Γραμμές/ Ορίζοντας
Άρτεμις Ευαγόρου
Γεναίτζιες
Βookworm publication, Λευκωσία 2020
[…] Οι γυναίκες εθκιαμοιράστηκαν στους άντρες σαν να ήταν ππιριλιά: η Ανδρομάχη εδόθηκεν στον Νεοπτόλεμο, ο Οδυσσέας έπιασεν την Βασίλισσα Εκάβη (προφανώς το γηριατρικόν σεξ ήταν το γκραν πρι για την ωραίαν του ιδέαν ) τζ̆ι ο Αγαμέμνονας έπιασεν την Κασσάνδρα, έστω τζ̆ι αν τον επροειδοποιούσεν ότι εν θα ‘σιει καλό τέλος η ιστορία τους αλλά φυσικά… εν την επίστεψεν. Επήρεν την μαζί του στις Μυκήνες τζαι με το που επάτησεν το πόδι του έσσω είπεν κάτι του στυλ:
«Hi Κλυτ μου! Έφερα σου δώρο που την Τροία τούντην ωραίαν κορούδα να μας κάμνει παρέα. Έλα να μπούμεν τζ̆ οι τρεις μας μες το τζ̆ιακούζι να αναθερμάνουμε τη σχέση μας. Α! Τζαι φέρε τζ̆αι λλίες κούννες να τσιμπούμεν τζ̆ιόλις».
Η Κλυταιμνήστρα εφώναξεν «Ερκουμαιιιι» τζ̆αι όταν ήρτεν, έφερεν μαζί της τζ̆αι ένα περίτεχνο διακοσμητικό τσεκούρι, με το οποίο τους έσφαξεν τζ̆αι τους θκυο το λουτρόν, κόφκωντας τον Αγαμέμνονα σε κομματούθκια τζαι χρησιμοποιώντας τα μαλλιά της κκελλές τους για να σκουπίσει τα γιαίματα . Έτσι εν οι σωστές νοικοτζ̆υρές, συγυρίζουν αμέσως πίσω τους άμαν κάμνουν γεριμίες.
Τζ̆αι η Ελένη; Τι έγινε με την Ελένη ; Λοιπόν ο Μενέλαος, μες το χάος της λεηλασίας της πόλης εξεκίνησεν για να έβρει την γεναίκα του για να την σκοτώσει. Για να σιουρευτεί ότι εν θα την εσκότωνεν κανένας άλλος πριν που τζ̆είνον, έβαλεν ούλλους τους Αχαιούς να ορκιστούν ότι μόνον ο ίδιος εδικαιούταν να πάρει εκδίκηση που την γεναίκα του (δίκαιον, εν ημπορείς να πεις).
Με το που την ήβρεν στο δωμάτιο της να κρύφκεται τρομοκρατημένη, όρμησεν με οργήν πάνω της με το σπαθί του. Η Ελένη αντί να φαράσει όμως, εφώναξεν με λαχτάρα: «Πούλουκκε μου! Ευτυχς ήρτες να με σώσεις! Επερίμενα τούντην στιγμή δέκα ολόκληρα χρόνια!». Επειδή είδεν τον Μενέλαο νάκκουρν συγχυσμένον, έσυρεν κυριολεκτικά κάθε του αμφιβολία του νώμου της με μια κίνηση μόνο: εξεκούμπωσε τις ολόχρυσες πόρπες που εκρατούσαν το ρούχο της στους ώμους της τζ̆αι άφηκεν τον γαλαζιοπράσινον χιτώνα της να ππέσει ως τη μέση της . Τούτον ήταν. Ενεργοποιήθηκεν το κρυφό κουμπί του Μενέλαου το οποίον μόνο τζ̆είνη ήξερεν ότι υπήρχε: τα βυζούθκια της. Τα ολοστρόντζυλα, γαλακτερά, τρυφερά βυζούθκια της Ελένης. Είδεν πολλά βυζούθκια στη ζωή του τόσον κατά τη διάρκεια του ευτυχισμένου γάμου του με την Ελένη όσο τζ̆αι κατά τη διάρκεια του δεκάχρονου πολέμου αλλά σαν τα δικά της εν είσιεν. Τζ̆αι επιτέλους μετά που τόσο τζ̆ιαιρό εθωρούσε τα λάιβ καρτζ̆ιν του.
[…] Στο σημείο τούτο η Κλυταμνήστρα εσηκώστηκεν που τον θρόνο της τζ̆αι τιτσιροβύζα ακόμα, εκατέβηκεν τα σκαλιά, πλησιάζοντας πολλά προσεκτικά τον μονάκριβο της γιό. Έβαλεν το σιέρι της απαλά στο δικόν του, τζ̆είνο που εκρατούσεν το μασιαίρι, τζ̆αι με τρεμάμενη φωνή τζ̆αι μουσιεμένα μμάθκια είπε: «Αχ ρε αγόρι μου… πόσο σε πεθύμησα… Άφησ’ με να σε κρατήσω λλίο στην αγκαλιά μου» αλλά ο Ορέστης έκαμε μιαν γκριμάτσα σαν να έφαε πάτσο τζ̆αι ετίναξεν της το σιέρι της μακρυά του. Η Κλυταιμνήστρα επήρε μιαν ανάσα για να ανασυγκροτηθεί, τζ̆αι εσυνέχισε: «Τον Αίγισθο έννεν εγώ που τον έφερα αλλά ο λαός που αναγνώριζε το συμφέρον του τζ̆αι τι ήταν το καλλύτερο για τούντον τόπο. Ο Αίγισθος ήταν δίκαιος, σοφός τζ̆αι καλόκαρδος, εναντιώθηκε στο ξεζούμισμα του τόπου μας που τον καταραμένο τον πόλεμο που άρκεψεν ο τζ̆ύρης σoυ τζ̆αι ευτυχώς ήβρεν το θάρρος να σταματήσει να στέλνει άλλες ενισχύσεις. Όταν ήρτεν στο παλάτι, ήβρεν με 36 χρονών κοτζ̆ιάκαρη τζ̆αι εξύπνησεν μέσα μου μιαν φωθκιάν που εν ήξερα ότι υπήρχε καν. Έδειξε μου ότι η ζωή έννεν απλά μια αδιάκοπη τζ̆αι σιωπηλή θλίψη τζ̆αι αντίθετα που τον τζ̆ύρn σου ή τζ̆αι τον Τάνταλο ακόμα, εσεβάστηκεν το σώμα μου τζ̆αι την ψυσιήν μου. Εβασίλευσε στο πλάι μου σωστά, ενοιάστηκεν πραγματικά για τον λαό μας, τον λαό σου. Τα μμάθκια του Ορέστη εφαίνουνταν έτοιμα να κάψουν ούλλο το ανάκτορο: «Ακούεις τον εαυτό σου; Εν αντρέπεσα; Εν είσαι τίποτε άλλο που ένα βρωμισμένο πορνίδιον τζ̆αι μια φόνισσα! Αξίζει στον λαό μου έτσι Βασίλισσα; Ό,τι τζ̆αι να μου πεις, τίποτε εν μπορεί να σε δικαιώσει, εμόλυνες την τιμή του οίκου μας τζ̆αι ήρτεν η ώρα να πληρώσεις» τζ̆αι με τούτον ετράβησε την με μιαν απότομη κίνηση στην αγκαλιά του βυθίζοντας το μασιαίρι βαθκιά μέσα στο γυμνό της στήθος.»
(Αποσπάσματα)
