Γραμμές του Μίλαν Κούντερα

Μίλαν Κούντερα

Η βραδύτητα 

Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας

Εκδόσεις Εστία, 1996

Στην απέναντι πλευρά της πισίνας, εκεί που το νερό είναι βαθύ, ο Tσέχος επιστήμονας κάνει τις κάμψεις του και κοιτάζει κατάπληκτος: στην αρχή σκέφτηκε πως το νεοφερμένο ζεύγος έφτασε εκεί για να συναντήσει το συνευρισκόμενο ζευγάρι και πως θα παρακολουθούσε επιτέλους μια απ’ αυτές τις θρυλικές παρτούζες για τις οποίες είχε ακούσει πάρα πολλά όταν δούλευε στις σκαλωσιές της πουριτανικής κομουνιστικής επικράτειας. Από αιδημοσύνη, μάλιστα, σκέφτηκε ότι, σε περίπτωση συλλογικής συνουσίας, όφειλε να εγκαταλείψει τον χώρο και να πάει στο δωμάτιό του. Έπειτα η διαπεραστική κραυγή του τρύπησε τ’ αυτιά και κοκάλωσε στη θέση του, με τα μπράτσα τεντωμένα, μη μπορώντας πια να συνεχίσει τις ασκήσεις του, έστω κι αν είχε σηκώσει ως τότε το σώμα του μόνο δεκαοχτώ φορές. Μπροστά στα μάτια του η λευκοντυμένη γυναίκα έπεσε στο νερό και μια λουρίδα ύφασμα άρχισε να πλέει πίσω της με λίγα μικροσκοπικά ψεύτικα λουλούδια, γαλάζια και ροζ.

Ακίνητος, με ανασηκωμένο τον κορμό, ο Τσέχος επιστήμονας κατάλαβε τελικά πως αυτή η γυναίκα θέλει να πνιγεί: προσπαθεί να κρατήσει το κεφάλι της κάτω από το νερό αλλά εκείνο, επειδή η ίδια δεν έχει αρκετά δυνατή θέληση, συνεχώς ξανασηκώνεται. Παρακολουθεί μια αυτοκτονία όπως δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί ποτέ του. Η γυναίκα είναι ή άρρωστη ή πληγωμένη ή κυνηγημένη, ανασηκώνεται και εξαφανίζεται πάλι κάτω από την επιφάνεια, ξανά και ξανά• οπωσδήποτε, δεν ξέρει κολύμπι• μόλις κάνει να προχωρήσει, βουλιάζει κάθε φορά και πιο πολύ, έτσι που σε λίγο θα τη σκεπάσει το νερό και θα πεθάνει κάτω από το παθητικό βλέμμα ενός άνδρα με πιτζάμες, ο οποίος, γονατιστός, στην άκρη της πισίνας, την κοιτάζει και κλαίει.

Ο Tσέχος επιστήμονας δεν μπορεί να διστάσει άλλο: σηκώνεται, σκύβει προς τα εμπρός πάνω από το νερό, με τα πόδια λυγισμένα και τα χέρια τεντωμένα πίσω.

Ο άνδρας με τις πιτζάμες δεν βλέπει πια τη γυναίκα, μαγνητισμένος όπως είναι από την κορμοστασιά ενός ψηλού, γερού και περίεργα παραμορφωμένου αγνώστου ο οποίος, ακριβώς απέναντι, κάπου δεκαπέντε μέτρα απόσταση, ετοιμάζεται να παρέμβει σ’ ένα δράμα που δεν τον αφορά, ένα δράμα που ο άνδρας με τις πιτζάμες το κρατάει ζηλότυπα για τον εαυτό του και για τη γυναίκα που αγαπάει. Διότι ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι την αγαπάει, το μίσος του είναι απλώς παροδικό• είναι ανίκανος να τη μισήσει πραγματικά και αδιάλειπτα, ακόμα κι αν εκείνη τον κάνει να υποφέρει. Ξέρει ότι τις ενέργειές της τις υπαγορεύει η παράλογη και αδάμαστη ευαισθησία της, η θαυματουργή ευαισθησία της που ο ίδιος δεν την καταλαβαίνει αλλά τη σέβεται. Ακόμα κι αν μόλις πριν λίγο τη γέμισε βρισιές, κατά βάθος έχει πειστεί ότι εκείνη είναι αθώα κι ότι πραγματικός ένοχος γι’ αυτή την απροσδόκητη διχόνοια είναι κάποιος άλλος. Δεν τον γνωρίζει, δεν ξέρει πού θα τον βρει, αλλά είναι έτοιμος να του χιμήξει. Σ’ αυτή την ψυχική διάθεση, κοιτάζει τον άνθρωπο που σκύβει με σιγουριά αθλητή πάνω από το νερό• κοιτάζει, σαν υπνωτισμένος, το δυνατό, μυώδες και περίεργα ασύμμετρο κορμί, με τους μεγάλους, εντελώς γυναικείους μηρούς και τις χοντρές, βλακώδεις γάμπες, ένα κορμί παράλογο σαν προσωποποίηση της αδικίας. Δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό τον άνθρωπο, δεν τον υποψιάζεται για το παραμικρό, κι όμως, τυφλός από πόνο, σ’ αυτό το μνημείο ασχήμιας βλέπει το είδωλο της ανεξήγητης δυστυχίας του και αισθάνεται να τον κυριεύει ακαταμάχητο μίσος γι’ αυτόν.

Ο Τσέχος επιστήμονας βουτάει και, με λίγες δυνατές κινήσεις πρόσθιο, πλησιάζει τη γυναίκα.

«Άφησέ τη!» ουρλιάζει ο άνδρας με τις πιτζάμες, και πηδάει κι αυτός στο νερό.

Ο Τσέχος θέλει άλλα δύο μέτρα για να φτάσει τη γυναίκα• το πόδι του ήδη αγγίζει τον πυθμένα.

Ο άνδρας με τις πιτζάμες κολυμπάει προς το μέρος του και ουρλιάζει ξανά: «Άφησέ τη. Μην την αγγίξεις!».

Ο Tσέχος επιστήμονας άπλωσε τα χέρια του κάτω από το σώμα της γυναίκας, η οποία εγκαταλείπεται βγάζοντας έναν μακρύ αναστεναγμό.

Εκείνη τη στιγμή, ο άνδρας με τις πιτζάμες έχει πλησιάσει πολύ: «Άφησέ τη μη σε σκοτώσω!».

Μέσα από τα δάκρυά του δεν βλέπει τίποτα μπροστά του, τίποτα άλλο από μια δύσμορφη σιλουέτα. Την οποία και αρπάζει από τον ώμο και την τινάζει με βία. Ο επιστήμονας γυρίζει ανάποδα, η γυναίκα πέφτει από τα χέρια του. Κανένας από τους δύο άνδρες δεν ασχολείται πλέον μαζί της, κι εκείνη κολυμπάει ως τη σκαλίτσα και ανεβαίνει. Ο επιστήμονας κοιτάζει τα γεμάτα μίσος μάτια του άνδρα με τις πιτζάμες, και στα δικά του μάτια λάμπει το ίδιο μίσος.

Ο άνδρας με τις πιτζάμες δεν κρατιέται άλλο και τον χτυπάει.

(Επιλογή: Χρίστος Τσιαηλής)

Διαβάστε:  Λογοτεχνία: Από την πόλη στον Ορίζοντα

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy