Γραμμές/ Ορίζοντας
Μιχαλάκης Γ. Τσαππαρίλας
Όνειρα γλυκά, Βαρωσιώτικα! και άλλα διηγήματα
Εκδόσεις Πήλιο, 2022
Ο γέρος και η θάλασσα
[…] Την επομένη πρωί – πρωί, όταν ο Σταυρής με τον πατέρα του έβγαζαν από τα δίκτυα την πλούσια ψαριά, τους πλησίασε η Φελίσια. Χάρηκε που την είδε. Τους φωτογράφισε. Μόλις τελείωσαν του πρότεινε να κολυμπήσουν μαζί. Αυτός δέχτηκε με χαρά. Την πήρε προς τα βράχια στα ξέβαθα νερά. Σε κάποια στιγμή σταμάτησαν. Της έδειξε κάτι, που ξεπρόβαλε από κάποια τρύπα. Πριν προλάβει να αντιληφθεί τι είναι, ο Σταυρής βούτηξε και έβγαλε ένα χταπόδι. Θα ήταν 2 οκάδες. Η Φελίσια τρόμαξε.
– Μη φοβάσαι, της λέει. -Δεν δαγκώνει. Ούτε θα σε φάει.
Άγγιξε το λίγο στο κεφάλι. Αυτή ξεθάρρεψε. Το άγγιξε, το χάιδεψε.
– Το βράδυ θα το φάμε μαζί. Θα το μαγειρέψει η μάνα μου. Σε προσκαλώ. Θάρθεις με την Άννα. Πήγε. Έφαγαν, ήπιαν, γνώρισε την οικογένεια του. Μετά γύρισε στο ξενοδοχείο. Πριν φύγει του έδωσε τη διεύθυνση της.
– Αν βρεθείς στις γειτονιές μας, πέρνα να σε κεράσω.
Και τού χάρισε εκείνο το γλυκό, γοητευτικό χαμόγελο της.
Ο Σταυρής πήγε στο λιμάνι του Βαρωσιού. Είχε συμφωνήσει με μια εταιρεία να δουλέψει σε φορτηγό πλοίο. Ήλθε ο καιρός να γνωρίσει και άλλες θάλασσες. Ταξίδεψε σε μακρινούς ωκεανούς. Συνάντησε παγωνιές, καταιγίδες, φουρτούνες με γιγάντια κύματα. Βγήκε σε λιμάνια όλου του κόσμου. Γνώρισε όλων των φυλών ανθρώπους. Στη Βραζιλία συνάντησε την ωραία Φελίσια. Γνώρισε τον άντρα και τα παιδιά τους. Δεν σπούδασε σε πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα της ζωής τον δίδαξαν πολλά. Πήρε προαγωγές, βαθμούς. Έκανε λεφτά. Βοηθούσε τα αδέλφια του. Σπούδασε τους δυο.
Το 2007 γύρισε για πάντα στην Κύπρο. Η οικογένεια του ήταν σκορπισμένη σε όλο το νησί. Οι γονείς του πέθαναν πριν χρόνια. Αγόρασε σπίτι στη Δερύνεια σε ύψωμα. Από την αυλή του έβλεπε τη σκλαβωμένη πόλη. Δεν παντρεύτηκε. Από τη ζωή στα καράβια έμαθε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν αυτοσυντήρητος. Κολυμπούσε καθημερινά στην πιο κοντινή προς την πόλη του παραλία. Πολλές φορές έφτανε μέχρι τη σημαδούρα, που τοποθέτησαν οι Τούρκοι σαν σύνορο. Ψάρευε με το καλάμι ή με το ψαροτούφεκο. Γαλήνευε κοντά στην αγαπημένη θάλασσα, που της έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του.
Κάποτε τα καλοκαίρια βοηθούσε τον Αντώνη, που ήταν γείτονας και παιδικός φίλος του. Έκαναν μικρές κρουαζιέρες για τουρίστες από τον Πρωταρά μέχρι τις σημαδούρες. Του άρεσε να είναι μέσα στη θάλασσα. Ήταν ο κόσμος του. Η ζωή του όλη. Εξηγούσε με πάθος την ιστορία της προδομένης Αμμοχώστου.
Τώρα τελευταία, που άνοιξαν λίγο την περίκλειστη πόλη και την παραλία πηγαίνει συχνά. Περνά από το σπίτι του. Σταματά και… μιλά με τους γονείς του. Μετά πάει στη θάλασσα εκεί μπροστά στο Φλώριδα, που ήταν οι ψαράδες. Εκεί που μεγάλωσε και έζησε τα καλύτερα του χρόνια. Τα Σαββατοκύριακα συναντά και άλλους Βαρωσιώτες. Μιλούν για την Ανόρθωση και τη Νέα Σαλαμίνα. Για τους πολιτικούς και τα κόμματα που εγκατέλειψαν την πόλη. Έμαθε πως κάποιοι θέλουν να κολυμπήσουν μαζί μέχρι την Καμήλα. Το σημείο ενηλικίωσης και αντροσύνης τους. Όταν είναι μόνος πάει προς τη Γλώσσα και κολυμπά μέχρι την Καμήλα. Κάθεται εκεί και αναπολεί το παρελθόν. Ξεκουράζεται αρκετή ώρα και γυρίζει πίσω. Στα 80 του είναι μια χαρά. Στέκει καλά. Κινείται, τρώει, κοιμάται μια χαρά. Κουράζεται γρήγορα. Κάποιο βάρος στο στήθος είναι περαστικό. Φεύγει σε ένα – δυό λεπτά. Δεν ανησυχεί. Συνέχισε το καθημερινό κολύμπι του στη Γλώσσα. Σε δέκα μέρες θα μαζευτούν τα… κοπέλια του Βαρωσιού. Καρτερά τους.
Τρίτη πρωί. Την Κυριακή είναι η μεγάλη μέρα. Σήμερα η θάλασσα είναι λίγο ταραγμένη. Φυσά λίγος αέρας. Ο Σταυρής μπήκε στο νερό. Κολυμπούσε κανονικά, δίχως να βιάζεται. Πήγε στα 100 μέτρα, στα 200, 250. Έκαμε τη μισή διαδρομή. Ένοιωσε λίγη κούραση. Τίποτε το ανησυχητικό. Προχωρεί στα 300 μέτρα. Άρχισε να νιώθει κράμπα στο αριστερό του πόδι. Σταμάτησε. Γύρισε στη ράχη. Τράβηξε με τα δύο χέρια το πόδι του και ένιωσε καλύτερα. Συνέχισε να κολυμπά. Στα 400 μέτρα η θάλασσα φουρτούνιασε περισσότερο. Έπρεπε να συνεχίσει. Να φτάσει στον βράχο, να ξεκουραστεί. Είναι λιγότερο από 100 μέρα μπροστά του. Πλησιάζει. Κολυμπά ύπτιο. Έτσι είναι πιο άνετα. Μένουν τα τελευταία 50 μέτρα. Γυρίζει μπροστά και με απλωμένα τα χέρια κολυμπά πιο γρήγορα. Τα κύματα όμως και ο αέρας τον δυσκολεύουν πολύ. Σταματά για λίγο. Παίρνει βαθιές ανάσες και προχωρεί. 20,10 μέτρα. Ακόμη λίγο και φτάνει στο τέρμα. Τότε νιώθει έναν πόνο σαν σουβλιά στο στήθος. Παίρνει ξανά βαθιά ανάσα και κολυμπά βιαστικά. Ο πόνος στο στήθος γίνεται ανυπόφορος. Νιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Σφίγγει τα δόντια. Απλώνει τα χέρια μπροστά, κλωτσάει τα πόδια και φτάνει επιτέλους στην Καμήλα. Τα κατάφερε. Άρχισε να βρέχει. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα κύματα μεγάλωσαν.
Ο Σταυρής ξάπλωσε πάνω στον βράχο. Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Νίκησε. Έχασε τις αισθήσεις του. Τον βρήκαν νεκρό την επομένη το πρωί κάποιοι ψαράδες. Δίπλα του τρία ψαροπούλια να τον φυλάνε.
(Απόσπασμα)
Ακολουθήστε το dialogos.com.cy, στο Google News
Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy.