Γραμμές του Γιώργου Φράγκου

Γιώργος Φράγκος

ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΕΙΟ ΑΣΜΑΤΩΝ

Τραγούδια για πράγματα κι αισθήματα παλιά

Φαρφουλάς 2013

 

Το παλιό ποδήλατο

Στη μνήμη του πατέρα μου

Το παλιό ποδήλατο

στην καρδιά σου φύλα το

στα πετάλια του στηρίζεις

παιδικές σου αναμνήσεις.

 

Μαύρο και θεόρατο

με τεράστια σέλα

και με πόν’ αόρατο

έλα και ξαναέλα.

 

Το παλιό ποδήλατο

να ξεχνάς αδύνατο

έτριζε η καδένα του

και μάγκωναν τα φρένα του.

 

Κρέμονταν τα πόδια μου

στον πισινό τροχό του

τώρα με τα ζόρια μου

πετώ με το φτερό του.

 

Το παλιό ποδήλατο

στ’ όνειρό μου είδα το

το φανάρι νικελένιο έμαθα

να περιμένω.

 

Ακούω το κουδούνι

στο έμπα της αυλής μας

μ’ αξύριστο πηγούνι

χαμογελάς μαζί μας.

 

Το παλιό ποδήλατο

αν μπορείς κυνήγα το

γυάλιζαν οι ακτίνες του

στου ήλιου τις αχτίδες του.

 

Έβαζα το πρόσωπο

πίσ’ από την πλάτη σου

σ’ ένα κόσμο απρόσωπο

φυλαχτό η αγάπη σου.

 

Το παλιό ποδήλατο

στην αυλή αφύλαχτο

πού να το καβαλικέψεις

πού ’ν’ τα κότσια να πιστέψεις.

 

Απ’ τη μέση σε κρατώ

και τ’ αέρι χαίρομαι

αχ μπαμπά πώς σ’ αγαπώ

τώρα π’ ερωτεύομαι.

 

Παλιομοδίτες

Δεν αλλάζουνε την κόχη

στης ψυχής τους την αιχμή

μένουνε εφ’ όπλου λόγχη

μ’ ίδιο σθένος και πυγμή.

 

Δεν αλλάζουνε το πέτο

που σκεπάζει την καρδιά

τον καφέ τους νέτο-σκέτο

ίδια συμπεριφορά.

 

Παλιομοδίτες με ντεμοντέ αισθήματα βαθειά

π’ όλο μουλιάζουν σε βαθυσκότεινα νερά.

 

Δεν αλλάζουνε καπέλο

ούτε και ιδανικά

μένουνε στα ίδια «θέλω»

δε ζητάνε δανεικά.

 

Δεν αλλάζουνε τις τσέπες

που φυλάνε στεναγμούς

κι έχουν ανοικτές τις φλέβες

για τους ίδιους τριγμούς.

 

Παλιά γεφύρια

Παλιά γεφύρια σα μαύρα φρύδια

που δρασκελάνε θολά νερά

και μια αγάπη σαν το σατράπη

μας δυναστεύει στα φανερά.

 

Παλιά γεφύρια της γης στολίδια

που οδηγούνε στο πουθενά

χαθήκαν δρόμοι και μείναν μόνοι

οι έρωτές μας όλο κενά.

 

Παλιά γεφύρια κυρτά παΐδια

σκελετωμένα κι ασπριδερά

δεν έχουν ταίρι ούτε παρτέρι

ν’ ανθοφορήσουν λουλουδερά.

 

Παλιά συνεργεία

Στα παλιά τα συνεργεία μαύρα τα πατώματα,

μαύρες οι καρδιές ανθρώπων, μαύρα τα τοιχώματα.

 

Μόν’ ασπρίζουνε στον πάγκο τα φλιτζάνια του καφέ

δεν μυρίζει μαντζουράνα, δεν μυρίζει κατιφέ.

 

Στα παλιά τα συνεργεία πήζει μηχανέλαιο

και ξεπλένουν εργαλεία μόνο με πετρέλαιο.

 

Γύρω βίδες, κατσαβίδια, πεταμένα ρουλεμάν

κι οι μαστόροι ιδρωμένοι όλο κάτι πολεμάν.

 

Στα παλιά τα συνεργεία έχ’ αφίσες με γυμνές

έχει όμορφα κορίτσια που δεν θλίβονται ποτές.

 

Βλέπουν λάγνα τους τεχνίτες να κρατάνε τα κλειδιά

κι από τη μαυρίλα κόβουν μια μεγάλη ψαλιδιά.

 

Παλιές πουτάνες

Οι παλιάς κοπής πουτάνες

έχουν μείνει μοναχές

χαθήκαν και οι αλάνες

χάθηκαν κι οι ενοχές.

 

Τα χαμόσπιτα που ζούνε

μένουν πάντα ανοιχτά

λίγο φως απομυζούνε

και αυτό στα πεταχτά.

 

Οι παλιάς κοπής πουτάνες

ζούνε μέσα στη βρωμιά

στα ξωπόρτια τους ροχάλες

κάτουρου αναθυμιά.

 

Το κατώφλι τους διαβαίνουν

γέροι και αλλοδαποί

κι ούτε που βαριανασαίνουν

στο κορμί τους το γιαπί.

 

Οι παλιάς κοπής πουτάνες

μένουν ξύπνιες ως αργά

έχουν πεθαμένες μάνες

και τα στήθια τους βαριά.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy