Γλώσσα θνήσκουσα

Του

Δρος Ιωάννη Σ. Χριστοδούλου

 

Αρνήθηκε – και φέτος – η γλώσσα να υπακούσει στην κάλαμο των τελειόφοιτων μαθητών. Τα ελληνικά που άφησαν – κατά μέσο όρο – στο χαρτί των εξετάσεων μοιάζουν με διαμαρτυρία της γλώσσας. Εναντίον ποιων; Εναντίον όχι των μαθητών, οφείλω να πω. Εναντίον του συστήματος διδασκαλίας και εξετάσεων της γλώσσας είναι οι επιδόσεις. Όταν χιλιάδες μαθητές των δημοσίων σχολείων δεν κατανοούν κείμενα που γράφονται για να διαβάζονται, δεν μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα που αφορούν στα κείμενα και δεν βρίσκουν ικανοποίηση στην έκφραση, σημαίνει ότι δεν διδάχτηκαν σωστά το γλωσσικό αντικείμενο και δεν το εξετάζονται ορθολογικά. Δύο είναι τα αντικείμενα στη γλωσσική διδασκαλία: η κατανόηση κειμένων και η έκφραση της σκέψης. Συμπληρωματικά είναι τα αντικείμενα. Το πρώτο συμβάλλει στην επιτυχία στο δεύτερο. Αν δεν ευτυχεί η ανάπτυξη της σκέψης των μαθητών, είναι επειδή χωλαίνει η μάθηση της γλώσσας από τα κείμενα. Δηλαδή, όσο πιο αδιάφορη γίνεται η εξοικείωση με κείμενα λογοτεχνικά και δοκίμια, τόσο περισσότερο αρνητική αποβαίνει η προσπάθεια των μαθητών να εκφραστούν. Δεν γίνεται λόγος, φυσικά, για να διαπρέψουν στην έκφραση. Το ζητούμενο είναι, στοιχειωδώς, να εκφραστούν.

Τι προϋποθέτει η εξοικείωση με τα κείμενα; Κάτι πολύ απλό: την ανάγνωση. Αν οι φοιτητές δεν ξέρουν να γράφουν, είναι επειδή δεν έμαθαν να κάνουν ανάγνωση κειμένων. Αν μάθαιναν, τότε θα ήταν εύκολο να εκφραστούν όπως διαβάζουν. Και τώρα, βεβαίως, εκφράζονται όπως διαβάζουν: αδιάφορα. Η γλώσσα ενός κειμένου αναγνώσιμου, και μάλιστα με λογοτεχνικές ή δοκιμιακές αξιώσεις σημαντικές, ένα πράγμα θέλει για να γίνει κτήμα του μαθητή: τη συνείδησή του. Θέλει ο μαθητής να διαβάζει το κείμενο όπως το έγραψε ο συγγραφέας του. Έτσι πρέπει να διδάσκουν τα κείμενα, φυσικά, οι καθηγητές: ως απόρροια συγγραφικής προσπάθειας αξιόλογης, που την παρακολουθούμε να εξελίσσεται λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, παράγραφο την παράγραφο, με τονισμένα τα σημεία στίξης, και με τα νοήματα έτοιμα να μετουσιωθούν σε ψυχικό περιεχόμενο του κάθε μαθητή.

Αν προδοθεί, όμως, το κείμενο στα χείλη καθηγητών και μαθητών, ο συγγραφέας μένει έξω από την τάξη, έκθετος όχι στις καιρικές συνθήκες αλλά στην αδιαφορία του πληθυσμού της τάξης για τον ίδιο και το έργο του. Όταν έρχεται η ώρα της έκφρασης, φυσικά, η γλώσσα αποδίδει τους καρπούς που συγκέντρωσε από την ανάγνωση και την κατανόηση των κειμένων που γράφτηκαν για να μάθουν όσοι τα διαβάζουν να γράφουν. Αν δεν έχει αποκομίσει το γλωσσικό αισθητήριο των μαθητών αισθήσεις, αναγνωστικά αισθήματα, πώς είναι δυνατό να αποδώσει, όταν θέλουν οι ίδιοι να γράψουν για να συγκινήσουν τους αναγνώστες τους; Η ματαιότητα παραμονεύει, με τον ίδιο τρόπο που συνέχει τον αγρότη που δεν πότισε τα δέντρα του σε περιόδους ανομβρίας και ξεράθηκαν. Έτσι αισθάνεται ο μαθητής, που δεν βρίσκει τίποτε στη συνείδησή του να αποδώσει, όταν πρόκειται να αναπτύξει ένα θέμα.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, από τις εξετάσεις στα Νέα Ελληνικά, είναι ότι οι μαθητές δεν διδάσκονται να διαβάζουν τα κείμενα και γι’ αυτό δεν τα καταλαβαίνουν και γι’ αυτό δεν μπορούν να γράψουν οι ίδιοι ενδιαφέροντα κείμενα. Αν διδάσκονταν σωστά ανάγνωση, θα έπρεπε να εξετάζονται πρωτογενώς στην ανάγνωση στο σχολείο. Θα έπρεπε να καλούνται να γράφουν κείμενα που συνάδουν με τις αναγνωστικές τους επιδόσεις. Θα διαγωνίζονταν έτσι, στο τέλος του σχολείου, σε ένα αγώνισμα οικείο γι’ αυτούς: τη γλώσσα, που τη διδάσκονται υποτίθεται ατέλειωτες ώρες στις αίθουσες και την ασκούν συνέχεια στη ζωή τους. Όμως, αν γινόταν αυτό που πρέπει με τη γλώσσα στο σχολείο, τότε τα παιδιά θα ήθελαν να τους μιλούν όπως θα μάθαιναν να μιλάνε: αργά και όμορφα, όχι λαχανιασμένα και άσχημα. Τότε θ’ αναζητούσαν «συγγραφείς» της καθημερινότητάς τους όπως των σχολικών βιβλίων: τίμιους, ειλικρινείς, αξιοπρεπείς και με υψηλή αισθητική. Κι αυτοί υπάρχουν μόνο στα κείμενα που κακοπαθαίνουν στα χείλη των μαθητών και των καθηγητών τους…

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy