ΦΑΚΕΛΟΣ : Κράτος-Εκκλησία – Μέρος 2 – Εξουσία και θρησκεία πάνε χέρι – χέρι

Του Πατρίκιου Παύλου

• Με την άτυχη συγκυρία να βρίσκεται στην εξουσία μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής θεωρεί υποχρέωσή του να σκύβει και να φιλά το χέρι του Αρχιεπίσκοπου, η πολιτιστική κληρονομιά και τα μνημεία του κυπριακού λαού βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο

• Ενώ δεν υπάρχει καμιά ηθική ή νομική τεκμηρίωση στην απαίτηση της Εκκλησίας να έχει λόγο σε θέματα εκπαίδευσης, γινόμαστε μάρτυρες μιας απαράδεκτης παρέμβασης του Αρχιεπίσκοπου ακόμα και στο διορισμό του Υπουργού Παιδείας

Σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, από τότε που άρχισαν να λειτουργούν οργανωμένες κοινωνίες, η κάθε φορά «εξουσία» και η «θρησκεία» πήγαιναν χέρι – χέρι. Ο άρχοντας, όποιο τίτλο και αν είχε -«φύλαρχος», «ηγεμόνας», «βασιλιάς», «αυτοκράτορας» ή απλός «αρχηγός»- είτε διεκδικούσε ο ίδιος πως ήταν «θεός» είτε είχε στο πλευρό του κάποιον που διεκδικούσε πως είχε μεταφυσικές δυνάμεις και εξουσίες και παρουσιαζόταν σαν «μάγος» ή σαν αντιπρόσωπος κάποιου θεού. Αυτοί οι ηγεμόνες ήξεραν πως η πειθαρχία και η υποταγή των υπηκόων εξασφαλιζόταν καλύτερα μέσα από το φόβο για τιμωρία ή την ελπίδα για κάποιου είδους ανταμοιβή από κάποιο ανώτερο ον με υπερφυσικές δυνάμεις. Γι’ αυτό οι θρησκευτικοί ηγέτες είχαν πάντα, κατά κανόνα, στενή σχέση με τους πολιτικούς άρχοντες, εξασφάλιζαν ειδικά προνόμια και ασκούσαν σημαντική επιρροή στις κρατικές υποθέσεις.

Όσο οι κοινωνίες αναπτύσσονταν, η επιρροή των θρησκευτικών ηγετών περιοριζόταν και τα προνόμια τους αφαιρούνταν. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, μετά την περίοδο του Διαφωτισμού, όταν οι κοσμικές ηγεσίες άρχισαν να λειτουργούν στη βάση της επιστημονικής γνώσης και του ορθολογισμού, η ανάμιξη των ηγετών της Εκκλησίας στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων άρχισε να περιορίζεται και καθιερώθηκε σταδιακά ο διαχωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία.

Στην Κύπρο η επιρροή της χριστιανικής θρησκείας, από την εποχή της επιβολής του Χριστιανισμού στο νησί μέχρι τη δημιουργία της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960, ήταν κυρίαρχη, και η Εκκλησία, με κάποιες εξαιρέσεις σε κάποια διαλείμματα, ήταν ο μόνος θεσμός που διεκδικούσε την εκπροσώπηση του τοπικού πληθυσμού. Κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η χριστιανική Εκκλησία συνέχισε να έχει προνομιακή θέση και η ιεραρχία αντιμετωπιζόταν από την οθωμανική διοίκηση σαν η ηγεσία των Κυπρίων χριστιανών. Με τον ερχομό και την εγκατάσταση μουσουλμάνων, αλλά και τον εξισλαμισμό μέρους του ντόπιου πληθυσμού, δημιουργήθηκε στην Κύπρο και μια μουσουλμανική κοινότητα, που μετεξελίχθηκε σ’ εκείνο που σήμερα γνωρίζουμε σαν την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως ο διαχωρισμός ανάμεσα στις δυο κύριες κοινότητες του νησιού γινόταν όχι στη βάση εθνοτικών κριτηρίων, αλλά κυρίως στη βάση της θρησκείας των κατοίκων. Έτσι είχαμε – και μάλλον συνεχίζουμε να έχουμε- το παράξενο φαινόμενο, όταν ένας Κύπριος μουσουλμάνος ασπαζόταν τον Χριστιανισμό να τον θεωρούμε Ελληνοκύπριο και αντίστροφα, όταν ένας χριστιανός ασπαζόταν τη μουσουλμανική θρησκεία να τον θεωρούμε Τουρκοκύπριο.

Κατά τη διάρκεια της αποικιακής διακυβέρνησης της Κύπρου από τους Άγγλους, η Εκκλησία συνέχισε να θεωρείται σαν εκπρόσωπος των χριστιανών Κυπρίων και αναγνωρίστηκε επίσης και η εξουσία των μουσουλμανικών θρησκευτικών θεσμών στα θέματα που αφορούσαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου. Στα πλαίσια της γνωστής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε», οι Άγγλοι φρόντισαν να κρατήσουν στεγανά διαχωρισμένες τις δυο κοινότητες κι έτσι, για παράδειγμα, ενώ θεσμοθέτησαν τον πολιτικό γάμο, που κανονικά θα επέτρεπε τους μικτούς γάμους στην Κύπρο, φρόντισαν να βάλουν πρόνοια στον περί Γάμου Νόμο, που έλεγε πως ο νόμος αυτός δεν εφαρμοζόταν στους μουσουλμάνους της Κύπρου. Που σήμαινε ότι αν μέλος της μιας κοινότητας ήθελε να παντρευτεί μέλος της άλλης, έπρεπε να αλλάξει τη θρησκεία του.

 

Ρατσιστικές πρόνοιες

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας συντήρησε τις ρατσιστικές πρόνοιες αφήνοντας τη δικαιοδοσία για θέματα γάμου, διαζυγίου και οικογενειακών σχέσεων στην Εκκλησία για τους Ε/κ και στους μουσουλμανικούς θρησκευτικούς θεσμούς για τους Τ/κ. Όλα τα θέματα προσωπικού θεσμού και όλα τα θρησκευτικά ζητήματα ανατέθηκαν στις δυο Κοινοτικές Συνελεύσεις, οι οποίες βέβαια μετά το 1974 καταργήθηκαν.

Το Σύνταγμα που επιβλήθηκε στον κυπριακό λαό κατοχύρωσε την ανεξιθρησκία αναγνωρίζοντας την ελευθερία και την ισότητα των θρησκειών και αναγνώρισε σαν βασικό ανθρώπινο δικαίωμα την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, ταυτόχρονα όμως παραχώρησε στην Εκκλησία και φυσικά στους αντίστοιχους θρησκευτικούς θεσμούς των Τ/κ, εκτός από τη δικαιοδοσία για το γάμο και τις οικογενειακές σχέσεις, απαράδεκτα προνόμια αναφορικά με την περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή της. Όχι μόνο έδωσε στην Εκκλησία αποκλειστικό δικαίωμα διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας της, αλλά απαγόρευσε κιόλας την απαλλοτρίωση, επίταξη ή επιβολή περιοριστικών όρων σε οποιαδήποτε περιουσία ανήκει σε επισκοπή, μοναστήρι, ναό, ή άλλον εκκλησιαστικό οργανισμό, εκτός μόνο με τη γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής. Είναι γνωστό το πού οδήγησε αυτή η πρόνοια σε σχέση με τις αρχαιότητες που βρέθηκαν σε εκκλησιαστική περιουσία στην περιοχή της Γεροσκήπου. Με την άτυχη συγκυρία να βρίσκεται στην εξουσία μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής θεωρεί υποχρέωσή του να σκύβει και να φιλά το χέρι του Αρχιεπίσκοπου, η πολιτιστική κληρονομιά και τα μνημεία του κυπριακού λαού βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο. Για να προστατευτούν, το λιγότερο που πρέπει να κάνει η πολιτική ηγεσία είναι να προωθήσει άμεσα διαδικασία για την τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε τα προνόμια της Εκκλησίας τουλάχιστο να περιοριστούν μόνο στην περιουσία που χρησιμοποιείται για θρησκευτικούς σκοπούς. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, τα προνόμια της Εκκλησίας εκτείνονται σε όλους τους τομείς, περιλαμβανόμενων και των εμπορικών και όλων των άλλων δραστηριοτήτων της εκκλησιαστικής ηγεσίας.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο, είναι η ανάμιξη της Εκκλησίας στα εκπαιδευτικά θέματα. Ενώ δεν υπάρχει καμιά ηθική ή νομική τεκμηρίωση στην απαίτηση της Εκκλησίας να έχει λόγο σε θέματα εκπαίδευσης, ειδικά σε μια χώρα που σήμερα αποτελεί την πατρίδα πολλών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, γινόμαστε όλοι μάρτυρες μιας απαράδεκτης παρέμβασης του Αρχιεπίσκοπου ακόμα και στον διορισμό του Υπουργού Παιδείας. Βλέπουμε τη σημερινή συντηρητική κυβέρνηση να επιτρέπει ή ακόμα και να υποχρεώνει τους δασκάλους να γεμίζουν τα μυαλά των μαθητών με όλους τους μύθους και τις προκαταλήψεις του θρησκευτικού φανατισμού.

Στον σύγχρονο κόσμο, όσο πιο χαμηλά στην κλίμακα της κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης βρίσκεται μια χώρα, τόσο περισσότερο κυρίαρχη είναι η θέση της θρησκείας στη λειτουργία του Κράτους. Στην Κύπρο, δυστυχώς, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε και πολλά σκαλιά να ανεβούμε. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως σ’ όλο τον κόσμο ο πιο σημαντικός στυλοβάτης του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος ήταν πάντα η θρησκεία και οι θεσμοί της. Η εξουδετέρωση του αντιδραστικού ρόλου της θρησκείας είναι κατά τη γνώμη μου προϋπόθεση για την πραγματική κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy