Γνώρισαν την προσφυγιά έφηβοι, τα μαλλιά τους άσπρισαν κι ακόμα η ψυχή τους τρέμει με το άκουσμα της σειρήνας

Βιώματα, μαρτυρίες, αναμνήσεις, πληγές που θα κλείσουν μόνο με την επανένωση της πατρίδας μας

Του Ειρηναίου Πίττα

«Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός», λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Ψέμα. Υπάρχουν πληγές τόσο βαθιές που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν ιαίνονται. Οι πληγές που άφησαν το πραξικόπημα και η εισβολή δεν σβήνουν, είναι ανεξίτηλες στη μνήμη και στην ψυχή. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, οι άνθρωποι που έχουν βιώσει τα γεγονότα αυτά έχουν γνωρίσει νέους τόπους, πρόσωπα, πράγματα, έχουν υποφέρει από ασθένειες σοβαρές ή όχι, προβλήματα μικρά ή μεγάλα, τίποτα όμως δεν μπορεί να απομακρύνει από το μυαλό τους τις μνήμες από τις «μαύρες» μέρες του Ιούλη του 1974. Ζητήσαμε από πρόσφυγες, συμπατριώτισσες και συμπατριώτες μας, να αφηγηθούν τις αναμνήσεις τους από το δίδυμο έγκλημα του 1974. Πιο κάτω σας παρουσιάζουμε τις ιστορίες πέντε προσφύγων από τη Μόρφου, τον Μαραθόβουνο, τον Κοντεμένο, τον Λάρνακα της Λαπήθου και τη Βιτσάδα. Οι ιστορίες τους αφηγούνται την προσφυγιά, την εξαναγκαστική εγκατάλειψη, τα κλάματα, τα αισθήματα αδικίας, τον αγώνα επιβίωσης, το μαράζι, τον καημό και τη νοσταλγία, στοιχεία κοινά με τις ιστορίες όλων των προσφύγων συμπατριωτών μας.

«Χάναμε τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας, τις ζωές μας»

Ο κύριος Κόκος από τη Μόρφου, ο οποίος τον μαύρο Ιούλη του 1974 ήταν 37 ετών, διηγείται ότι πριν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είχε καταλάβει ότι κάτι ετοιμαζόταν από του φασίστες της ΕΟΚΑ Β’ και τους συνεργάτες της, χωρίς όμως να περνά από το μυαλό του το κακό που επρόκειτο να ακολουθήσει.

Αργά το βράδυ, παραμονή του πραξικοπήματος, ένας γνωστός του τούς είπε να φύγουν από το χωριό. «Φύγαμε άρον-άρον, πήραμε πολύ λίγα πράγματα επειδή νομίζαμε ότι θα επιστρέφαμε. Όμως δεν επιστρέψαμε ποτέ. Πήρα την οικογένειά μου και πήγαμε στο Μηλικούρι. Για 10 μέρες μέναμε 4 οικογένειες σε ένα δωμάτιο. Κοιμόμασταν στο πάτωμα. Εκεί μάθαμε για την εισβολή. Από τη μια ήμασταν συγκλονισμένοι επειδή ξέραμε ότι χάναμε τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας, τις ζωές μας. Από την άλλη όμως αισθανόμασταν τυχεροί, αφού δεν κινδύνεψε η ζωή μας. Μετά κάποιοι συγγενείς μας μάς είπαν για ένα σπίτι που είχαν και θα μπορούσαμε να μείνουμε, αφού ήταν ακατοίκητο.

Μείναμε εκεί για 4 χρόνια μέχρι να μας δώσουν σπίτι σε προσφυγικό συνοικισμό. Η ζωή μας ξεκίνησε από το μηδέν. Στο χωριό είχα δική μου επιχείρηση, ήμουν επιπλοποιός. Στην προσφυγιά δούλευα σαν εργάτης μέχρι να ορθοποδήσω και να στήσω ξανά το επιπλοποιείο μου». Ρωτήσαμε τον κύριο Κόκο τι νιώθει όταν ακούει τις σειρήνες: «Μια ταχυπαλμία, ένα τρέμουλο, άγχος. Πολλές φορές προσπάθησα να το ελέγξω αλλά μάταια». Όσον αφορά το μέλλον, μας είπε ότι πολύ δύσκολα βλέπει λύση και εναπόθεσε τις ελπίδες του στη νέα γενιά. «Εσείς πρέπει να προσπαθήσετε να το λύσετε, είναι κρίμα, να πηγαίνετε να βλέπετε τους τόπους μας», λέει και νιώθει ν’ ακουμπά την ελπίδα του στη νέα γενιά.

«Κύριοι, προσέξτε! Ένα ματωμένο ράσο οδηγούσε το καράβι προς τον κομμουνισμό»

Ο κύριος Παντελής από τον Μαραθόβουνο το 1974 ήταν 27 χρονών και διατηρούσε με τον συνέταιρό του μαγαζί στην περιοχή της Ομορφίτας. Όπως αναφέρει, ήταν αρκετά πολιτικοποιημένος, γι’ αυτό και μπορούσε να καταλάβει τους σχεδιασμούς της ΕΟΚΑ Β’ για ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Για τη μέρα του πραξικοπήματος αναφέρει: «Έκλεισα το μαγαζί και προσπάθησα να επιστρέψω στον Μαραθόβουνο, όμως συνάντησα μπλόκο από πραξικοπηματίες.

«Κύριοι, προσέξτε! Ένα ματωμένο ράσο οδηγούσε το καράβι προς τον κομμουνισμό. Οι Τούρκοι δεν είναι εχθροί μας, οι Τούρκοι είναι σύμμαχοί μας. Όπως κρατώ εγώ αυτό το όπλο, το κρατά και ο Τούρκος»

Ανάμεσά τους ήταν και ο συνέταιρός μου. Εγώ δεν είχα καταλάβει σε καμιά περίπτωση ότι ήταν τέτοιος άνθρωπος. Του είπα να με βοηθήσει να επιστρέψω στο χωριό, όμως αρνήθηκε. “Είμαι αστυνομικός τώρα και εκτελώ διαταγές”, είπε. Μετά από δύο μέρες κατάφερα να επιστρέψω στο χωριό μου». Το παράπονο και ο θυμός του κύριου Παντελή για τους πραξικοπηματίες ήταν εμφανή, ενώ ήταν ακόμα πιο έντονος όταν μας μίλησε για την εισβολή.

«Κατά την εισβολή κατατάγηκα ως έφεδρος στο Τάγμα 398 που έδρευε στην Κυθραία. Στρατοπεδεύσαμε στο Τζιάος, στο οποίο βρισκόμασταν μέχρι τη δεύτερη εισβολή. Μετά από διαταγές εγώ και άλλοι έξι μετακινηθήκαμε στη Χαλεύκα για να λειτουργήσουμε ως παρατηρητές. Εκεί ήμασταν μόνοι, αβοήθητοι, χωρίς καμία ενημέρωση για την οπισθοχώρηση. Ξεκινήσαμε μόνοι και πήγαμε στο Λευκόνοικο και από εκεί στον Μαζωτό. Η πιο έντονη μου ανάμνηση είναι τα λόγια ενός Έλλαδίτη αξιωματικού, τα οποία θυμάμαι λέξη προς λέξη: “Κύριοι, προσέξτε! Ένα ματωμένο ράσο οδηγούσε το καράβι προς τον κομμουνισμό. Οι Τούρκοι δεν είναι εχθροί μας, οι Τούρκοι είναι σύμμαχοί μας. Όπως κρατώ εγώ αυτό το όπλο, το κρατά και ο Τούρκος” και μας έδειξε ένα όπλο με τα διακριτικά του ΝΑΤΟ».

Το αίσθημα της προδοσίας που νιώθει ο κύριος Παντελής ξεχώριζε στην αφήγησή του. Μετά την εισβολή κατέληξε με την οικογένειά του σε προσφυγικό συνοικισμό στον οποίο βρίσκεται μέχρι σήμερα. «Οι σειρήνες που ηχούν κάθε χρόνο μου προκαλούν ανατριχίλα. Όσα χρόνια και αν περάσουν το αίσθημα είναι πάντα ίδιο», μας είπε. Όταν του ζητήσαμε να μας μιλήσει για το μέλλον και ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού, εξέφρασε μεγάλη απογοήτευση. «Όπως φαίνεται και η δική μας κοινότητα προωθεί τη διχοτόμηση», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Οι λέξεις πραξικόπημα, εισβολή και πόλεμος μου ήταν άγνωστες»

Η κυρία Λένια, το καλοκαίρι του 1974 ήταν 14 χρονών και βρισκόταν στη Λευκωσία για δουλειά, μακριά από το χωριό της, τον Κοντεμένο. «Οι λέξεις πραξικόπημα, εισβολή και πόλεμος μού ήταν άγνωστες», ήταν το πρώτο σχόλιο όταν της ζητήσαμε να μας μιλήσει για τα βιώματά της. «Ενώ προγευματίζαμε, ακούσαμε εμβατήρια από το ραδιόφωνο. Καταλάβαμε ότι κάτι έγινε, βγήκαμε έξω και είδαμε καπνούς από την περιοχή του Προεδρικού. Μετά ακούσαμε στο ράδιο ότι έγινε πραξικόπημα. Τότε ο εργοδότης μου μού είπε να επιστρέψω στο χωριό. Πήγα προς το άγαλμα για να πάρω λεωφορείο. Εκεί υπήρχε μεγάλος συνωστισμός. Τελικά κατάφερα να φτάσω στο χωριό αργά το απόγευμα», ανέφερε για τη μέρα του πραξικοπήματος. «Μέχρι την εισβολή ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι επειδή μας είχαν επιβάλει κέρφιου. Θυμάμαι ξεκάθαρα τα πρόσωπα όσων γύριζαν στο χωριό με όπλα, απειλώντας χωριανούς μας», συμπλήρωσε με θυμό.

«Τη μέρα της εισβολής γύρω στις 5:15 το πρωί αεροπλάνα περνούσαν πάνω από το χωριό», είπε με βουρκωμένα μάτια. «Όταν έγινε η εισβολή βρήκαμε καταφύγιο στα βουνά, μείναμε κρυμμένοι για 6 μέρες, οκτώ άτομα κάτω από τα δέντρα με ελάχιστο φαγητό και νερό», συμπλήρωσε. «Όταν κόπασαν οι μάχες και οι βομβαρδισμοί επιστρέψαμε στο χωριό, μέχρι τη δεύτερη εισβολή. Το χωριό ήταν σχεδόν αγνώριστο. Όταν ενημερωθήκαμε για τη δεύτερη εισβολή, φύγαμε άρον-άρον. Εγώ ήμουν με τις παντόφλες. Δεν πήραμε πράγματα μαζί μας, γιατί νομίζαμε ότι και αυτή τη φορά θα επιστρέφαμε. Βρήκαμε καταφύγιο για μια νύχτα στην περιοχή της Κάτω Μονής, σε ένα σπίτι κάποιου γνωστού. Την επόμενη βρεθήκαμε στον Αστρομερίτη και μείναμε σε ένα περβόλι. Το επόμενο πρωί μάς ενημέρωσαν ότι θα ήταν καλύτερα να πάμε στα ορεινά. Πήγαμε στην Κακοπετριά και μας έβαλαν σε ένα εστιατόριο που είχε επιταχθεί για να μείνουν πρόσφυγες. Την προσπάθειά μας να κατασταλάξουμε συνόδευε συνέχεια το κλάμα του 8χρονου, τότε, αδερφού μου. Στο εστιατόριο κοιμόμασταν με δεκάδες άλλους από διάφορα κατεχόμενα, πλέον, χωριά της Κύπρου. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τραγικές. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι τον Σεπτέμβρη που πήγαμε στη Λευκωσία, επειδή έπρεπε να πάμε σχολείο. Μέναμε στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην περιοχή του Κύκκου. 128 σκαλιά. Στην πολυκατοικία μείναμε για τέσσερα χρόνια, όταν και εγκατασταθήκαμε στον προσφυγικό συνοικισμό», μας αφηγήθηκε για τις προσπάθειες επιβίωσής τους μετά την εισβολή. Όταν ρωτήσαμε για το ενδεχόμενο λύσης, η κυρία Λένια, με βαριά ανάσα, εξέφρασε την απαισιοδοξία της και εναπόθεσε τις ελπίδες της στο Θεό.

Οι «τυχεροί» έμεναν σε αντίσκηνα…

Ο κύριος Μιχάλης από τον Λάρνακα της Λαπήθου, το 1974, ήταν στην τρυφερή ηλικία των 10 χρονών. Τα γεγονότα του πραξικοπήματος, της εισβολής και η προσφυγιά στιγμάτισαν τη ζωή του και συνοδεύουν τις σκέψεις του μέχρι σήμερα. «Τη μέρα του πραξικοπήματος εγώ και κάποια από τα αδέρφια μου ήμασταν σπίτι, ενώ οι γονείς μας ήταν στη Λευκωσία για δουλειά. Όταν ακούσαμε από το ράδιο ότι έγινε πραξικόπημα ανησυχήσαμε ότι μπορεί να έπαθαν κάτι οι γονείς μας. Μέχρι να επιστρέψουν ήμασταν όλοι φοβισμένοι και αναστατωμένοι.

Εν τω μεταξύ, στο χωριό μας κυριαρχούσαν οι αντιμακαριακοί. Απειλούσαν τους χωριανούς και τους έβαζαν να μείνουν στα σπίτια τους, κάτι σαν κέρφιου. Στην εισβολή βλέπαμε, ακούγαμε και νιώθαμε τους βομβαρδισμούς στα κοντινά χωριά. Λίγο πριν τη δεύτερη εισβολή φύγαμε με λεωφορεία από το χωριό. Στα λεωφορεία συνωστίζονταν γυναικόπαιδα. Ο πατέρας μου, ο αδερφός μου και ο παππούς μου έμειναν πίσω στο χωριό. Εμείς πήγαμε στα Πλατάνια σε μια κατασκήνωση. Εκεί οι «τυχεροί» έμεναν σε αντίσκηνα και οι υπόλοιποι κάτω από τα δέντρα. Εμείς ήμασταν από τους «τυχερούς» γιατί, αν και δεν βρήκαμε αντίσκηνο, πήραμε ένα παγκάκι! Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, ειδικά σε θέματα υγιεινής. Εκεί μείναμε για σχεδόν δύο εβδομάδες. Όταν μάθαμε για τη δεύτερη εισβολή δεν ξέραμε τι απέγιναν ο πατέρας, ο αδερφός και ο παππούς μου που είχαν μείνει πίσω. Θυμάμαι τη μητέρα μου να προσεύχεται συνεχώς μέχρι να μάθουμε ότι ήταν ασφαλείς. Ήρθαν και μας βρήκαν γύρω στις 20 του Αυγούστου.

Τότε φύγαμε και πήγαμε στα Σπήλια. Εκεί μέναμε στο Δημοτικό Σχολείο, κάποιες δεκάδες άτομα σε μια αίθουσα. Οι συνθήκες ήταν άσχημες, αλλά τουλάχιστον καλύτερες από πριν. Η βοήθεια από τους τόπακες ήταν συγκλονιστική, κάθε μέρα μας έφερναν φρούτα, λαχανικά και ήταν πρόθυμοι να μας προσφέρουν ό,τι μπορούσαν. Τον Σεπτέμβρη, εξαιτίας της έναρξης των σχολείων, έπρεπε να φύγουμε. Βρήκαμε ένα στάβλο με αγελάδες στην Ευρύχου, τον οποίο ο ιδιοκτήτης δεν είχε καμία αντίρρηση να μας παραχωρήσει, μέχρι να βρούμε κάτι καλύτερο. Ένα μήνα μετά η οικογένεια μεταφέρθηκε σε μια πολυκατοικία που δούλευε ο πατέρας μου σαν χτίστης στην Ακρόπολη.

«Χάσαμε σπίτια, περιουσίες, τη γη μας, ακόμα και ανθρώπινες ζωές. Και τι μας έμεινε σήμερα; Μια σειρήνα που ηχεί 2 φορές το χρόνο, μάξιμουμ δύο λεπτά. Για να μας θυμίζει όσα χάσαμε;»

Η πολυκατοικία δεν ήταν τελειωμένη, αλλά ο πατέρας μου συμφώνησε με τον εργοδότη του, να τελειώσει ένα διαμέρισμα και να μείνουμε εκεί μέχρι την ολοκλήρωση της πολυκατοικίας. Δύο χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου αγόρασε ένα οικόπεδο στη Λακατάμια και στήσαμε μέσα αντίσκηνο, ενώ ταυτόχρονα τον βοηθούσαμε να κτίσουμε σπίτι. Πριν να τελειώσει το σπίτι μεταφερθήκαμε σε κοντινό προσφυγικό συνοικισμό, ενώ όταν τελείωσε το σπίτι εκεί έμεινε η αδερφή μου που λίγους μήνες πριν είχε αρραβωνιαστεί». Ρωτήσαμε τον κύριο Μιχάλη πώς νιώθει όταν έρχονται οι μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής, αλλά και πώς βλέπει το μέλλον της πατρίδας μας. «Έρχονται στο μυαλό μου άσχημες μνήμες, νιώθω ένα παράπονο γιατί χάσαμε τα πάντα χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι, αλλά και προδομένος γιατί είδα χωριανούς μου να μισούν τους συγχωριανούς τους. Αυτό το αδελφικό μίσος κατέστρεψε την πατρίδα μας. Για το μέλλον είμαι πολύ απαισιόδοξος. Οι Τούρκοι φαίνονται ανένδοτοι και οι συνομιλίες έχουν καταντήσει φαύλος κύκλος χωρίς αποτέλεσμα».

Άλλοι έφευγαν με τρακτέρ, άλλοι ακόμα και με γαϊδούρια

Η κυρία Ειρήνη από τη Βιτσάδα την περίοδο του πραξικοπήματος ήταν 26 χρονών με δύο παιδιά, 2 και 1 έτους αντίστοιχα. «Ήμουν συγκλονισμένη όταν άκουσα στο ράδιο ότι επιχείρησαν να σκοτώσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Μέχρι να συνέλθουμε από το σοκ του πραξικοπήματος και του γεγονότος ότι Ελληνοκύπριοι σκότωναν Ελληνοκύπριους, έγινε η εισβολή. Φύγαμε και πήγαμε σε ένα διπλανό χωριό για μια μέρα και μετά επιστρέψαμε στο χωριό μας. Εν τω μεταξύ, ο άντρας μου είχε καταταγεί ως έφεδρος στον πόλεμο. Το άγχος με κυρίευε. Η κατάσταση ήταν θλιβερή, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση, οι δύο μου κόρες έκλαιγαν συνεχώς, ενώ εγώ προσπαθούσα, μάταια, να μείνω όσο πιο ήρεμη μπορούσα για το καλό των παιδιών μου. Λίγες μέρες μετά τα πράγματα ηρέμησαν, όχι για πολύ όμως. Σε λιγότερο από ένα μήνα έγινε η δεύτερη εισβολή. Εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Ενημερωθήκαμε ότι έπρεπε να φύγουμε από το χωριό. Όταν είδαμε τους πρώτους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν επικράτησε τρόμος, όλοι προσπαθούσαν να απομακρυνθούν. Τα παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα.

Πολύ βιαστικά, παίρνοντας τα εντελώς απαραίτητα, προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να φύγουμε. Άλλοι έφευγαν με τρακτέρ, άλλοι ακόμα και με γαϊδούρια. Δόξα τω Θεώ, ένας συγγενής μου με πήρε μαζί του με το φορτηγό και κατευθυνθήκαμε προς τα Κοκκινοχώρια. Εκεί μείναμε για μια εβδομάδα. Όλοι οι συγγενείς και όχι μόνο με βοηθούσαν με τα παιδιά με κάθε τρόπο. Δεν ξέρω πώς θα άντεχα χωρίς τη βοήθειά τους. Ύστερα ήρθε ο αδερφός μου με αυτοκίνητο και μας πήρε στον Μαθιάτη, όπου μείναμε στον άλλο μου αδερφό. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας και να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας». Η κυρία Ειρήνη μάς διηγήθηκε τη δική της ιστορία εμφανώς αναστατωμένη, με τρεμάμενη φωνή. «Όταν έρχονται στη μνήμη μας αυτές οι στιγμές, η θλίψη και ο πόνος είναι τα πιο έντονα αισθήματα που νιώθουμε», ανέφερε. Όσον αφορά τις ελπίδες για λύση του Κυπριακού ήταν έντονα απαισιόδοξη, καθώς, όπως μας είπε, «υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που διεκδικούν τη διχοτόμηση και πιστεύουν στις ιδέες που κατέστρεψαν τον τόπο μας».

Περιμένω την ώρα που ο πατέρας θα μας πει «ελάτε να σας πάω σπίτι», εκεί που μεγάλωσε μέχρι τα 11 του…

Πέντε νέοι ηλικίας 20-25 ετών μας μιλούν για την εισβολή, τα αισθήματά τους και τις βλέψεις τους για το μέλλον του κυπριακού προβλήματος. Οι νέοι αυτών των ηλικιών γνώρισαν το κυπριακό πρόβλημα μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και τις αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων τους. Ο Στέλιος, εκ μητρογονίας πρόσφυγας, μας είπε αρχικά ότι τον ενοχλεί έντονα το γεγονός ότι τα μέρη που πάτησαν οι πρόγονοί του είναι κατεχόμενα. «Νιώθω κάπως παράξενα, ανατριχίλα όποτε ακούω τις σειρήνες να ηχούν, τα μάτια μου βουρκώνουν καθώς έρχονται στο μυαλό μου οι αφηγήσεις της μητέρας μου από το χωριό της». Ερωτώμενος για το μέλλον σημείωσε πως «τα πράγματα είναι πολύ συγχυσμένα, σε σημείο που ίσως να μην υπάρξει ποτέ λύση με την τροπή που έχει πάρει το Κυπριακό. Πάντως ό,τι και να γίνει δεν πρέπει να ξεχνάμε τα γεγονότα του 1974».

Η Ευαγγελία υπογράμμισε ότι η τωρινή κατάσταση του νησιού μας είναι κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους. «Το ότι ο καθένας ζει “στην πλευρά του” δεν μπορεί να είναι αποδεκτό. Πρέπει να βρεθεί μια όντως άξια λύση που θα ενώσει ξανά την πατρίδα μας με τρόπο δίκαιο προς όλους τους ανθρώπους που είναι μέρος της. Κάθε φορά σκέφτομαι πως όσα κι αν νιώθω εγώ είναι λίγα μπροστά σε όλα όσα νιώθουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν αντιμετωπίσει τον πόλεμο πρόσωπο με πρόσωπο και ζουν ελπίζοντας για ένα καλύτερο αύριο». Το μέλλον σε σχέση με το Κυπριακό παραμένει χλομό, είπε, ενώ η προσωπική της άποψη είναι πως θέλει μια λύση μέσω της οποίας δεν θα καταπατηθούν ξανά τα ανθρώπινά δικαιώματα κανενός. «Μία λύση μέσω της οποίας θα κυριαρχεί στο νησί η ειρήνη και αλληλεγγύη μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν όντως θα υπάρξει μια τέτοια λύση ή οποιαδήποτε λύση. Μπορώ μόνο να ελπίζω σε ένα μέλλον το οποίο θα χτιστεί πάνω στα θεμέλια της κοινής μας ελεύθερης πατρίδας, με ειρηνικές συνθήκες».

Ο Άντρος τόνισε ότι «η μη λύση του Κυπριακού και η διαιώνιση της παρούσας κατάστασης είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να προβληματίζει το σύνολο του λαού μας. Είναι ντροπή που τόσα χρόνια μετά δεν έχει τιμωρηθεί κανένας από τους ενόχους για το προδοτικό πραξικόπημα που άνοιξε το δρόμο στην Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο. Θεωρώ ότι με τις κατάλληλες συνθήκες και σωστές ενέργειες από τη δική μας πλευρά μπορεί να υπάρξει λύση. Χρειάζεται βέβαια και η θέληση της Τουρκίας. Θα ήθελα μια λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας».

«Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια», μας είπε η Στάλω όταν της ζητήσαμε να μας μιλήσει για την εισβολή. «Μπορεί να μην έζησα ούτε μια μέρα στο χωριό του πατέρα μου, αλλά το νιώθω δικό μου μέσα από περιγραφές από τα βιώματά του. Κάθε φορά που ηχούν οι σειρήνες είναι σαν να περνούν από μπροστά μου εικόνες. Από εκείνες τις φριχτές του πολέμου, όπως τις φαντάζομαι, φυσικά. Σκέφτομαι πόσο πιο έντονες πρέπει να είναι στο μυαλό όλων των προσφύγων. Νιώθω αγανάκτηση που όσο περνούν τα χρόνια δεν αλλάζει τίποτα. Χάσαμε σπίτια, περιουσίες, τη γη μας, ακόμα και ανθρώπινες ζωές. Και τι μας έμεινε σήμερα; Μια σειρήνα που ηχεί 2 φορές το χρόνο, μάξιμουμ 2 λεπτά. Για να μας θυμίζει όσα χάσαμε; Για να μη νιώθω την αδικία; Φαίνεται ότι οι άνθρωποι βολεύτηκαν με τα δεδομένα, γι’ αυτό δεν βλέπω λύση στο εγγύς μέλλον. Εγώ προσωπικά θα ήθελα μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Όχι για πολιτικούς, οικονομικούς λόγους ή για τα συμφέροντα των κυβερνώντων, αλλά για να δω τον πατέρα μου να μπαίνει στο αυτοκίνητο γεμάτος χαρά και συγκίνηση και να μας λέει “ελάτε να σας πάρω σπίτι μας” και να εννοεί εκείνο που μεγάλωσε μέχρι τα 11. Κι ας πάει πίσω με άσπρα πλέον μαλλιά και 4 παιδιά».

Ο Ιωάννης σημείωσε ότι «αυτό που με πληγώνει περισσότερο με την υφιστάμενη κατάσταση είναι πως για να επισκεφθούμε αυτούς τους υπέροχους τόπους, πρέπει να περάσουμε ένα οδόφραγμα, ένα συρματόπλεγμα. Όταν η συζήτηση πάει στο 1974 βάζω τον εαυτό μου στη θέση των ανθρώπων εκείνων που αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους ή και να πολεμήσουν με θάρρος για την ελευθερία. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους και το πραγματικό αίσθημα της ελευθερίας θα ήθελα να βρεθεί λύση. Ωστόσο, είμαι μάλλον απαισιόδοξος γι’ αυτό το ενδεχόμενο».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy