Γραμμές/ Ορίζοντας
Νένα Φιλούση
Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες
Εκδόσεις Βακχικόν, 2022
Παρουσίαση του βιβλίου στον Πολυχώρο Γιασεμί στη Λεμεσό (απέναντι από το Θεατρικό μουσείο), την Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022 στις 19:00 .
Θα μιλήσουν: Παναγιώτης Νικολαιδης, Κυριάκος Αναγιωτός και Κώστας Πετρίδης.
Θα διαβάσουν αποσπάσματα: Μάριος Αγαθοκλέους, Δομνίκη Αγαθοκλέους, Μπάμπης Αναγιωτός, Ειρήνη Κακογιάννη, Πάμπος Κουζάλης, Νίκος Μυλωνάς και Ευγένιος Μυλωνάς
INTRO
Η δεκαετία του ’80 ήταν περίεργη εποχή. Σχεδόν πόρνικη. Εύρωστη, μεταπολιτευτική, τραυματισμένη, αλλά και ψεύτικη, ποζαρισμένη, σινιέ – μια κακή αντιγραφή ανέμελης αμερικανιάς. Ήταν λες και αποφασίσαμε όλοι μαζί να αφήσουμε τις πίκρες μας και να στηθούμε για φωτογραφία μπροστά από νεόδμητα σπίτια με γιασεμιά ή προσφυγικά συνοικισμών, σε απάχικα ταβερνάκια, σε πολύχρωμες δισκοθήκες, σε πιάνο μπαρ ξενοδοχείων. Απηχούσαν ακόμα τα πάθη και το πάθος του ’70, που με τη σειρά τους ξεθύμαιναν αρχές του ’90.
Φοράγαμε άθλια ρούχα. Τα κορίτσια γυαλιστά, έντονα ή μπλουζάκια μακό, όλα τεράστια, και οι βάτες που κυριαρχούσαν παντού ήταν λες και μπήκαν σκόπιμα σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο για να πιέζουν τους ώμους μας, να πιέζουν τη σπονδυλική στήλη, να επηρεάζουν το μυαλό μας. Τα μαλλιά μας φράντζα-σιντριβάνι πατητή στη λακ, στα αγόρια χωρίστρα. Έπιπλα χοντροκομμένα, αναπαυτικά, με μεγάλα λουλούδια και γεωμετρικά σχήματα. Αυξήθηκαν οι ταξιτζήδες. Τα έργα κοινής ωφελείας. Οι γιατροί. Οι μάγκες είχαν ανοιχτά πουκάμισα, τριχωτό στήθος και χρυσή καδένα με σταυρό. Είχαμε ακόμα καμπαρέ. Έγινε μόδα το φροντιστήριο αγγλικών. Δημιουργήθηκε νέα τάξη, οι ψευδοπλούσιοι. Κάναμε όλοι πάρτι γενεθλίων.
Οι ποιητές ήταν μετρημένοι και γνωστοί, όπως και οι υπεραγορές, οι φούρνοι, τα ψητοπωλεία της γειτονιάς. Κυκλοφορούσαν ακόμα άνθρωποι με τον πόλεμο, τη βία, τον θάνατο, τις κακουχίες, τον κατατρεγμό, την εξορία, τα βασανιστήρια μέσα στα μάτια τους. Τα λεγόμενα πολιτικά ή κοινωνικά φρονήματα ήταν το μέγα κριτήριο από το παρελθόν για να εισέλθεις σε μια μετρημένη κοινωνική ζωή. Οι πολιτικοί είχαν έναν ενθουσιασμό που δεν καταλάβαμε ποτέ από πού πήγαζε. Η λέξη-κλειδί ήταν η αλλαγή. Λες και το’60 ή το ’70 δεν γίνονταν αλλαγές. Μπήκε στη ζωή μας η ΕΟΚ. Το μονοτονικό ανακούφισε αρκετούς μαθητές. Η διαφήμιση έγινε τέχνη. Τη σπουδάζανε κιόλας. Η τηλεόραση έγινε έγχρωμη. Είδαμε χρωματιστούς τους Ολυμπιακούς του ’80 λίγοι, του ’84 αρκετοί και του ’88 σχεδόν όλοι.
Η Φιλούσα είχε νεολαία τα καλοκαίρια και ακόμα ζούσαν η Περσεφόνη και η Πολυμνού. Κάθε φυσιολογική οικογένεια είχε συγγενείς στην Αυστραλία ή στη Γερμανία ή στην Αγγλία. Εμείς δεν είχαμε. Ο παππούς έκοψε το τσιγάρο κι έπιασε φιλενάδα. Τα δειλινά παίζαμε μπάλα στον δρόμο.
Στο νησί ειδικά κυριαρχούσε ένα περίεργο παιχνίδι μνήμης. Ενώ τα γεγονότα ήταν πρόσφατα και όλοι ξέραμε ή θυμόμασταν ή τρομάζαμε ή πονούσαμε, εντούτοις παντού γύρω μας επαναλαμβανόταν η άρση της άρνησης, ένα συνθηματικό Δεν Ξεχνώ κεντημένο με πέρλες ευμάρειας και ρουφιανιάς, ώστε τελικά κατάφερε να γίνει αυτό που φώναζε να μη γίνει, δηλαδή λησμονιά. Θέλαμε όλοι τόσο πολύ να ξεχάσουμε. Στο σχολείο μάς έδιναν να φάμε κάτι αηδίες που έστελνε η Αμερική, σαν γάλα σκόνη στερεάς μορφής, συσσίτιο. Και ρυζόγαλο. Μετά τον πόλεμο, τους πρώτους Σεπτέμβρηδες μας έλεγαν οι δάσκαλοι άμα θέλουμε να πάρουμε και την κούκλα μας στο σχολείο, τάχα να μας απαλύνει τους φόβους, αλλά τα μισά παιδιά δεν είχαν παιχνίδια. Από το ’80 και μετά όμως όλοι είχαν δικό τους ρυζόγαλο, δικό τους παιχνίδι και δικό τους απόθεμα πόνου. Οι πρόσφυγες έκαναν συνέχεια συγκρίσεις. Σε μας ήταν αλλιώς· έλεγαν, εμείς αυτό ή το άλλο και τέτοια. Κι ακόμα δάκρυζαν.
Ήταν η δεκαετία που μας ανακάλυψαν οι σκανδιναβικές χώρες. Κάναμε εξαγωγή σπέρμα δωρεάν και παίρναμε συνάλλαγμα για τον ήλιο και τη θάλασσα που ήταν ακόμα μπλε. Δειλά δειλά, οι πατεράδες άφηναν τις κόρες τους να σπουδάσουν. Οι καλοί μαθητές που είχαν λεφτά πήγαιναν για σπουδές λίγοι στην Αγγλία, οι περισσότεροι στην Αθήνα, όπου μάθαιναν το νόημα της πολιτικής, και ελάχιστοι στην Αμερική, απ’ όπου δεν ξαναγύριζαν.
Το ’80 ξαφνικά είχαμε τρόφιμα άφθονα, επεξεργασμένα, από διάφορες χώρες. Το φρέσκο γάλα πήγε στα χωριά σε συσκευασία λίτρου. Φούντωσαν και οι βιομηχανίες παραγωγής ποικίλων προϊόντων. Από μπιφτέκια και μπλουζάκια μαζικής παραγωγής μέχρι χαλάκια εισόδου κατά παραγγελία. Τότε ήταν που γέμισαν οι βεράντες και τα καφενεία με πλαστικές καρέκλες. Οι πλούσιοι επιδείκνυαν αυτό που αργότερα γνώρισαν και επιπόθησαν όλοι, το ντιζάιν. Η επιτήδευση δεν λογιότανε επιτήδευση, επειδή ήταν τρόπος ζωής. Μεθοδικά δημιουργήθηκε το απόλυτο όνειρο: οικονομική και κοινωνική επιτυχία – όλοι ποθούσαν να επιτύχουν.
Επίσης, όλοι θέλαν να γράψουν βιβλίο γι’ αυτό που έχασαν – ο άτυπος διαγωνισμός «ποιος έχασε περισσότερα» ακόμα συνεχίζεται. Είχε πέσει χρήμα. Από πού, δεν καταλάβαμε, αλλά έπεσε με διάφορους τρόπους σε πολλά πεδία. Έβλεπες παντού την προσπάθεια να φανεί πόσο καλή, πόσο συγυρισμένη, πόσο αναπτυγμένη ήταν η ζωή μας. Ακριβώς επειδή δεν ήταν.
