Γράμμες/ Ορίζοντας

Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Αυτό φταίει

(Διηγήματα)

Εκδόσεις Μελάνι, 2021 

 

Η Πανδώρα

«Πώς τις πίνετε αυτές τις αηδίες βρε κορίτσια. Να σας στύψω μια πορτοκαλάδα να ξεδιψάσετε;»

Κάθε μεσημέρι είχαμε την ίδια συζήτηση· όσες φορές και να της αρνιόμασταν, όσο και να της εξηγούσαμε πως για μας τίποτε δεν ήταν σαν το φραπέ. Έπλαθε την μια πλακόπιτα μετά την άλλη, τις έψηνε στα ξύλα και μας μπούκωνε όποτε κάναμε διάλειμμα κάτω από τα λιόδεντρα. «Έλα-έλα! Κουράζεστε!» μας μάλωνε όταν κάναμε πως δε θέλαμε άλλο, και τα δυο μικρά της μάτια, στο χρώμα της άγουρης ελιάς, γέμιζαν φως.

Πιο πολύ μπελάς ήμασταν εμείς στο μάζεμα του καρπού, παρά βοήθεια. Τρία δένδρα χτένιζαν οι εργάτες για κάθε ένα δικό μας. Οχτώ άτομα σε μια καλύβα στο βουνό για πέντε μέρες, δίχως ρεύμα, δίχως τρεχούμενο νερό κι όλο το κουμάντο επάνω της. Να συντονίσει ολωνών τη δουλειά και μετά να κάτσει στην σκιά της καλύβας να διαλέξει στην ποδιά της τις καλύτερες ελιές, αυτές που θα ήταν για φάγωμα. Στην ίδια ποδιά που ταχτάρισε κάποτε εμάς κι αργότερα τα εγγόνια της. Ακούραστη μέχρι την τελευταία μέρα, μα με τεράστια αγωνία μη και δεν βγει το λάδι της χρονιάς. Πιο πολύ, για εκείνο το λίγο παραπάνω που ήθελε να μοιράσει στο σόι. Κατάδικο της δεν ήταν τίποτε, ποτέ.

Η Πανδώρα. Έτσι την ήξεραν όλοι. Και ποθούσε να μας έχει κοντά της· όπως η κλώσα τα κλωσσοπούλια, κι ας ήταν η συνεισφορά μας λειψή. Κι όλοι λέγανε πως όσο ήμασταν γύρω της, έλαμπε ολόκληρη.

Όσο για μας, ζούσαμε στον κόσμο μας όπως συμβαίνει πάντα με τους νέους. Τώρα που έφυγε, όμως, το λάδι -μα τον Θεό- μας αφήνει μια ταγκή γεύση στο στόμα.

 

Στο καλάθι με τα άπλυτα

Κυριακή. Ο Πέτρος είχε μόλις ξυπνήσει και μπήκε στο μπάνιο. Καλημέρα δεν της είπε βέβαια, μα δεν είχε καμιά σημασία. Άλλωστε, την καλημέρα δεν την είχε ακούσει ποτέ στο σπίτι. Ούτε ακόμα όσο ζούσε εκείνος.

Έβαλε το γιουβετσάκι στον φούρνο και γύρισε να φτιάξει τον καφέ του. Τρεις κουταλιές ζάχαρη. Ίδια όπως τον έπινε ο πατέρας του. Τόση ζάχαρη για τους δυο τους, πώς γίνεται για την ίδια να περισσεύει μόνο πίκρα…

Έδωσε με το κουταλάκι δυο βόλτες στον καφέ κι έμεινε να κοιτάζει τις φουσκάλες που σχηματίζονταν στην επιφάνεια. Να, κάπως έτσι εξακολουθούν να σκάνε κι οι δικές της στεναχώριες κάθε μέρα. Πιο μεγάλη απ’ όλες, αυτή που πήρε το πρωί, όταν άδειαζε το καλάθι με τα άπλυτα για να βάλει μπουγάδα. Της το ’χε πει ο παπα-Ανέστης την προηγούμενη Κυριακή, μα δεν θέλησε να το πιστέψει. Τον είδανε λέει τον γιο της μαζί μ’ εκείνους τους καταραμένους με τις μαύρες μπλούζες…

Μόλις τον άκουσε να βγαίνει από το μπάνιο, σέρβιρε βιαστικά τον καφέ στο τραπέζι και βγήκε στην αυλή. Δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. Ανάμεσα στις γλάστρες της· μόνο εκεί ήξερε ν’ αδειάζει τον θυμό της. Γιατί για κουβέντες είναι αργά πια, και το ξέρει. Ξέρει ακόμα πως φταίει κι η ίδια. Τον άφησε να πλάσει τον γιο τους σαν τα δικά του μούτρα. Κι εκείνοι, οι άντρες της, άφησαν το σπίτι μαζί με τη ζωή της να ρημάξουν.

Ανακάτεψε τα φύλλα της λουΐζας και πήρε μια βαθιά εισπνοή πριν γυρίσει στην κουζίνα της. Όπως πάντα, θα συνέχιζε να του ψήνει τον πρωινό καφέ, να του φτιάχνει το γιουβέτσι της Κυριακής, να μαντάρει τις κάλτσες του. Και να βάζει μπουγάδες.

Τη μαύρη, όμως, φανέλα θα την άφηνε για πάντα να σαπίζει στο καλάθι με τα άπλυτα.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy