Γραμμές/ Oρίζοντας

Ρωξάνη Νικολάου

Σαλός μαγνήτης

Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2022

 

Το τραγούδι του αέρα

Έπεσα μες στο πηγάδι

που μ’ άνοιξε η γέννησή μου.

 

Μηδενικά στιγμών

και κοχύλια κατειλημμένα

από φόβο

βρέχει μ’ ελάχιστες διακοπές.

 

Μην έχεις έγνοια∙

πάνω απ’ το κουφάρι μου

θα τραγουδάει ο αέρας

ότι μέχρι θανάτου κράτησα.

Απλώνεις λιγάκι το χέρι χραπ στο κόβουνε το πόδι χραπ… τέλος το κεφάλι το καβούκι ύστερα τσακίζουν με την πέτρα τους αυτοί που πρώτοι θα λυπηθούνε για το θάνατο σου

Κατασκηνώσανε δεν βλέπεις;

στην πόρτα σου

 

με τα όπλα τους

περιμένουν νύχτα μέρα ακίνητοι

 

αλλά μπορεί

να προλάβει ένας

να’ ναι δικός σου

μέσα απ’ το σπίτι σου.

 

Να φυσάει το αεράκι

Να φυσάει το αεράκι

να στάζει η βροχή απ’ τα φύλλα

ο ήλιος να στεγνώνει τις πεταλούδες

εγώ να φτιάχνω ήσυχα κάτι

εσύ να έρχεσαι από τα περβόλια

απ’ τα ψώνια ή απ’ τη θάλασσα

στο πάνω σπίτι να μιλούν

ν’ ακούγονται τα βήματα τους

και δεν θα με νοιάζει

αν θα ‘μαι πεθαμένη.

 

Πασατέμπος της όρασης

Είμαι ένα πηγάδι
με λιγοστό νερό
καμιά φορά στερεύω
και μονάχα κοιτάζω:

το ανάπτυγμα του ειδώλου μου
στο θόλο

καθώς πέφτει

τον ίλιγγό του στα τοιχώματα
τον ξερό του κρότο

αντιστροφή της μοίρας
επαναληπτική
πασατέμπος της όρασης.

 

Στην έρημο της Αγίας Φυλάξεως

Ανοίγει με το κομπρεσέρ ένα λαγούμι

ρίχνει μέσα το συσσίτιο της μέρας και ξαπλώνει

κύματα σβήνουν σκοτεινά στο στήθος του

κομμάτια πάγου πλέουν στο πρόσωπο του

 

οι κάτοικοι ανοιγοκλείνουν τ’ αυτοκίνητά τους

τις γυάλινες πόρτες των καταστημάτων

τη βουβή σιωπή των νοσοκομείων

τα άγχη της νύχτας

τη φωνή τους

τον προσπερνούν

 

παγωμένος αέρας θερίζει στην έρημο

της Αγίας Φυλάξεως

 

μην τον μνημονεύσεις στους νεκρούς, όχι ακόμα.

 

Είμαι το ασφούγγιστο δάκρυ στο πηγούνι σου θεέ

Η 92χρονη στο πλαϊνό κρεβάτι κοιμόταν

όλο το πρωί κι όλο τ’ απόγευμα

 

το σώμα συντάρασσαν περάσματα

αόρατων επισκεπτών

 

ώσπου το βράδυ ήρθε ο γαμπρός

ψηλός, μούσια, κασκέτο ναυτικό

 

«θα πεθάνω» του είπε

ανοιγοκλείνοντας άηχα τα χείλι

«σ’ αφήνω εγώ;» της είπε

 

φίλησε την παλάμη του

και τον κοίταξε στα μάτια

 

το άλλο πρωί το κρεββάτι της ήταν άδειο

η καθαρίστρια είχε ξεχάσει

ένα καλαμάκι από κάτω

εκείνο που της έδινα νερό

 

«διψώ, διψώ, διψώ» φώναζε όλη τη νύχτα

 

Φαντασμαγορία

Αυτός που φτιάχνει το σκοινί κι αυτός που το ρίχνει κι αυτός που το γραπώνει

για να βγει έξω κι αυτός που τον σπρώχνει για να πέσει κι αυτός που πέφτει

κι αυτός που σκάβει στα τοιχώματα γυρεύοντας τ’ όνομά του κι αυτός που το θάβει

κι αυτός που ο ρόγχος του καθώς σβήνει αντιφεγγίζει στο σώμα του διπλανού

κι αυτός που ονειρεύεται ότι μακριά, πέρα από το λάκκο,

υπάρχει η φαντασμαγορία της μέρας και της νύχτας.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy