπόφευκτα επιφέρει σημαντική άνοδο στην αύξηση του κόστους ενέργειας τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις.
H αύξηση θα οδηγήσει σε σημαντικά προβλήματα, τα οποία η κάθε χώρα ξεχωριστά θα πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα, αφού σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος συστημικών προβλημάτων στην παγκόσμια οικονομία με μείωση της ζήτησης, ιδιαίτερα σε προϊόντα και υπηρεσίες που δεν θεωρούνται πρώτης ανάγκης. Για τις επιχειρήσεις αυτό θα είναι καταστροφικό, αφού θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι οι απώλειες θέσεων εργασίας θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Η απότομη αλλαγή της τιμής του πετρελαίου, ήταν αναμενόμενη. Αναμενόμενη, αφού οι συνεχιζόμενοι αναγκαστικοί εγκλεισμοί (κοινώς lockdowns) επέφεραν σημαντική μείωση στη ζήτηση του πετρελαίου αλλά και όλων των άλλων υπηρεσιών και προϊόντων. Η μείωση αυτή φάνταζε ως δώρο, αφού πολλοί το εξέλαβαν ως μια μόνιμη μείωση, κάτι το οποίο φυσικά δεν θα μπορούσε να καταστεί δυνατό. Παράλληλα, πολλοί έγκριτοι οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές ανά το παγκόσμιο έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου και ανέφεραν ότι η πιθανή απότομη μείωση της τιμής θα επέφερε και την απότομη αύξηση (πιο γνωστή και ως V για όσους ασχολούνται με τη στατιστική). Το μεγάλο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι ότι έχουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας απωλέσει σημαντικό μερίδιο από το εισόδημά τους, ενώ παράλληλα έχουν να αντιμετωπίσουν τιμές ενέργειας οι οποίες είναι κοντά σε αυτές της προ-πανδημίας περιόδου. Παράλληλα, για τις οικογένειες οι οποίες έχουν δει τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς να χάνουν τη θέση εργασίας τους, αριθμός που ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο και είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να μας ανησυχήσει σε διάφορα επίπεδα.
Το πρώτο είναι πώς αντιμετωπίζουμε σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τα προβλήματα των οικογενειών αυτών, αφού το κοινωνικό πρόσωπο δεν μπορεί να είναι απόν από μια τέτοια δύσκολη συγκυρία. Από την άλλη, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί –επιτέλους– το πρόβλημα στη ρίζα του και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από τη μείωση του κόστους ενέργειας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει κατά την τελευταία 20ετία μια σειρά από πολιτικές και άλλες ενέργειες οι οποίες συγκρινόμενες με άλλες προηγμένες οικονομίες όπως είναι οι ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Αυστραλία, Καναδάς κ.λπ., είναι σε πολύ καλύτερο σημείο. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε φτάσει στην πλήρη απεξάρτηση από τις συμβατικές πηγές ενέργειας και την πλήρη μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Παρά το γεγονός ότι η Ένωση έχει αναπτύξει κοινές πολιτικές και ενέργειες οι οποίες θα πρέπει να εφαρμοσθούν από όλα τα κράτη-μέλη, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο ποσοστό εφαρμογής τους από την κάθε χώρα, και αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να μας ανησυχεί, τόσο σαν Κυπριακή Δημοκρατία όσο και σαν Ένωση.
Οι χώρες της Σκανδιναβίας είναι πολύ μπροστά στο συγκεκριμένο θέμα, όπως και στα περισσότερα, δείχνοντας το δρόμο και στους υπόλοιπους. Με πολύ χαμηλό ποσοστό ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια του χρόνου, οι περισσότερες χώρες της περιοχής, με προεξάρχουσα τη Σουηδία, έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από τις συμβατικές πηγές ενέργειας, με την πρωτεύουσα της Σουηδίας, τη Στοκχόλμη, να έχει θέσει στόχο από το 2017 να έχει απεξαρτηθεί πλήρως μέχρι το 2030. Περιττό να πούμε ότι ήδη είναι μπροστά από τον προκαθορισμένο χρόνο. Παράλληλα προγράμματα έχουν αναπτύξει και οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής, δείχνοντας το δρόμο για την υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως τη νότια, που παρόλο ότι έχει μεγάλη διάρκεια ηλιοφάνειας, δεν έχει καταφέρει να την αξιοποιήσει. Αυτό αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για τις επιχειρήσεις, για τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως για την όλη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αφού η Ενέργεια αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες εξόδων της κάθε επιχείρησης. Για την Κύπρο τα πράγματα είναι γνωστά, βρισκόμαστε σε πραγματικά άθλια και αξιοθρήνητη κατάσταση, χωρίς ουσιαστικό στρατηγικό σχεδιασμό, με κινήσεις οι οποίες είναι σίγουρα αποσπασματικές και με αποφάσεις να είναι διάσπαρτες σε διάφορα υπουργεία, υπηρεσίες, υπηρεσιακούς, μέσα σε μια υδροκέφαλη διαδικασία η οποία μας σκοτώνει ως οικονομία.
Το να προσπαθούμε, για ακόμη μια φορά, να πάρουμε λεφτά από την ΑΗΚ μπορεί να ακούγεται ωραίο στα αυτιά του πολίτη, αλλά μια τέτοια πολιτική είναι εντελώς λανθασμένη και αφήνει την ίδια την ΑΗΚ εκτεθειμένη. Σίγουρα αυτή είναι μια προσωρινή λύση, αλλά δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτό, αφού θα οδηγήσουμε την ΑΗΚ σε κατάρρευση εάν δεν είμαστε προσεκτικοί. Η λύση είναι μια και μοναδική. Ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός για την πλήρη μετάβαση στις ΑΠΕ. Οτιδήποτε άλλο είναι μπάλωμα των προβλημάτων, χωρίς προοπτική.
*Ακαδημαϊκός – Σύμβουλος Επιχειρήσεων και Εκπαίδευσης
