Γραμμές του Γιάννου Ιωάννου

Η καλή Νύχτα

Τράβηξα ακόμη μια ρουφηξιά καφέ και γύρισα το κεφάλι μου κοιτάζοντας για πολλοστή φορά την ώρα στο εκκρεμές. Ο ρυθμικός του κτύπος πέρασε στα δάχτυλά μου, τα οποία άρχισαν ασυναίσθητα να κτυπούν με τον ίδιο ρυθμό πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι.

«Μη νομίζετε ότι ο χρόνος περνάει. Ο χρόνος απλά είναι εκεί, στέκεται, εμείς περνάμε».

Είχε λίγες μέρες τώρα που την είχα δει. Γύρω στα τριάντα. Λίγο πιο μικρή μου. Με μεγάλα μαύρα γυαλιά του ήλιου να σκεπάζουν τα μάτια της. Παρέα με το σκύλο της που ξαπλωμένος πάρα δίπλα κοιμόταν αμέριμνος. Και γω μόνος. Χωρίς παρέα. Ούτε καν γάτα δεν είχα στο εργένικο.

Την κοίταξα. «Ναι, αλήθεια είναι. Αλλά για σκεφτείτε, μήπως εμείς οι άνθρωποι είμαστε τελικά ο ίδιος ο χρόνος;» της απάντησα. «Προχωράμε εμείς και μαζί μας κι αυτός, σύντροφος».

Σήκωσε το ποτήρι της, πήρε το καλαμάκι και το έβαλε στα χείλη. Όμορφα. Φραπεδάκι.

Χαμογέλασε. «O χρόνος που σε κανένα δεν είναι αρκετός, βαδίζουμε αντάμα άλλοτε γοργά και άλλοτε βασανιστικά αργά, όπως τα όνειρα, τα όνειρα που κάνουμε για τη ζωή και τελικά ξεχνάμε να τα ζήσουμε».

Εκεί σύχναζε κάθε βράδυ, από τις επτά η ώρα. Στο δεύτερο τραπεζάκι από δεξιά. Εκεί στο ζαχαροπλαστείο στην πλατεία της Φανερωμένης. Σε ένα ζαχαροπλαστείο από αυτά που περνούν μπροστά μας στις μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες του πενήντα, του εξήντα. Εκεί που οι αγάπες έσμιγαν με τη μυρωδιά του ζεστού μπακλαβά και των φιλιών στα κλεφτά. Κλεφτή ήταν και η ματιά μου ανάμεσα στα στήθη της. Ξεροκατάπια.

«Ωραίο πράγμα τα όνειρα», ψέλλισα. «Μικρός όταν ήμουν πίστευα πολύ σε αυτά, τώρα όμως που μεγάλωσα ή μάλλον που ωρίμασα, δεν βλέπω τόσα πολλά. Μάλλον βλέπω αλλά τα ξεχνάω».

«Εμένα είμαι σίγουρη ότι δεν θα με ξεχάσετε, ποιος ξέρει, ίσως απόψε να είμαι ένα από αυτά».

«Ποτέ δεν ξεχνώ πρόσωπα», ανταπάντησα.

«Εγώ δεν μίλησα για πρόσωπα, για όνειρα έλεγα»

Αμήχανα άνοιξα το κουτί με τα τσιγάρα μου. Της πρόσφερα τσιγάρο.

Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά, αλλά μια φωτεινή θαλπωρή ήταν απλωμένη στην ατμόσφαιρα.

«Παρεμπιπτόντως, με λένε Αντρέα»

«Χάρηκα, εμένα Σελήνη»

Σελήνη. Ολόιδια η Σελήνη. Δεν έχει φως και όμως λάμπει. Και αυτή έλαμπε. Σαν αρχαία Θεά. Και Αφροδίτη να την έλεγαν το ίδιο θα ’τανε. Έτσι φάνταζε στα μάτια μου. Ήμουνα ξύπνιος και έβλεπα όνειρο. Αντρικό.

«Εγώ πρέπει να φύγω», μου είπε και με ξύπνησε από τις αμαρτωλές ενδόμυχες σκέψεις μου.

«Θέλετε να σας συνοδέψω;» τη ρώτησα. «Το σκοτάδι κρύβει πολλούς κινδύνους…»

«Δεν χρειάζεται, βλέπω το ίδιο καλά είτε είναι σκοτάδι είτε έχει φως. Προτιμώ όμως το σκοτάδι, το σκοτάδι κρύβει την ασχήμια της μέρας», μου απάντησε.

Τράβηξε προς τα πίσω το κάθισμά της, ξέδεσε από αυτό το λουρί του σκυλιού της, το πέρασε στον καρπό της και πήρε στο άλλο της χέρι ένα άσπρο μπαστούνι.

«Πάντως χάρηκα την κουβέντα μας, είμαι σίγουρη ότι θα τα ξαναπούμε. Καλή σας νύχτα». Καληνύχτα, της είπα και εγώ.

«Η καλή νύχτα εξαρτάται από το με ποιον θα ξυπνήσεις δίπλα σου το πρωί», συμπλήρωσε αυτή χαμογελώντας.

Ξεκίνησε να περπατά διασχίζοντας την κεντρική πλατεία. Μπροστά ο σκύλος να την οδηγεί και αυτή να τον ακολουθεί. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα σχεδόν ρυθμικά κτυπήματα του άσπρου μπαστουνιού αριστερά και δεξιά στον πλακόστρωτο δρόμο.

Στάθηκα. Ήθελα κάτι ακόμα να της πω πριν φύγει.

«Καλημέρα», της φώναξα δυνατά, από μέσα μου…

(Ανέκδοτο διήγημα)

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy