Γραμμές του Τεύκρου Ανθία και του Θοδόση Πιερίδη

Γραμμές Κύπριων λογοτεχνών για το μήνα Αύγουστο σε όλο τον Ορίζοντα. Αυτή τη βδομάδα ένα μικρό αφιέρωμα σε κείμενα–παρεμβάσεις του Τεύκρου Ανθία και Θοδόση Πιερίδη που τα 50 χρόνια από το θάνατό τους γίνονται αφορμή για να μιλήσουμε ξανά για αυτούς, να δούμε ξανά το έργο τους, να διαβάσουμε την άποψή τους για θέματα που παραμένουν σύγχρονα.

Για αυτούς μιλούμε

Μιλούμε για κείνη τη μάνα που ετοίμασε την ποδίτσα της κορούλας της πλουμίζοντάς την, βελονιά τη βελονιά, με μυριάδες οραματισμούς αυριανής ευτυχίας. Μιλούμε για κείνον τον πατέρα που αγκομάχησε χρόνια κάτω από το βάρος του καθημερινού μόχτου, όσο να οδηγήσει το αγόρι του, διασχίζοντας τους λαβύρινθους της φτώχειας και της ανέχειας, από τα πρώτα ψελλίσματα της αλφαβήτας ως τα δύσκολα φυσικομαθηματικά του γυμνασίου -και ίσως πιο πέρα, ως το φευγαλέο γαλάζιο πουλί του πανεπιστημιακού διπλώματος και της προκοπής.

Γι’ αυτούς μιλούμε.

Και για εκείνους τους άλλους: τους κηπουρούς των ανθρώπινων λουλουδιών. Μιλούμε για τη δασκάλα και τον δάσκαλο που παίρνουν στα χέρια τους το νιο βλαστάρι, ολόδροσο ή μαραζιασμένο, προικισμένο με πληθωρικότητα υγείας ή καψαλισμένο από τις φλόγες μιας σκληρής εποχής, το παίρνουν στα χέρια τους για να το χαϊδολογήσουν, να το ποτίσουν αγάπη και στοργή, να το γιατρέψουν εκεί που αρρώστησε, να το στεριώσουν εκεί που γέρνει και να το φέρουν αγάλια-αγάλια στην πρώτη του άνθιση. Και μιλούμε για τον καθηγητή, που θα τυλίξει το ανθισμένο φυτό μέσα στον ήλιο της γνώσης, θα του δωρίσει τη θροφή του που ο ίδιος για χρόνια αποθησαύρισε, θα του ανοίξει δρόμους για να απλωθούν παντοδύναμοι οι κλώνοι του, θα το φέρει με υπομονή και με τέχνη ως την κάρπιση.

Γι’ αυτούς μιλούμε.

Και μιλούμε για τα παιδιά.

Αλλά τι είναι τάχα αυτά τα παιδιά;

Είναι σίγουρα οι μυριάδες οραματισμοί της μάνας και το γαλάζιο όνειρο του πατέρα.

Είναι ο κήπος του άξιου δασκάλου κι ο καρποδότης ήλιος του σωστού καθηγητή. Μα είναι και κάτι άλλο. Είναι η ζωή που δεν τελειώνει ποτέ κι όλο αρχίζει. Είναι ο άνθρωπος που αέναα συνεχίζεται.

Αυτό το κοριτσάκι, που βλέπεις να βαδίζει στο δρόμο με τη σάκκα στον ώμο του μπορεί να το προσμένουνε κιόλας μέσα σε ολόφωτες αίθουσες συναυλιών μεγάλες εκρήξεις από θαυμαστικά χειροκροτήματα. Μπορεί τα δέκα μικρούλικα δάχτυλά του να κερδίζουν σιγάσιγά όση χρειάζεται δύναμη κι αλαφράδα, ίσαμε να γίνουν δύο άσπρα περιστέρια που θα βηματίζουν χορευτικά πάνω στα πλήκτρα του πιάνου.

Αυτό το αγόρι που πάει με τα λιγνά ποδαράκια του μπορεί να είναι μια αυριανή μαθηματική μεγαλοφυΐα, καμάρι για το λαό του, περηφάνια της ανθρωπότητας. Μπορεί μια μέρα να υποτάξει στου νου του τη θέληση την κίνηση των γιγάντιων αστερισμών ή τα μυστικά του απειροελάχιστου κύτταρου της ύλης.

Αυτή η έφηβος ή η έφηβη μπορεί να είναι οι αυριανοί μάγοι των χρωμάτων, ή οι μελλοντικοί άρχοντες του τραγουδιού, ή οι μπροστάρηδες του μικρού λαού ή οι ήρωες των πανανθρώπινων ονείρων.

Κι όλοι μαζί, όλα αυτά τα κοριτσάκια και τα αγοράκια, οι έφηβοι κι οι πρωτάνθιστες κοπελιές, είναι ο λαός της Κύπρου που ασταμάτητα οδεύει κρατώντας την πατρίδα στην αγκαλιά του σα μωρό, για να την οδηγήσει μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, σε όλο και φωτεινότερους ορίζοντες…

Θοδόσης Πιερίδης, Νέα Εποχή, Οκτώβριος 1962

Μακριά απ’ την ηττοπάθεια

Κάτω απ’ τις σημερινές συνθήκες, που έχουν μετατρέψει το λαό μας σε Προμηθέα καθηλωμένο στο βράχο της αγωνίας και του μαρτυρίου, είναι πολύ δυσκολότερο από πριν να ζητούμε πρόοδο και ανάσταση στον πνευματικό τομέα. Η πέννα –κι όταν γράφει– σταματάει κάθε τόσο μπροστά σε οδοφράγματα στημένα στο χαρτί. Κι όταν εκφράζεται ελεύθερα, οφείλει να πετάξει στο συρτάρι τα γραφτά της αναμένοντας να ανατείλει ο ήλιος για να τα ξεθάψει και να τα παρουσιάσει στο φως. Είναι λοιπόν ως ένα βαθμό δικαιολογημένος ο μαρασμός της πνευματικής ζωής του τόπου μας.

Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη η κατάσταση, αν οι διανοούμενοι –οι λογοτέχνες, οι επιστήμονες, οι άνθρωποι της Τέχνης και των Γραμμάτων γενικά– κρατούσαν όρθιο το κεφάλι κι ευθυτενή τη σπονδυλική τους στήλη. Αν ο κοινός πολίτης, ο εργάτης, ο αγρότης, ο βιοτέχνης κ.τ.λ., δεν γονατίζει ψυχικά κάτω από το βάρος των δραματικών συνθηκών του τόπου μας κι αν υψώνει το κεφάλι κρατώντας τη σπονδυλική του στήλη σα στήλη Παρθενώνα, οι διανοούμενοι που έχουν υποχρέωση να υψώνουν τη ζωή και να στηρίζουν κατακόρυφο τον άνθρωπο στο βάθρο του οφείλουν κατά ένα λόγο περισσότερο να στέκουν πάντα ολόρθοι εμψυχωτές και πρωτοπόροι σε κάθε κίνηση για ένα καλύτερο Αύριον.

Με άλλα λόγια, καταδικάζουμε την ηττοπάθεια και την αδράνεια κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Και –το εναντίο– πιστεύουμε, ότι ακριβώς στις κρισιμότερες στιγμές της Ιστορίας ενός λαού, οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν πολύ μεγαλύτερο χρέος να διαδραματίσουν τον ιστορικό τους ρόλο εκπληρώνοντας στο ακέραιο την κοινωνική αποστολή τους, αποφασιστικά, συστηματικά και ευσυνείδητα.

Δύο βασικά καθήκοντα τούς επωμίζει σήμερα η στιγμή: Να σταθούνε στο πλάι του λαού μας, δέκτες και πομποί των αισθημάτων του, συμπαραστάτες και πρωτοπόροι στην αγωνιώδη του προσπάθεια για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, για τη λύση του καταθλιπτικού του δράματος και, πάνω απ’ όλα, για τη δικαίωση των πόθων του. Αυτό το ύψιστο καθήκον, που σε καμιά περίπτωση –ούτε στο παρελθόν– δε μπορούσε να αγνοηθεί, να παραγνωρισθεί ή να παραμεληθεί κάτω απ’ οποιαδήποτε πρόφαση ή δικαιολογία, σήμερα γίνεται πιο επιτακτικό.

Το δεύτερο: Όταν σταθεί ολόρθο το κεφάλι κι ευθυτενής η σπονδυλική στήλη των πνευματικών ανθρώπων μας, θα δούνε ότι μπορεί ως ένα σημείο να προωθηθεί η πνευματική ζωή του τόπου μας. Πρώτα: με τη δημιουργική εργασία. Και είναι πολλά τα θέματα που προσφέρει το σημερινό δράμα της Κύπρου. Πρόκειται για μια περίοδο της Ιστορίας μας, που αν αξιοποιηθεί μέσο του Λόγου και της Τέχνης γενικά, θα πλουτίσει με έργα ρωμαλέα και μεγάλης πνοής τον πνευματικό πολιτισμό μας. Λυγισμένα γόνατα, σκυφτά κεφάλια, κυρτωμένες σπονδυλικές στήλες, ψυχές με διπλωμένα τα φτερά, είναι αδύνατο να βοηθούν την πνευματική δημιουργία. Το χέρι σταματάει να γράφει, ο χρωστήρας πετιέται στη γωνιά, η μουσική σωπαίνει, γίνεται άφωνη. Κι όμως, ακόμη και στα πλαίσια των τωρινών συνθηκών –που, όπως είπαμε μπορούν ν’ αλλάξουν με την εκπλήρωση του πρώτου καθήκοντος– μπορούν οι άνθρωποι της Τέχνης και των Γραμμάτων να παρουσιάζουν «ίχνη ζωής» και κάτι περισσότερο από «ίχνη» μια κίνηση, που θ’ αντιδρά στο μαρασμό και θ’ ανοίγει το δρόμο προς την άνθηση.

Ανάταση. Δημιουργία. Θάρρος. Αυτοπεποίθηση. Αγώνας για μια καλύτερη ζωή: Αυτό προστάζει για όλον το λαό η κρίσιμη στιγμή των ημερών μας και πρώτα – πρώτα για τους πνευματικούς ανθρώπους του νησιού μας.

Τεύκρος Ανθίας, Χαραυγή 1956

Η επιστήμη της απάτης

Η απάτη είναι επιστήμη. Αμφισβητείται αυτό το γεγονός; Δεν πρέπει. Η ιστορία του κόσμου είναι γεμάτη από ατράνταχτες αποδείξεις. Αλλά ας αρχίσουμε απ’ την επικαιρότητα.

Ασφαλώς έχετε διαβάσει τι έγινε προχθές στη Λεμεσό. Κάποιος κύριος –ψιλικατζής στις αξιώσεις του– απέσπασε ένα ποσό δύο λιρών και 100 μιλς από μια νοικοκυρά. Δεν ήταν τόσο καθυστερημένο, ώστε να την εξαπατήσει με απηρχαιωμένα κόλπα. Στην εποχή του εξηλεκτρισμού, ηλεκτροποιείται και η απάτη. Σκέφτηκε ότι η μεγαλύτερη απειλή για ένα σπίτι είναι να πεις στον οικοδεσπότη ή στην οικοδέσποινα πως θα τους κόψεις το ηλεκτρικό ρεύμα. Το φως είναι πολυτιμότερο αγαθό κι απ’ το ψωμί κι από το πλουσιότερο φαγοπότι. Γι’ αυτό ακριβώς ανέκαθεν οι άνθρωποι προτιμούν τον Παράδεισο όπου δεν βρίσκουν τίποτε να φάνε (τους «απαγορευμένους καρπούς» τους έφαγαν η Εύα και ο Αδάμ) παρά την Κόλαση, όπου τα κρέατα χοχλάζουν στα καζάνια και τρώει κανείς όσο σηκώνει ή δεν σηκώνει το στομάχι του.

Ο κύριος, λοιπόν , απατεώνας –κ’ είν’ ένας Κύριος με κεφαλαίο και περικεφαλαία– επιστρατεύοντας αυτή την απειλή ως δήθεν υπάλληλος της Αρχής Ηλεκτρισμού πήρε «άριστα» στην επιστήμη της απάτης.

Δεν θ’ αναφέρω άλλες περιπτώσεις ατόμων για ν’ αποδείξω τον ισχυρισμό μου. Θα προχωρήσω όμως σε άλλα περισσότερο ατράνταχτα επιχειρήματα: Πρόκειται για την επιστημονική εξαπάτηση των λαών.

Τα εργοστάσια παράγουν υπερ-αφθονία εμπορευμάτων . Χρειάζονται νέες αγορές για να μην πεταχθούνε στον «κάλαθο των αχρήστων». Πρέπει να γίνει πόλεμος. Και γίνεται. Μα ποιοι θα παν να πολεμήσουν; Οι βιομήχανοι και όλοι οι άλλοι που συνδέονται μ’ αυτούς; Δεν είμαστε καλά. Αν πάνε αυτοί στον πόλεμο, ποιοι θ’ απομείνουν για την είσπραξη των αμύθητων κερδών; Πρέπει να πολεμήσουν οι λαοί. Μα για να γίνει αυτό, δεν είναι αρκετό ν’ απειληθούν με διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Χρειάζεται ένα άλλο κόλπο, εκθαμβωτικό κι ελκυστικό.

-Παίδες! Η πατρίς κινδυνεύει. Ιεροί βωμοί και εστίαι απειλούνται με ερήμωσιν. Γιούργια! «Ή όλοι να πεθάνετε ή όλοι να σωθούμε».

Αυτή η απατή έπιανε τόπο κάποτε όταν ο αφελής σωβινισμός κρατούσε αποναρκωμένους τους λαούς. Όταν όμως ξύπνησαν επιτέλους οι αφελείς κι η στάχτη που έπεφτε στα μάτια τους δεν ήταν ικανή να τους τυφλώσει ή να τους ναρκώσει, η επιστήμη της απάτης εφηύρε άλλα κόλπα:

-Παίδες: Μαχόμεθα υπέρ της ελευθερίας των λαών. Αγωνιζόμεθα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιούργια! Να σώσουμεν ό,τι τιμαλφέστερον έχει να επιδείξει ο πολιτισμός: την ελευθερίαν!

Και οι λαοί σέρνονται σαν τραγιά στο μακελειό. Οι κοιλάδες, τα όρη και τα Αραράτ γεμίζουν από πτώματα. Κι ο ήλιος της ελευθερίας ανατέλλει, αλλά… τα πάντα λησμονούνται μόλις σιγήσει η τελευταία κανονιά.

Ελάτε τώρα να μου αποδείξετε εσείς ότι η Απάτη δεν είναι Επιστήμη. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!

Επίκαιρος (Τεύκρος Ανθίας,)  Χαραυγή, 20 Οκτωβρίου 1956

Αν μιλούσαν οι τάφοι…

[…] Οι τάφοι είναι αμέτρητοι. Εξήντα εκατομμύρια για τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Στο σύνολο δηλαδή του πληθυσμού της γης, δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν στους κάθε εκατό.

Η μουρμουριστή φωνή που ανεβαίνει από τους τάφους είναι μια πολύ δυνατή φωνή. Μόνο που πρέπει να ξέρει κανείς τη γλώσσα της. […] Ας ξεδιαλύνουμε μέσα απ’ αυτή τη χθόνια βουή, τι θα μας έλεγαν αν μιλούσαν, οι τάφοι…

Θα μας έλεγαν βέβαια, πρώτα-πρώτα, ένα βαθύ θρήνο για τη χαμένη ζωή των νεκρών τους. Κι ακόμα για την αρραβωνιαστικιά που χήρεψε προτού γίνει γυναίκα, για τα παιδιά που ορφανέψανε προτού γεννηθούνε, για τον γονιό που έχασε το βλαστάρι του κι έζησε την υπόλοιπη ζωή σαν τσεκουρεμένο δέντρο, για τη μάνα που έζησε την υπόλοιπη ζωή σαν κλαίουσα ιτιά γερμένη πάνω από ανύπαρχτο μνήμα.

Αυτά θα μας έλεγαν πρώτα. Αλλά αυτή θα ήταν η μισή τους φωνή. Η άλλη μισή είναι μια φωνή οργισμένη, που λέει πως εκείνα τα εξήντα εκατομμύρια άνθρωποι δεν πέθαναν, αλλά δο-λο-φο-νή-θη-καν. Και ονοματίζει τους δολοφόνους.

Εσύ και γω, αδελφέ μου αναγνώστη, ξέρουμε πως τα όσα μας λέει η χθόνια φωνή δεν είναι μια παλιά ιστορία, ούτε μια τελειωμένη υπόθεση. Είναι υπόθεση και ιστορία της ίδιας της δικής μας ζωής και του δικού μας θανάτου. Αφού και στις δικές μας μέρες δουλεύουν μέσα στα άντρα τους οι κατασκευαστές των πολέμων.

Εξήντα εκατομμύρια νεκροί μας τους δαχτυλοδείχνουνε. Εξήντα εκατομμύρια τάφοι μας λένε ότι ο δολοφόνος λεγότανε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ιμπεριαλισμός, στο δεύτερο φασισμός, δηλαδή πάλι ιμπεριαλισμός, έμεινε έκτοτε, είναι σήμερα ο ίδιος κατασκευαστής πολέμων, ο ίδιος ιμπεριαλισμός και φασισμός. Ο ίδιος σκλαβωτής ανθρώπων και λαών, ο ίδιος καταργητής εθνών και πατρίδων, ο ίδιος κυνικός εκβιαστής της ανθρωπότητας –ο ίδιος αυτός που κρατά τώρα στα χέρια του μιαν πελώρια συμπύκνωση καταστροφής και την αιωρεί απειλητική πάνω απ’ τον κόσμο.

Αν μιλούσαν οι τάφοι, αυτά θα μας έλεγαν αδελφέ μου αναγνώστη.

Αλλά και κάτι άλλο.

Θα μας έλεγαν ότι οι ζωντανοί μπορούν να κάνουν ώστε η θυσία των νεκρών να γίνηκε στα χαμένα. Οι ζωντανοί μπορούν να καταλάβουν ότι, αν η λέξη άνθρωπος ηχεί τόσο περήφανα, είναι στο μέτρο που ο άνθρωπος παύει να είναι αγαθότατο πρόβατο εγκαταλειμμένο στο ρόλο του αυριανού πτώματος. Οι ζωντανοί μπορούν να καταλάβουν ότι ο πόλεμος δεν ρίχνεται σα χαλάζι, από αφηνιασμένα σύννεφα που σαρώνουν τυχαία αυτήν ή την άλλη γωνιά της γης. Ο πόλεμος κατασκευάζεται από ανθρώπους.

Κι η Ειρήνη το ίδιο. Κατασκευάζεται κι επιβάλλεται από τους ανθρώπους κι από τους λαούς. Κι από μας, αδελφέ μου αναγνώστη, από σένα, από μένα, από τον γείτονά μας, τον χωριανό μας, τον συμπολίτη μας –απ’ όλους μαζί τους απλούς ανθρώπους ετούτης της μικρής γωνιάς της γης, απ’ όλον αυτό τον μικρό λαό, που δεν ξεχωρίζει η μοίρα του, ούτε κι η δύναμή του, από τα τρία δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας.

Αυτά θα μας έλεγαν αν μιλούσαν οι τάφοι…

Θοδόσης Πιερίδης, Νέα Εποχή, Δεκέμβριος-Μάρτιος 1963

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy