Γραμμές της Μαρίας Αβρααμίδου

Ο ελάχιστος αδελφός (απόσπασμα)

Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων,

ἐμοὶ ἐποιήσατε

Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον

Όλη τη νύχτα τους άκουγε να τσακώνονται. O λόγος εκείνου σκληρός, σαν ατσάλι, έκοβε στα δυο τους νυχτερινούς θορύβους. «Πρέπει…» Εκείνη έκλαιγε με σιγανούς διακριτικούς λυγμούς, για να μην ξυπνήσει τα άλλα παιδιά και όλο επαναλάμβανε μονότονα: «Δεν έχεις καρδιά», και εκείνος απαντούσε, «Έχω καρδιά για τα παιδιά μου, ακόμα και για τα δικά σου παιδιά, μα αυτό δεν βλέπεις ότι κάνει κακό σε όλους μας;» Και εκείνη έλεγε: «Τι κακό μπορεί να κάνει ένα αθώο πλάσμα, ένα… κουτάβι;» (Πώς η τελευταία λέξη έφθανε στ’ αφτιά του σαν παράπονο, σαν θυμός… Με ποιον άραγε; Ίσως με τον εαυτό της, που, μένοντας χήρα με δυο παιδιά, με τη μεγάλη αδελφή και τον αλλόκοτο αδελφό, γύρεψε να βρει έναν προστάτη και παντρεύτηκε τον πατέρα). Η απάντηση ερχόταν απότομη με τον γδούπο μιας τσεκουριάς: «Δεν βλέπεις που η κόρη σου σταφίδιασε και γέρασε φροντίζοντάς το; Θέλεις να μείνει γεροντοκόρη και η δική μου κόρη; Και τον μικρό μας γιο δεν τον σκέφτεσαι, που όλοι στην τάξη τον περιγελούν γι’ αυτό;» (Αχ αυτό το «νι» που πάντα έλειπε… Ο μεγάλος αδελφός δεν υπήρχε, δεν είχε φύλο· ήταν το ουδέτερο, το σκληρό «αυτό το πράμα»).

Κάτι τέτοιες νύχτες ήθελε να σηκωθεί και να τρέξει στο κρεβάτι τους και να τους πει ότι εκείνον δεν τον ένοιαζε που ο μεγάλος αδελφός ήταν αλλόκοτος. Δεν μιλούσε σαν όλους, παρά μόνο έβγαζε κάτι τσιριχτές φωνούλες και οι μύξες του έτρεχαν συνέχεια και η μάνα είχε στην ποδιά της πάντα ένα μεγάλο μαντήλι και τον σκούπιζε σιγομουρμουρίζοντας δυο λέξεις που έβγαιναν σαν κραυγή: «Γιατί, γιατί;» (Χρόνια πολλά ύστερα αναρωτιόταν σε ποιον απευθυνόταν αυτό το «γιατί»… Στον Πατέρα, στη ζωή, στον ουρανό; Πού; Πού;)  Ο νους του έτρεξε πάλι πίσω, σ’ εκείνο το φοβερό καλοκαίρι που πήγαν στο χωριό να ξεκαλοκαιριάσουν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Εκεί, τους πρόλαβαν τα εχθρικά αεροπλάνα. Ο πατέρας είχε πάει στο στρατό, όπως τους διέταξαν, κι αυτός έμεινε πίσω με τη μάνα και τα άλλα αδέλφια. Ήταν πρωί, σχεδόν αυγή, όταν τα αεροπλάνα πέταξαν χαμηλά σαν νάθελαν να μπουν στα σπίτια από τις ολάνοιχτες πόρτες (ακόμη και στο ορεινό χωριό της γιαγιάς, η ζέστη εκείνο το καλοκαίρι ήταν αβάστακτη). Οι χωριανοί, παραζαλισμένοι από τον βαρύ υγρό ύπνο τους, άρπαξαν τα μικρά παιδιά και έτρεχαν ξέπνοοι να κρυφτούν όπου προλάβαιναν: κάτω από κρεβάτια, κάτω από δέντρα, μέσα στη σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας, σε μάντρες, σε στάβλους… Θυμάται καλά πως επικρατούσε μια υπόκωφη σιωπή, λες και ο απόλυτος τρόμος λούφαξε κάπου βαθιά μέσα τους και δεν έβρισκε τρόπο να εκφραστεί (μπορεί κιόλας ο θόρυβος των αεροπλάνων νάταν πολύ πιο δυνατός από τον ανείπωτο φόβο τους).

Η μάνα άρπαξε στην αγκαλιά της τον μεγάλο αδελφό που γαντζώθηκε απάνω της σαν τρομαγμένο σκυλί και τα άλλα παιδιά, μισοκοιμισμένα, με τις καρδιές να παλεύουν να βγουν έξω από το στήθος από το φόβο, ακολουθούσαν την αδελφή τους, ξυπόλυτα και μισόγυμνα, χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο παρά μόνο να μην τους βρουν οι βόμβες και να ξεφύγουν από αυτήν την αποτρόπαια φωτιά που έπεφτε από τον ουρανό. Ούτε και που θυμάται πώς βρέθηκαν όλοι μαζί, με τους χωριανούς, με τη μάνα και τα αδέλφια του στη σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Εκείνο που θυμάται είναι πως πάνω από το θόρυβο των αεροπλάνων ήταν ένας άλλος θόρυβος· θόρυβος που είχε το χρώμα του απόλυτου μαύρου, του φοβερού ιλίγγου του θανάτου. Θυμάται πως τόνιωσε αυτό ώς μέσα στα βάθη τού είναι του και γύρεψε ν’ αρπαχτεί από τη μόνη σταθερή δύναμη, τη μάνα του, μα είδε πως γύρω απ’ αυτήν, σαν απελπισμένη ψυχή, σαν περικοκλάδα που αρπάζεται απ’ ό,τι βρει, ήταν ο αδελφός του. Τότε θυμάται πως τον μίσησε. Μόνο για μια στιγμή.

Όταν τελικά κόπασε το κακό (Πόσο κράτησε; Λίγες ώρες, λίγες μέρες, λίγα χρόνια; Ούτε και τώρα δεν μπορούσε να πει) γύρισαν στο σπίτι. Εκεί, βρήκαν έναν εξουθενωμένο και παρατημένο απ’ όλα πατέρα που είχε λουφάξει κάτω από τη βρύση της αυλής, με το νερό να τρέχει από πάνω του, σαν να προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά του φόβου που κούρνιαζε μέσα του. Και τότε, ένα παράξενο γεγονός συνέβη που ως τώρα σημαδεύει τον ύπνο του. Ο μεγάλος αδελφός όρμησε με αλαλαγμούς χαράς και πιάστηκε από τον πατριό του, όπως έκανε πριν με τη μάνα (ίσως για να δείξει την ευγνωμοσύνη του που αυτός ο μακρινός και ξένος άνθρωπος ήρθε να πάρει τη θέση του νεκρού πατέρα του και η μάνα έδειχνε να τον λογαριάζει). Μα αυτός άξαφνα, κυριευμένος από το πανάρχαιο μίσος που είναι μέσα στον πρωτόγονο άνθρωπο για ό,τι είναι αλλιώτικο, με ανείπωτη αηδία, τον ξεκόλλησε από πάνω του, τον έριξε κάτω και άρχισε να τον κλοτσά με μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές.

Τούτη η σκηνή σαν να πάγωσε το χρόνο και τώρα ο μικρός αδελφός την ξαναφέρνει στη μνήμη του με αργές λεπτομερείς κινήσεις, για να μείνουν εκεί ανεξίτηλα γραμμένες για πάντα. Βλέπει τη μάνα να ορμά πάνω στον άντρα της και, όπως κάνουν οι λέαινες σε σκηνές που έβλεπε στην τηλεόραση, να βάζει το σώμα της ανάμεσα στο ανεξέλεγκτο μίσος του εξαγριωμένου ζώου και στο παιδί της. Δεχόταν τις κλοτσιές με καρτερία· μόνο τα δάκρυά της έτρεχαν και έσταζαν πάνω στο παιδί, που, ξαφνιασμένο με ό,τι γινόταν γύρω του, την αγκάλιασε και σταμάτησε να φωνάζει. Τότε, ο πατέρας σταμάτησε ό,τι έκανε και κοιτώντας γύρω του, έβαλε το χέρι του στο στόμα, ίσως για να πνίξει μια κραυγή, και μπήκε στο σπίτι.

Γιατί τα θυμήθηκε απόψε τόσο καθαρά όλα; Τι τον έσπρωχνε να καθίσει στο κρεβάτι του και ν’ ακούει με αγωνία τις κουβέντες της μάνας και του πατέρα; Τώρα έπεσε σιωπή στο διπλανό υπνοδωμάτιο· ακουγόταν μόνο ο βαρύς χτύπος του ρολογιού.

«Πονάω τώρα που σου μιλώ έτσι, μα πρέπει, πρέπει σου είπα, για το καλό όλων μας… Για τα γερά μας παιδιά…»

«Για τα γερά μας παιδιά…» επανέλαβε κι η μάνα σαν ηχώ…

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy