Γίναµε πρόσφυγες στις 14 Αυγούστου 1974

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη*

Πόσο συγκινούµαι, βλέποντας συνέχεια στο γραφείο µου το πετσετάκι που µου έφτιαξε µε πολλή αγάπη µια αγαπηµένη µου φίλη, συνδηµότισσά µου, µε το βελονάκι, και γράφει «Γίναµε πρόσφυγες στις 14 Αυγούστου 1974».

Μας ρωτάνε αν φέραµε µαζί µας πράγµατα από το σπίτι µας.

Μα αν ξέραµε τι θα γινόταν, θα ξεσηκώναµε ολόκληρο σπίτι. Στο σπίτι µας, ξέραµε αυτοκίνητο τρία άτοµα, ο παπάς µου, ο αδελφός µου και εγώ, έστω και χωρίς άδεια, και θα µπορούσαµε να γεµίσουµε τα αυτοκίνητα που είχαµε και να φύγουµε, αν υποψιαζόµασταν ότι θα υπήρχε τέτοια πιθανότητα. Εµείς, όµως, φύγαµε από τα χαράµατα από το σπίτι µας, µόλις άρχισαν να πετούν τα αεροπλάνα από πάνω µας, για να αποφύγουµε τους βοµβαρδισµούς, αφού είχαµε άσχηµη εµπειρία από την πρώτη εισβολή.

Πήγαµε µαζί µε πολλούς άλλους στο περιβόλι του µ. του Παναγιώτη Χαραλάµπους, του άρχοντα του Λευκονοίκου, στη Μηλιά, κάτω από τα δέντρα. Πήραµε µαζί µας καρπούζι, χαλλούµι και ψωµί για να περάσουµε τη µέρα µας και να γυρίσουµε αργά το απόγευµα.

Φύγαµε, όπως οι πιο πολλοί, µε τις σαγιονάρες. Θυµάµαι ότι φορούσα ένα λουλουδένιο φόρεµα µε τιράντες.

Το απόγευµα ξεκινήσαµε για να πάµε στα σπίτια µας, αφού το βράδυ δεν µπορούσαν να βοµβαρδίσουν. Έξω από τη Μηλιά, µας σταµάτησαν οι στρατιώτες, θυµάµαι τον Βασίλη τον Κυρλιτσιά, που µας είπαν ότι έρχονται οι Τούρκοι στο Λευκόνοικο, γιατί έσπασε η γραµµή της Μιας Μηλιάς και οι Αττίλες ξεχύθηκαν στη Μεσαορία µας. ∆εν περιµέναµε τέτοια εξέλιξη.

Κάποιες Λευκονοικιάτισσες που ζούσαν στη Λευκωσία, έφεραν όλα τα τιµαλφή τους στο πατρικό τους για να τα σώσουν, αφού πίστευαν ότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να φτάσουν µέχρι την κωµόπολή µας. Υπήρχαν, βέβαια, ελάχιστες προνοητικές, που ετοίµασαν, από το προηγούµενο βράδυ, µια βαλίτσα µε ό,τι πολύτιµο είχαν.

Νωπές οι ιστορίες µε τις θηριωδίες, τις ωµότητες και τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι «ειρηνοποιοί» στην Κερύνεια µας. Πού να πάµε στα σπίτια µας;

Έτσι πήραµε το δρόµο της προσφυγιάς. Ένα µεγάλο καραβάνι µε τροχοφόρα γεµάτα κόσµο και τα αεροπλάνα από πάνω µας να µας παρακολουθούν. Αν ήθελαν, µας σκότωναν όλους… Κι εµείς αλαφιασµένοι, φοβισµένοι, τροµοκρατηµένοι.

Επαναλαµβάνω στις γυναίκες του Λευκονοίκου ότι είµαστε πολύ τυχερές που δεν είδαµε µπροστά µας αυτά τα ανθρωπόµορφα τέρατα. Που φύγαµε, προτού πλησιάσουν. Αν τώρα δεν επουλώνεται η πληγή της προσφυγιάς, δεν µπορώ να φανταστώ πώς περνούν τις µέρες τους οι κοπέλες που βίωσαν τον ευτελισµό, την ντροπή και την ατίµωση!

Πρώτος σταθµός µας η Άχνα. Σε σπίτι φίλων, του µ. του Ττοφαλλή, του Χριστόφορου Κωνσταντινίδη, που µας περιποιήθηκε η µ. Χλόη. Γύρω στις 10 µ.µ., ακούστηκε η κραυγή ότι έρχονται οι Τούρκοι στην Άχνα.

Ξανά στο αυτοκίνητο µε προορισµό τις Βάσεις των Άγγλων στη ∆εκέλεια. Κοιµηθήκαµε το βράδυ στο αυτοκίνητο, έξω από ένα σταθµό βενζίνης στην Ξυλοτύµπου. Σαν ξηµέρωσε η µέρα της Παναγίας µας, είδαµε όλους σχεδόν τους γείτονές µας σε άσχηµη ψυχολογική διάθεση, απελπισµένους, χαµένους, όπως κι εµείς. Μα είναι εύκολο να είσαι αφέντης στο σπίτι σου και στα καλά σου, και να σε αναγκάζουν να φύγεις προς το άγνωστο, χωρίς τίποτα;

Ευτυχώς, που είχαµε χρήµατα µαζί µας για τις πρώτες ανάγκες µας.

Πώς πέρασαν όσοι άνθρωποι δεν έφεραν τίποτα µαζί τους ή, ακόµα χειρότερα, έθαψαν τα χρήµατά τους στην αυλή τους, για να µην τα χάσουν;

∆όξα τω Θεώ, επιβιώσαµε, αλλά δεν ξεχάσαµε. ∆εν µπορούµε να ξεχάσουµε τι περάσαµε τον πρώτο καιρό της προσφυγιάς µας, τα πρώτα δίσεκτα χρόνια. Πέρασε τα πάνδεινα ο κόσµος µας. Βεβαίως, µόνο, άµα βιώσεις κάτι, το καταλαβαίνεις. Η φωθκιά τζει που ππέφτει κάφκει!

*∆ήµαρχος Λευκονοίκου

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy