Γραμμές/Ορίζοντας

Μάρθα Αντωνιάδου Αποστολίδου

Θραύσματα μνήμης

Εκδόσεις Κώστα Επιφανίου, 2022

 

Του Ιούλη

 I.

Μεγάλη η συμφορά

που ’φερε τούτο το καλοκαίρι.

Οι ερπύστριες χαράκωσαν

τους δρόμους της ζωής μας.

Το αίμα, υπερβολικά πολύ

σημάδεψε την αυγή της νιότης μας.

Ύστερα, πέτρωσαν τα χρόνια

πλάκωσαν κάθε σταλαγματιά ονείρου.

 

II.

Αθέατες γλιστρήσαν οι στιγμές

μέσα απ’ τα παραθυρόφυλλα

περιμένοντας πρόσταγμα.

Κρέμασε τον ίσκιο της η σιωπή

κάτω απ’ τ’ αστέρια.

Τι να περίμενε;

Εμείς, με την καλοσύνη ως άλλοθι

χωρίς καμιά υποψία

κουνήσαμε το μαντίλι

στην καταιγίδα που ερχόταν

για να κλέψει το αύριο

απ’ των παιδιών μας τα μάτια.

Ιούλης, 1974

 

IX.

Φθινοπώριασε νωρίς

φως για τον χειμώνα

δεν περίσσεψε.

Μόνο το γέλιο έμεινε

μιας παιδικής αμαρτίας

να αιωρείται ανέμελο.

Οκτώβρης, 1974

 

Του Αγαπημένου

                                Στον Μελέτη

 

Δεν θυμάμαι πότε το σκέφτηκα.

Ούτε θυμάμαι γιατί το σκέφτηκα,

πώς βρέθηκα εκεί.

 

Πού τη βρήκα τη δύναμη

δεν ξέρω.

Ποτέ δεν θα μάθω.

 

Πόση ώρα σ’ έψαχνα, πάλι δεν θυμάμαι.

 

Θυμάμαι μόνο που με την καρδιά ν’ αγωνίζεται

να κρατηθεί στη θέση της

ευχόμουν να μην σ’ ανταμώσω.

 

Αυτό, το θυμάμαι πολύ καλά.

 

Θυμάμαι ακόμη τη μυρωδιά

του θανάτου, που τόσο πρόθυμα

κατακάθισε στο δέρμα και στην ψυχή μου.

 

Ιούλης μήνας, κατακαλόκαιρο.

 

Θυμάμαι τ’ ασήκωτα, τ’ αλύγιστα

παγωμένα κορμιά, το ένα πάνω στο άλλο

στο τσιμεντένιο πάτωμα του Νεκροτομείου.

 

Ιεροσυλία –

 

Θυμάμαι τα γυάλινα μάτια

που κοίταζαν, μα δεν έβλεπαν

που έφυγαν, μα χρόνια τώρα

επανέρχονται, ζητώντας δικαίωση.

 

Θυμάμαι τα πρόσωπα

που πάγωσαν, πριν προλάβει

να φύγει ο τρόμος.

 

Α, ναι, στη φρικτή όψη του θανάτου

τρομάζουν ακόμη και αυτοί

που γίνονται ήρωες.

(Απόσπασμα)

 

Της Μάνας του Αγνοούμενου

ΙΙ.

Δεν έχουν φωνή

οι αγνοούμενοι.

Ελπίδα έχουν;

 

ΙΙΙ.

Κρεμασμένη μεσίστια

δεν χάνεται

επιμένει η ελπίδα.

 

Της Γυναίκας του Αγνοούμενου

II.

Μάζεψες όλα τα φωτεινά υπολείμματα

ένα-ένα.

Φιλάργυρα κράτησες

ήχους

εικόνες

γεύσεις

χρώματα

μνήμες.

Περιμένοντας έπλεξες

όλες τις υφάνσεις της αναμονής.

 

Του Πενταδάχτυλου

III.

Με καταχνιά σκεπάστηκες πάλι, Πενταδάχτυλε.

 

Είναι που ντρέπεσαι την αλήθεια

ν’ αντικρίζεις πρόσωπο με πρόσωπο;

 

Πώς επιτρέπεις να λυγίζουν οι αντιστάσεις σου;

Μήπως άρχισες να συμβιβάζεσαι;

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy