Γραμμές/ Ορίζοντας

Μιχάλης Μαυροθέρη

Κεϊκ γεωγραφίας

(νουβέλα)

Εκδόσεις Αλμύρα, 2022

 

[…]  Η Πιάνα πήρε το λεωφορείο ώρα 18:18 της Κυριακής.

Τρίτη πρωί, στις 06:06 ήταν στην Παλμύρα (υπήρξαν στάσεις στο ενδιάμεσο.)

Το λεωφορείο σταμάτησε στην άκρη της αρχαίας πόλης σε κάποιο ύψωμα, εκείνη κατέβηκε κάτω με τη σάκα της στους ώμους κ στάθηκε στην άκρη του λόφου κ κοίταξε κάτω τα ερείπια της πόλης, τις πέτρινες κολόνες σκόρπιες, άλλες μόνες, άλλες σε δυάδες, τετράδες, πεντάδες, λουσμένες από ένα ξεθωριασμένο λιλά ομιχλώδες χρώμα. Κάποτε, σ’ αυτό το μέρος υψωνόταν ένας σπουδαίος πολιτισμός – τουλάχιστον αισθητικά κι αρχιτεκτονικά– ποιο όμως το νόημα τόσο μεγαλεπήβολων κατασκευασμάτων, αναρωτήθηκε από μέσα της. Φέρει, αν μη τι άλλο, μια τελειότητα όλο αυτό το οικοδόμημα (παρόλο που για καμπόσους αιώνες σκονιζόταν μέχρι που ο Κλαρινέτο το έκανε μια όαση για ματσωμένους περαστικούς κ σκουλήκια που ενδιαφέρονταν να δουλέψουν για τους ματσωμένους), κανείς δεν φτιάχνει τέτοια πράματα για να φτάσει την τελειότητα, αν το έκανε για αυτόν τον λόγο δεν θα έφτανε στο σημείο αυτό η πόλη (δηλαδή, να είναι ένα ερείπιο), όχι, όχι, σκέφτηκε η Πιάνα, όχι φίλε, κανείς δεν φτιάχνει κάτι τόσο θαυμάσιο για να φτάσει την τελειότητα – άλλωστε, είναι αδύνατο πράμα αυτό… το κάνει για να φέρει την τελειότητα όσο πιο κοντά στην αχρειότητά του… ένας τρόπος να φέρει τον Θεό στο βλέμμα του, αφού δεν μπορεί να Τον φέρει μέσα του… Μάλλον έτσι θα είναι.

Ένας ελαφρύς άνεμος ανέμισε τα κοντά της μαύρα μαλλιά που εξείχαν πάνω απ’ τη λευκή μπαντάνα της με το μαύρο λαχούρι σχέδιο γύρω από το κεφάλι της.

Ο οδηγός του λεωφορείου κάπνισε ένα τσιγάρο ακουμπισμένος στην πόρτα, έκοψε στη μέση τα εισιτήρια των τριών επιβατών, έκανε ακόμα ένα τσιγάρο κι όταν κατάλαβε πως δεν θα έρθει άλλος μπήκε μέσα, γύρισε λίγες φορές το κλειδί στην ανάφλεξη, το όχημα ξερόβηξε λίγο, μα τελικά ξεκίνησε. Προσπέρασε την Πιάνα που περπατούσε προς την πόλη κ την έπνιξε μέσα σ’ ένα σύννεφο χρυσόσκονης.

Περπάτησε ανάμεσα στις κολόνες ψάχνοντας για το κλαμπ του Κλαρινέτο, το οποίο δεν ήταν κ τίποτα το δύσκολο να βρει κάποιος μέσα 12 στην ερημιά, αλλά είχε κάποια απόσταση από τον λόφο όπου σταμάτησε το λεωφορείο. Πέρα απ’ τη σκληρή άμμο, τους αμμόλοφους γύρω της ξερής πόλης, τους ξερούς θάμνους κ τα ξερά χόρτα που βλάστησαν σε μερικές κολόνες, κάτω από τον ήλιο που έμοιαζε σαν φωσφορούχο κέρμα στον θολό ουρανό, υπήρχε μια αναιδής γαλήνη σ’ αυτό το μέρος της χώρας το οποίο κοχλάζει καταλαγιασμένο στην προμεσημβρινή ζέστη: θρυμματισμένες πέτρες, μια μυρωδιά από δυόσμο κ μέντα κ μοσχοκάρυδο, κ κουμπιά Πεγιότε στο έδαφος (κάποια με ανοιχτό ροζ λουλούδι κι άλλα χωρίς (που κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά πώς έχουν βλαστήσει εδώ – ούτε καν η Νεστλά, πιστεύει η Πιάνα)), αλεποουρές καρφωμένες στις κολόνες, γάτες που περπατούν ανάμεσα στα αρχαία συντρίμμια κ στις σκιές των κατασκευασμάτων που επιμένουν ακόμα να στέκονται στη ζεστή αύρα του πρωινού, κ μαζί με τον ελαφρύ αέρα τής χαϊδεύουν το κεφάλι, τη μύτη κ τ’ αυτιά όπως το εξασθενημένο χέρι της μάνας της –ηλεκτρικοί ήχοι από έντομα, μύγες κυρίως, συνδυασμένοι με το μπιτ ηλεκτρονικής μουσικής από κάπου στο βάθος– ο ουρανός πιάνει το χρώμα χλομής ξανθιάς μπίρας (γερμανικής αν κρίνουμε από τη θερμοκρασία) μαζί με σύννεφα σε σχήμα σπείρας χωρίς ίχνος σκιάς. Πέτρες, έντομα (ζζζ…), κομμάτια σχιστόλιθου. Παλιά γη. Το αλλοτινό μεγαλείο της ένα τίποτα, παρά μόνο ένα σκονισμένο αχούρι. Υπόλειμμα νεκρεπανάστασης. Αρχαία κι έρημη. Ο ορίζοντας τρέμει, η χροιά του πάλλεται στα σκονισμένα μισάνοιχτα μαστουρωμένα της μάτια, ασχημάτιστος κ περιχυμένος, ένα με την πορτοκαλί περιφέρεια: στα όπλα, αδέρφια, φωνάζει μια αρχαία φωνή, στα όπλα… Είναι κάτι μέρη από τα οποία κανείς δεν θα ήθελε να φύγει ζωντανός. Αυτό θύμιζε ένα τέτοιο μέρος.

( Απόσπασμα)
Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy