Γραμμές/ Ορίζοντας

Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτινού

Κατακαλόκαιρο

(μυθιστόρημα)

Εκδόσεις Μωβ σκίουρος, 2021

[…] Η Χρυσή ανεβαίνει στον τρίτο με το ασανσέρ. Τα δάκτυλά της τρέμουν καθώς πατάει το κουμπί. Κοιτιέται στον καθρέφτη. Μέσα της νιώθει και λιοντάρι και ποντίκι, όπως όλοι όταν πάνε να αναμετρηθούν με τη μαμά και τον μπαμπά.

Μη μασάς, της λέει το κορίτσι στον καθρέφτη. Ανασκουμπώνεται.

Μπαίνει μέσα, περνάει από το σαλόνι και κατευθύνεται προς το δωμάτιό της, σαν να μην έγινε τίποτα.

Πετάει κι ένα ξερό «καλημέρα», έτσι, για τους τύπους.

Η μαμά της στέκεται μπροστά της, γουρλώνει τα μάτια. «Παιδί μου! Γύρισες! Επιτέλους…» Σταυροκοπιέται ανεξέλεγκτα.

Ο μπαμπάς περνάει κατευθείαν στην επίθεση. «Α, μπα, βρήκες τον δρόμο να γυρίσεις; Δεν το περίμενα αυτό. Να μας απογοητεύσεις έτσι. Να εξαφανιστείς. Τι είναι όλα αυτά;» φωνάζει.

Η Χρυσή νιώθει ξαφνικά πολύ κουρασμένη. Δεν ξέρει από πού να αρχίσει.

«Θέλω να κοιμηθώ. Όταν ξυπνήσω, θα τα πούμε. Και να είστε ψύχραιμοι».

«Ψύχραιμοι; Παναγία μου! Τι θα ακούσουμε, άραγε;» αναρωτιέται η μαμά, τρέχει να ανάψει το καντηλάκι στο εικονοστάσιο.

Ο μπαμπάς βγαίνει έξω για να καπνίσει.

Η μαμά δεν θα ηρεμήσει αν δεν μάθει. «Πού ήσουν; Γιατί έφυγες χωρίς μια κουβέντα;»

«Επειδή θα βρίσκατε μια γελοία δικαιολογία για να μου το χαλάσετε».

«Εμείς;»

Η Χρυσή δεν απαντάει, κάθεται σε μια πολυθρόνα και μαζεύει δυνάμεις.

«Θα μου πεις; Θα με σκάσεις!» επιμένει η μαμά.

Η Χρυσή παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει.

«Ήμουν στην Ικαρία με την Άννα. Οι πρώτες μας διακοπές. Όπως θα έχετε προσέξει, μέχρι τότε δεν είχα ξεμυτίσει καθόλου από το σπίτι. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί;»

Ο μπαμπάς αφήνει στη μέση το τσιγάρο και γυρίζει στο σαλόνι.

«Σου είπαμε εμείς να μη βγεις από το σπίτι; Έλα, Παναγία μου…» αρχίζει η μαμά.

«Τις Παναγίες να τις αφήσεις στην ησυχία τους», αγριεύει η Χρυσή. «Με μεγαλώσατε μέσα στη μιζέρια και την τρομοκρατία. Και μέσα στις εκκλησίες, όλη την ώρα τάματα και κομποσκοίνια. Μόνιμα ένας σάκος του μποξ, να μου πετάτε πάνω όλο τον φόβο και τη θλίψη για τον αδερφό μου. Νομίζετε πως μόνο εσείς τον χάσατε; Κι εγώ τον έχασα. Αντί να με βοηθήσετε, μου φορτώσατε όλο το άγχος και το “μη μας πάθεις κάτι κι εσύ”. Μες στο μυαλό σας η καταστροφή ήταν θέμα χρόνου. Ήθελα να πάω εκδρομή; Βρίσκατε δικαιολογίες για να μην πάω. Για μπάνιο σχεδιάζαμε; Θα άκουγα μια ιστορία για τα περίεργα ρεύματα της παραλίας, πως πνίγηκαν ένα σωρό τουρίστες. Πάντα μια ιστορία φρίκης. Μια καταστροφολογία για όλα. Το ξέρω ότι έχετε πονέσει. Αφόρητα. Σας καταλαβαίνω. Αλλά να σας πω τη μαύρη μου αλήθεια; Χάσατε το ένα παιδί από αυτοκινητιστικό και το άλλο από τη φρίκη και τον φόβο. Και τώρα πια δεν έχετε ποιον να λούσετε με τους φόβους σας. Δεν έχετε πια τον κάδο απορριμμάτων σας. Είστε άρρωστοι».

Φορτώνει, φορτώνει και όλο ξερνάει χολή. Δεν έχει πειράξει ποτέ της ούτε μυρμήγκι και τώρα ανακαλύπτει την κρυφή, ένοχη χαρά να τους βλέπει να ταράζονται.

«Να σας φρικάρω κι άλλο; Τώρα που δεν είμαι πια το καλό κοριτσάκι της μαμάκας και του μπαμπάκα;»

Κανείς δεν μιλάει. Ο μπαμπάς κοιτάει το ημερολόγιο του τοίχου, η μαμά ξεροκαταπίνει.

«Ερωτεύτηκα έναν τύπο, σαραντάρη, με παιδί. Τον παράτησε η γυναίκα του. Έμεινα μαζί του, μέχρι που έμεινα έγκυος. Αυτός δεν ήθελε το παιδί και γι’ αυτό έφυγα. Αναγκαστικά. Γιατί αν είχα επιλογή, δεν θα γύριζα εδώ μέσα».

Μούγκα. Οι γονείς κοιτιούνται, δεν πιστεύουν στ’ αφτιά τους. Η μαμά έχει την αίσθηση ότι βλέπει μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία με τη ζωή άλλων ανθρώπων.

«Αποκλείεται», λέει τελικά η μαμά.

Η Χρυσή ανοίγει το σακίδιο και της δείχνει τη φωτογραφία με τον υπέρηχο. Η μαμά την κοιτάει και κοκκαλώνει.

«Ευχαριστημένοι τώρα;»

Ο μπαμπάς δεν μιλάει, μαζεύει δυνάμεις για την επίθεση.

Μετά από μερικά ατέλειωτα λεπτά, η μαμά παίρνει μπρος. «Και τι θα το κάνεις αυτό το παιδί; Τι αποφάσισες;» τη ρωτάει.

«Με ρωτάς εσύ; Εσύ, που έχασες ένα παιδί από ατυχία; Κι εγώ τι; Θα επιλέξω από μόνη μου να το χάσω;»

Δεν λέει τίποτα η μαμά της, μόνο ντρέπεται, σκύβει το κεφάλι και πηγαίνει να σφουγγαρίσει. Όποτε είναι λυπημένη, σφουγγαρίζει, γι’ αυτό σε λίγο θα σβηστούν τα μοτίβα από το μωσαϊκό στο πάτωμα.

Βγαίνει κι ο μπαμπάς για τσιγάρο στο μπαλκόνι. Τι να πει; Από τη μέρα που έχασε τον γιο του, τίποτα δεν τον αφορά. Το μπαλκόνι του, η μόνη του ανάσα.

(Απόσπασμα)
Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy