Γραμμές του Γιώργου Μολέσκη

Γιώργος Μολέσκης

ΟTΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
(Διηγήματα)

Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2017

Bρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω (απόσπασμα)

[…] Θυμόταν ακόμη τη χρονιά που είχε κατέβει ορμητικός ο χείμαρρος του χωριού τους και παρέσυρε την άμαξα του Χατζηπαρασκευά, καθώς προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν. Η άμαξα ήταν φορτωμένη με την προίκα της κόρης του, που είχαν ψωνίσει στη Λευκωσία για το γάμο που θα γινόταν σε λίγες μέρες. Την πήρε στο πέρασμά του και την τσάκισε χτυπώντας την πάνω στους κορμούς των δέντρων και στις πέτρες, μαζί με τον ίδιο τον Χατζηπαρασκευά, τη γυναίκα του, την κόρη και τον γαμπρό του. Τέσσερις άνθρωποι όλοι μαζί και δυο καλοθρεμμένα μουλάρια. Βρέθηκαν όλοι πνιγμένοι την άλλη μέρα, μακριά από το χωριό, όπου τους είχαν παρασύρει τα ορμητικά νερά του χειμάρρου.

Έξω έπεφτε η βροχή. Έπεφτε ασταμάτητα. Η βροχή που σήμαινε τόσα πολλά γι’ αυτόν. Και την κοιτούσε ανήμπορος από το παράθυρο του θαλάμου του νοσοκομείου.

Γιατροί και νοσοκόμοι μπαινόβγαιναν καθημερινά, τον εξέταζαν και σημείωναν πάνω σε μια καρτέλα κάποιους αριθμούς, μα ούτε που τους πρόσεχε. Ούτε και τους επισκέπτες που πήγαιναν να τον δουν τους πρόσεχε καλά καλά. Τους κοίταζε για λίγο, αντάλλαζε μερικές τυπικές για την περίσταση κουβέντες μαζί τους και ύστερα χανόταν και πάλι στον δικό του κόσμο… Οι φίλοι και οι συγγενείς του, που τον επισκέπτονταν, τον άκουγαν να μιλά πολλές φορές με πρόσωπα από το παρελθόν, για διάφορες δουλειές που έπρεπε να κάνει, για έργα που έπρεπε να τελειώσει και δεν είχε χρόνο… Μιλούσε ακόμη και για το σπίτι του στο χωριό, που χρειαζόταν να επιδιορθωθεί από τις φθορές που του είχε προκαλέσει η βροχή.

Το σπίτι στον συνοικισμό το είχε ξεχάσει εντελώς, όπως και τα δεκαοχτώ χρόνια που έζησε εκεί. Σε κάποιες στιγμές, ωστόσο, επέστρεφε στην πραγματικότητα, έβλεπε τους δικούς του γύρω του και στα πειράγματά τους για τους παραλογισμούς του απαντούσε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

Μπήκε ο Δεκέμβριος με τις βροχές να συνεχίζονται καθημερινά, με μικρές μόνο διακοπές. Η γη ήταν ήδη χορτασμένη και το νερό κυλούσε παντού. Ο κόσμος ένιωθε μια βαθιά, σχεδόν μυστική ευχαρίστηση, παρά την ταλαιπωρία που του προκαλούσε η βροχή.

Ο Κυριάκος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι στο σπίτι του, στον προσφυγικό συνοικισμό. Από το παράθυρο του δωματίου του έβλεπε τη βροχή να πέφτει και την άκουγε να χτυπά πάνω στη στέγη του σπιτιού και στις πλάκες της αυλής. Ταξιδεύοντας μέσα στη βροχή, έφευγε από το σπίτι στον συνοικισμό, μεταφερόταν στο χωριό του και την έβλεπε να πέφτει στην αυλή του σπιτιού του, να ποτίζει το μεγάλο βαθυπράσινο κυπαρίσσι που ανέβαινε ψηλά πάνω από την οροφή του ανωγείου, τη ροδιά και τ’ άλλα δέντρα. Η βροχή αυτή είχε γίνει ένας αγωγός μνήμης, ένας δρόμος προς τα πίσω, και αυτός τον ακολουθούσε.

Θυμήθηκε έναν άλλο βροχερό Δεκέμβριο στο χωριό του. Νέος ακόμη, καθόταν στο παλιό τους σπίτι, πλάι στον άρρωστο πατέρα του. Η βροχή ερχόταν και τότε ύστερα από μερικά χρόνια ξηρασίας και πείνας και προοιώνιζε μια καλή χρονιά. Ο πατέρας του όμως φαινόταν σκεφτικός και λυπημένος. Ο Κυριάκος του έπιασε τρυφερά το χέρι, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:

«Βρέχει, πατέρα».

Κι ο πατέρας του, κοιτάζοντας κάπου πέρα στο κενό, απάντησε:

«Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω!».

Σε λίγες μέρες πέθανε. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει με αμείωτη ένταση. Με τη βροχή τον μετέφεραν στην εκκλησιά, με τη βροχή στο κοιμητήρι. Βρεγμένο τον έθαψαν στην υγρή γη.

Πέρασαν χρόνια κι ο Κυριάκος όλο και σκεφτόταν τα λόγια εκείνα του πατέρα του. Τα σκεφτόταν μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε να πει. Μόνο τώρα ξεκαθάριζε το νόημά τους στο μυαλό του, μα δεν μπορούσε και δεν είχε τη δύναμη να το εξηγήσει πια σε κανέναν.

Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, στο προσφυγικό του σπίτι. Πλάι του καθόταν ο γιος του και του κρατούσε τρυφερά το χέρι. Σε κάποια στιγμή ο γέρο Κυριάκος επέστρεψε από τις περιπλανήσεις του και τον κοίταξε. Στα χείλη του διαγράφηκε ένα ημιθανές χαμόγελο. Διψούσε, όμως δεν μπορούσε να πιει.

«Πιες νερό, γιε μου», μουρμούρισε.

Ο γιος του τον κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να απαντήσει στο χαμόγελό του. Και βλέποντας έξω από το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε, του είπε:

«Βρέχει, πατέρα, εδώ και τρεις εβδομάδες βρέχει συνέχεια».

Με θλίψη, αλλά με καθαρή φωνή, απάντησε ο πατέρας:

«Βρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω!»

Σε λίγες μέρες πέθανε.

Τη μέρα της κηδείας του συνέχιζε να βρέχει. Έβρεχε ασταμάτητα από το χάραμα. Βρεγμένο τον πήρανε στην εκκλησιά, βρεγμένο τον έθαψαν στη λασπωμένη γη.

Κι ο γιος όλο και σκέφτεται τα τελευταία εκείνα λόγια του πατέρα του. Τι ήθελε να πει;

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy