Γραμμές του Χρίστου Χατζήπαπα

Χρίστος Χατζήπαπας

Αλλόφυλοι εραστές (διηγήματα)

Εκδόσεις Γκοβόστη

 

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί:

Λακατάμια: Τρίτη 22 Μαΐου, 19:45, Αναγνωστική Λέσχη Δήμου Λακατάμιας. Παρουσιάζει ο Χρυσόστομος Περικλέους

Λάρνακα: Πέμπτη 31 Μαΐου, 19:30 στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας. Παρουσιάζει η Μυρτώ Αζίνα

Αγλαντζιά: Τρίτη 5 Ιουνίου, 19:45 στο Σκαλί Αγλαντζιάς. Παρουσιάζουν ο Αιμίλιος Σολώμου και η Μυρτώ Αζίνα.

Αλλόφυλοι εραστές (απόσπασμα)

Η Ντενίζ, όνομα και πράμα· θάλασσα τα μάτια της. Η πιο όμορφη, η πιο γλυκιά του χωριού. Ο Παντελής έπεσε της αγάπης της. Μελαχρινός εκείνος, ψηλός, εγκαταστάθηκε στην καρδιά της. Το σπίτι του ήταν δίπλα στην εκκλησία, κοντά στο γεφύρι που τους χώριζε από τον τουρκομαχαλά. Της Ντενίζ, απέναντι. Μπορούσε να την βλέπει σαν έπλενε το προσωπάκι της στη κρεμαστή βρύση πάνω από τη γούρνα, πριν φύγει για το σχολείο. Ένα απόβραδο επέστρεφε σπίτι ζαλισμένος από τα φιλιά της και δεν πήρε είδηση τα τέσσερα τουρκόπουλα κρυμμένα κάτω από τη γέφυρα. Έφαγε γερό μπερντάχι. Και τον προειδοποίησαν πως αν δεν άφηνε ήσυχο «το κορίτσι τους», θα είχε μαζί τους κακά ξεμπερδέματα. Οι νεαροί εραστές πείσμωσαν. Στην αρχή άρχισαν να βλέπονται αραιά και πού στη Μόρφου, όπου μετά το γυμνάσιο, έκανε κανένα κουτσοδούλι, περιμένοντας την πρόσκληση από την Αγγλία Της το κρατούσε όμως κρυφό. Η Ντενίζ είχε φοιτήσει κι εκείνη μερικά χρόνια στο Ανώτερο της Λεύκας, της διπλανής κωμόπολης. Νόμιζαν και οι δυο, ο καθένας ξεχωριστά, κάπως θολά, πως ξέρανε τι ήθελαν

Ώσπου μια μέρα, που το χωριό έμοιαζε γαλήνιο, σαν βγαλμένο από ανασκαφές, ο Παντελής πήγε σπίτι της. Οι γονείς της λείπανε στη Χώρα. Θα του το σφύριξε η ίδια το προηγούμενο δείλι, που είχαν συναντηθεί στη βρύση. Εκεί μαζεύονταν οι νέοι, κατά το σούρουπο. Θα τον περίμενε, δηλαδή. Μέρα γαλήνια, σοκάκια βουβά, οι σαύρες είχαν γάμους μυστικούς Αυτά θα σκεφτόταν ο Παντελής, που βρήκε μισάνοικτο το ξωπόρτι και την Ντενίζ να τον περιμένει πίσω του αναψοκοκκινισμένη, όλο χαμόγελο. Τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε. Σε λίγες μέρες κι αυτουνού η οικογένεια θα μετακόμιζε. Και μετά, τρέχα γύρευε… της είπε. Τον φίλησε ξανά, σαν να τον έχανε. Της εκμυστηρεύτηκε πως σύντομα θα μετανάστευε.. Δεν μας σηκώνει ο τόπος, της είπε. Εκείνη το πήρε ανάποδα κι ένα δάκρυ της, ζητούσε λες πίσω το φιλί της. Τώρα τη δάγκωσε εκείνος στ’ απανωχείλι, να τη συνεφέρει. Της είπε για τον θείο στο Λονδίνο, δεν είχε παιδιά, κάτι έψηνε για λόγου του. Του έταζε και κάποια δουλειά. Μόλις σταθεί στα πόδια του, της ομολόγησε, θα της έστελνε εισιτήριο Το δαγκωμένο χείλι της φούσκωσε πάλι, γλυκό σαν μέλι. Τώρα κατάλαβε πως μαζί ονειρεύονταν· δάκρυσε. Ο Παντελής ετοιμαζόταν να του δίνει μια ώρα γρηγορότερα. Τον έπιασε φόβος. Είχαν προχωρήσει πιο πολύ. Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά, η Ντενίζ τον τράβηξε και τον πήρε εκεί όπου η στιγμή περίμενε εδώ και καιρό. Τα πάντα ήταν ώριμα μέσα τους. Το ίδιο της το κορμί, γινωμένο, τον έκλεισε ολοκληρωτικά μέσα του. Έτοιμοι οι δυο να πεθάνουν στη στιγμή, γι’ αυτό που ζούσαν. Τους έφτανε.

Σαν παρέλαβε το εισιτήριο από Αγγλία, ξομολογήθηκε τα καθέκαστα στη μάνα του. Εκείνη δάγκωσε τα χείλη.

«Ήξερα πως δεν θα σε σταματούσε το ξύλο που έφαγες. Το κακό και να το αλέσεις σε χερομύλι, βλαστά πάλι. Χαντάκωσες το μέλλον σου, γιε μου!» Γέμισαν τα μάτια της. «Η “θάλασσά” σου είναι καλή κοπέλα, δεν λέω, αλλά η ζωή μας είναι φαρμακερή, παιδί μου. Σαν κουφή*. Μην την πατήσεις Σε δάγκωσε, δεν σε προλαβαίνει μήτε ο δαίμονας. Αυτός είναι ο τόπος μας!» Τον φιλούσε με δάκρυα. Σαν συνήλθε, είπε πως θα το έλεγε το βράδυ στον πατέρα του. Να δουν πώς βγαίνουν απ’ αυτό το λούκι.

«Θα του το πω εγώ, μάνα!»

Το ’74 τούς βρήκε στην Αγγλία. Ο Παντελής με τελειωμένες τις σπουδές, δούλευε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Η Ντενίζ πάντα δίπλα του. Στο μεγάλωμα του παιδιού βοηθούσε κι η θεία, που αν και άτεκνη βρέθηκε αίφνης με εγγονάκι στην αγκαλιά. Στείλανε φωτογραφίες στη μάνα του, στη μάνα της. Μια μικρή αγγέλισσα. Υβρίδιο ελληνοτουρκικό, έλεγε τη Σαβίνα ο θείος, που από την αρχή είχε δεχτεί την Ντενίζ σαν κόρη του. Στο μανάβικό του σύχναζαν πολλοί πελάτες Τούρκοι. Ενώ της μάνας τού Παντελή, της είχε κολλήσει η βελόνα πως «όσο πιο μακριά από την κουφή, τόσο το καλύτερο, δεν θα υποφέρει!» Και δεν τους το ζήτησε ποτέ, να έρθουν πίσω κάποια μέρα, να φέρνανε και την εγγονούλα να την δει. Ας της κόβανε εισιτήριο να πήγαινε η ίδια Το ίδιο κι η συμπεθέρα. Τα παιδιά τους, όμως, τους το φύλαγαν για έκπληξη. Είχαν κόψει τα εισιτήρια. Θα κατέβαιναν σε λίγες μέρες, με σκοπό να ανιχνεύσουν το τοπίο της μόνιμης επιστροφής. Η εταιρεία τους άνοιγε παράρτημα στη Λεμεσό.

Η κουφή, όμως, ξανασήκωσε κεφάλι. Δεν πρόλαβαν να ανεβούν τη σκάλα του αεροπλάνου.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy