Γραμμές/ Ορίζοντας

Γιώργος Στόγιας

Όχι δεν χωριζόμαστε

(μυθιστόρημα)

Εκδόσεις Μελάνι, 2022

Το βιβλίο παρουσιάζεται στη Λεμεσό την Τρίτη 9 Μαΐου στις 7:30 μ.μ. στο Ξυδάδικο. 
Θα μιλήσουν η Μαρία Κυριάκου, σκηνοθέτρια, και ο Τάσος Στυλιανού, καλλιτεχνικός διευθυντής eins gallery.

 

Το σχολείο είχε τελειώσει για το καλοκαίρι — παρά την υπόσχεση του Alice Cooper όμως, όχι για πάντα. Οι μαθητές μεγάλωναν και έφευγαν, ο Αλέξης θα ήταν ξανά εκεί τον Σεπτέμβριο. Ας μην το έκανε θέμα, σχεδόν κανείς δεν ταυτίζεται με το επάγγελμά του. Είναι σαν ένας λειτουργικός γάμος όπου έχει περάσει ο πρώτος έρωτας αλλά λέγεται ότι έχει μείνει η αγάπη.

Ήταν η πρώτη Δευτέρα που δεν αποτελούσε αρχή εργάσιμης εβδομάδας. Οι δυο γιοι του κοιμόντουσαν ακόμη — τα ωραία της προεφηβείας. Όταν με το καλό ξυπνούσαν, δεν θα είχαν κανένα λόγο να τον ενοχλήσουν, πρωινό ήξεραν να φτιάχνουν. Μετά ο μεγάλος θα κολλούσε στο κινητό του να βλέπει μπάλα και ο μικρός θα διάβαζε για χιλιοστή φορά κάποιο Χάρι Πότερ. Στη φάση που δεν θα άντεχε άλλο τη μουργέλα τους (μιας και ο ίδιος ήταν τόσο ενεργητικός — από το πρωί στον υπολογιστή να ακούει μουσική και να βλέπει ταινίες) θα τους έβαζε να αδειάσουν κανένα πλυντήριο.

Νωρίς το απόγευμα θα πήγαινε στις μπασκέτες του Φωκιανού, σε κάποιο μονό θα έμπαινε πριν πλακώσουν οι σοβαροί παίκτες (ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τον μέσο όρο ηλικίας). Σε μίνι εορταστική διάθεση, άνοιξε μια μπίρα και βγήκε να λιαστεί στο μπαλκόνι. Έτσι ωραία θα το πήγαινε κάθε μέρα. Μέχρι τον Αύγουστο που η σύζυγός του θα έπαιρνε την άδειά της και θα έπρεπε να πάνε να παραθερίσουν για δύο εβδομάδες κοντά στη θάλασσα.

Η Ρούλα είχε φύγει από τα ξημερώματα για να προλάβει την κίνηση. Υπεύθυνη λογιστηρίου μιας εταιρείας παιχνιδιών, πήγαινε με το καλό αυτοκίνητο στο γραφείο. Ο Αλέξης την έπρηζε να παίρνει τη συγκοινωνία, θα ήταν πιο οικονομικό και δεν θα έμενε πάντα σε αυτόν η σακαράκα.

Του ήρθε η όρεξη να μαγειρέψει κάτι καλό για αλλαγή… Μπριάμ! Με πατάτες, κολοκυθάκια και μελιτζάνες από το μπακάλικο με τα βιολογικά! Αν δεν ήθελαν τα παιδιά ας μην έτρωγαν, θα τους έβγαζε δυο πίτσες από την κατάψυξη. Ήταν μια ευκαιρία να δει και τον Γιώργο. Ο υπεύθυνος του μπακάλικου ήταν παλιός του μέντορας, τον είχε Αρχηγό στην ιδιωτική κατασκήνωση που δούλευε τα καλοκαίρια όταν ήταν φοιτητής. Το μόνο του κουσούρι ήταν, από τότε, το κόλλημά του με τη χορτοφαγία. Τον θυμόταν να μαραζώνει όταν μπροστά στα μάτια του εξακόσια παιδιά σε κάθε περίοδο έτρωγαν χοιρινές μπριζόλες με τηγανητές πατάτες.

Λόγω σκληροπυρηνικής ιδεολογίας το μαγαζί είχε φτιάξει όνομα στα δίκτυα των υγιεινιστών. Τις τρεις μέρες την εβδομάδα που ήταν ανοιχτό (μόνο πρωί) ξεπουλούσε και τα καφάσια.  Ο Γιώργος ήταν ισόβιος πρόεδρος της συλλογικότητας που το διαχειριζόταν. Μη δίνοντας σημασία σε συμβατικότητες όπως το αυξανόμενο μέγεθος της ουράς στο ταμείο, πλαισίωνε τις συναλλαγές με διδακτικά νούμερα στο πνεύμα ενός ξανακερδισμένου κοινοτισμού.

«Αλέξη… κάτι σκέφτομαι».

«Πήρα πολλές πατάτες; Να αφήσω λίγες».

«Όχι, είναι εντάξει… Θα φτιάξεις μπριάμ;»

«Έτσι λέω».

«Θα μπορούσα να τρώω κάθε μέρα όλο το καλοκαίρι».

«Κι εγώ, αλλά δεν αρέσει στα παιδιά».

«Θα το μάθουν. Έχει συνηθίσει η γεύση τους στα πλαστικά φαγητά — αυτά που έχουν στις καντίνες στα σχολεία».

«Στο δικό μου πάντως προσέχουμε, υπάρχουν κανονισμοί…»

«Μην το πεις παραπέρα ούτε γι΄ αστείο… Τι λάδι θα βάλεις στο μπριάμ;»

«… Ε, καλό».

«Του εμπορίου;»

«Ναι, παρθένο».

Ο Γιώργος, σαν οργισμένος πατριάρχης σε βιβλική ταινία, άρπαξε ένα καρότο από το κοντινότερο καφάσι, του έριξε μια ξεγυρισμένη δαγκωνιά και ξεκίνησε να το μασουλάει. Με γεμάτο το στόμα, πήγε να δώσει ένα άλλο στον Αλέξη.

«Είναι πλυμένο;» ρώτησε εκείνος ατάραχα, κάνοντας εσκεμμένο φάουλ.

«Μην σε νοιάζει, δεν έχει φάρμακα».

«Ναι, αλλά έχει πάνω του χώμα».

Ο Γιώργος το έδωσε στον πιο κοντινό εθελοντή. Ο Αλέξης για να ξεμπερδεύει ζήτησε κι ένα λίτρο λάδι. Το μετάνιωσε τη ίδια στιγμή που το είπε, η τιμή ήταν εξωφρενική. Πλήρωσε βλαστημώντας και γύρισε να φύγει.

«Θυμήθηκα τι ήθελα να σου πω μόλις σε είδα, έλα δω!»

«Τι είναι; Έχω τα παιδιά σπίτι μόνα τους». Θα έπεφταν από το μπαλκόνι.

«Με πήρε τηλέφωνο χτες ο ιδιοκτήτης της Παρέας του Καλοκαιριού και έψαχνε Υπαρχηγό. Με ρώτησε αν ξέρω κάποιον… Έχεις κανονίσει τίποτα;»

«…Έχω πολλά χρόνια να πάω… Ωραία θα ήταν… Τι να κάνω τα παιδιά; — δεν μπορώ να τα φορτώσω στις γιαγιάδες».

«Ζήτα από τον Καραμήτσο να τα πάρεις μαζί σου, σου γράφω εδώ το τηλέφωνό του».

«… Αρχηγέ, σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες».

«Χα χα, πέρνα τον Σεπτέμβριο να μου τα πεις… Το φαγητό σε χαμηλή φωτιά, θα γίνει λουκούμι».

(Απόσπασμα)

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy