Γραμμές του Γιάννη Κατσούρη

ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΤΣΟΥΡΗ

Το Σταθερό Σημείο (διηγήματα)

Λευκωσία 1973

Η ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ

Σαν ακουγόταν ο θόρυβος της μοτοσικλέτας, εμείς όλα τα παιδιά, παρατούσαμε το ποδόσφαιρό μας και πιάναμε τα καλντερίμια. Κοιτούσαμε κάτω μακριά τον δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Κι ο Αντρέας, καβάλα στο πολύπλοκο μηχάνημά του, διαγραφόταν εκεί στο βάθος και σε λίγα δευτερόλεπτα περνούσε από μπροστά μας καμαρωτός, με το πουκάμισο ανοιχτό, με τα πελώρια σκούρα γυαλιά για τον αγέρα και το φως και τα πέτσινα στρατιωτικά γάντια που ’φταναν ώς τις αγκώνες του.

Και σαν εκείνος χανόταν στην άλλη άκρη του δρόμου μέναμε εκεί στα καλντερίμια, σα να μας είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.

Τι καλά να ’μαστε και μεις σαν τον Αντρέα… να ’χαμε τη μοτοσικλέτα του!

Oμως ξέραμε ότι αυτό ήταν αδύνατο κι έτσι ανοίγαμε τα πουκάμισα, σκύβαμε τα κεφάλια, κλοτσούσαμε τις πέτρες του δρόμου, ώσπου τέλος-τέλος κάποιος έλεγε:

– Είναι πέντε αλόγων.

– Oχι τριών.

– Πέντε ! Τον άκουσα μια μέρα που το ’λεγε ο ίδιος.

– Αν ήταν πέντε αλόγων θα ’χε δυο εξός!

– Εχει!

– Δεν έχει!

– Είναι που δεν την είδες από παντού. Eχει και τρεις ταχύτητες! […]

Στο τέλος σαν τελειώναμε με τα εξός, τα νίκελ, τις ταχύτητες, τις ρόδες, το κάθισμα, τον Αντρέα και το μουστάκι του, σιωπούσαμε… κι αρχίζαμε πάλι να κλoτσάμε τις πέτρες, να φτύνουμε μακριά, όπως εκείνος καμιά φορά…

Τι καλά αλήθεια, να ’μαστε σαν τον Αντρέα… Να πατάς γκάζι και να σηκώνεις σύννεφο τη σκόνη και να κάνεις τις γυναίκες στα σοκάκια να τσιρίζουν, να περιμαζεύουν τα πιτσιρίκια τους απ’ τις στράτες αλαλιασμένες και να βρίζουν.

«Παλιόπαιδο… Αλήτη!» Τι καλά αλήθεια να μας φώναζαν και μας «αλήτη» και «παλιόπαιδο», την ώρα που τσιρίζανε…

Εγώ προσωπικά είχα πάθει ψύχωση μ’ αυτή την ιστορία. Ιδίως σαν κάποτε, ο Αντρέας με κάθισε στο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας του και μου έκανε μια βόλτα στο χωριό, και με είδανε οι φίλοι μου, που είμαι σίγουρος πως κιτρίνισαν απ’ το κακό τους.

[…]Τις Κυριακές θυμάμαι πήγαινα πάντα στην εκκλησία. Hταν διαταγή του δασκάλου. Στεκόμουν εκεί μόνος δίπλα στον παππού μου, μια κι ο δάσκαλος αποφάσισε ότι ήμουνα φάλτσος κι έτσι δεν θα μπορούσα να τον βοηθώ στην ψαλμουδιά, όπως οι φίλοι μου. Oμως από τότε που καβάλησα τη μοτοσικλέτα του Αντρέα τα πράγματα άλλαξαν.

Δεν έβλεπα πια τον Χριστό που καθόταν στα γόνατα της Παναγίας, έτσι μικρούλη και συμπαθητικό, ούτε τον Αη Γιάννη, που ’ταν γυμνός κι έκρυβε με τη γενειάδα του ακόμα και το σώβρακό του, ούτε τους τρεις ιεράρχες που βλογούσανε τον κόσμο. Εγώ δεν ξέρω γιατί, έβλεπα μονάχα τον Aη Γιώργη που ’ταν πάντα καβάλα εκείνο τον φοβερό δράκο. Ωσπου μια Κυριακή, εκεί που μισοκοίταζα σκυφτός ακριβώς τα ματωμένα πόδια του αλόγου του, την ώρα που ο παπάς γύριζε τα Aγια, έτσι ξαφνικά χάθηκε το άλογο του Aη Γιώργη, εκείνο το άσπρο το παχουλό και στον τόπο του ήταν μια μοτοσικλέτα, που έλαμπε με τα νίκελ της, τα εξός της και τις ρόδες της…

Μου ’ρθαν γέλια. Γιατί ήταν αστείο, ένας άγιος να κάθεται σε μια μοτοσικλέτα. Oμως πριν προλάβω να το διασκεδάσω, έφυγε κι ο Αη Γιώργης και στον τόπο του ήταν ο Αντρέας με το μουστάκι του και το ανοιχτό πουκάμισο… Eμεινα κι έβλεπα έκπληκτος, τρομαγμένος και δάκρυζα καθώς τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα. Θεέ μου τι θαύμα. Τι θαύμα! Ως τότε ήξερα το νερό που έγινε κρασί, ποτέ όμως ένα άλογο μοτοσικλέτα… Θεέ μου! Eστριψα τα μάτια προς τον Χριστό· ήθελα να του πω για το θαύμα… όμως αλίμονο… εκεί πια στην εικόνα δεν ήταν αυτός, αλλά εγώ ο ίδιος έτσι ψιλοκουρεμένος, πρώτο νούμερο και στα γόνατα της Παναγίας ήταν μια μοτοσικλέτα, η ίδια με εκείνη του Αντρέα. Ο Χριστός ήτανε εκεί δίπλα μου, μάλλον πίσω μου καβάλα κι αυτός στη μοτοσικλέτα μου… Εχασα πια την αίσθηση του χώρου… Ωσπου ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου, ναι, ναι ήταν του Χριστού και μια φωνή που μου έλεγε.

– Πάμε.

– Πού;

– Πάμε έξω. Βάλε πρώτη…

– Κι ο θόρυβος;

– Μη φοβάσαι! Και φύγαμε!

Δεν ξέρω πόση ώρα είχα κλειστά τα μάτια! Σαν τα ξανάνοιξα είδα ότι όλα τα εικονίσματα είχαν μοτοσικλέτες. Ο Αη Δημήτρης, ο Aη Μάμας, ο Aη Γιάννης που πάντα η γενειάδα του έκρυβε το σώβρακό του και κιντύνευε να μπλεχτεί στις ρόδες της μοτοσικλέτας του, ακόμα κι η Αγία Θέκλα που κρατούσε ένα μικρό μοτοσακό κι ήταν έτοιμη να το καβαλήσει…

(απόσπασμα)

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy