Γραμμές/ Ορίζοντας
Γιώργος Μολέσκης
Ανοιχτός ουρανός
Εκδόσεις Βακχικόν, 2022
Ανοιχτός ουρανός
Είμαι στο μέσο του αυτοκινητόδρομου,
στο μέσω δύο πόλεων, δύο καταστάσεων,
στο μέσω δύο αποφάσεων, δύο δρόμων
που κανένας δεν οδηγεί προς τα πάνω,
κανένας δεν οδηγεί προς καμιά έξοδο.
Ένα αχάραγο, πυκνό, μαύρο σύννεφο
κάθισε επάνω μου σαν πηχτό μολύβι
κι έκλεισε όλες τις εξόδους προς τον κόσμο.
Βλέπω μόνο τα φώτα των αυτοκινήτων
σαν μάτια νεκρών που ψάχνουν δρόμο στο σκοτάδι
του αρχαίου και του ομηρικού ερέβους.
Δεν υπάρχει φυγή, μήτε στο όνειρο,
μήτε στη φαντασία. Κανένα σημάδι φωτός,
μια χαραμάδα για να περάσεις στην άλλη διάσταση,
ν’ αναζητήσεις τον ατέλειωτο κόσμο του σύμπαντος
που χάθηκε και δεν τον βρίσκεις με τίποτε.
Είναι η ώρα που θέλεις ν’ αναζητήσεις τον θεό
ακόμη κι αν είσαι άθεος. Κι ο κόσμος βαρύς
σαν τη μοναξιά και σαν τη θλίψη σου.
Γιατί το φως κι ο ανοιχτός ουρανός
είναι πάντα μια διέξοδος.
Θυμούνται
Το σπίτι θυμάται τους παλιούς κατοίκους του,
το περιβόλι τον γεωργό του,
τα λουλούδια τον ανθοκόμο τους,
οι μέλισσες τον μελισσοκόμο τους,
το δέντρο τον καρπό του,
η σκιά τον κουρασμένο ξωμάχο,
το πηγάδι τον διαψασμένο οδοιπόρο,
η αυλή τον φούρνο της
κι ο φούρνος το ψωμί του,
τα χρώματα τον ζωγράφο τους,
οι λέξεις τον ποιητή τους.
Κι όλα μαζί θυμούνται
αυτούς που φύγαν δίχως επιστροφή.
Κι ύστερα ξανά από την αρχή
για να γυρίζει ο κύκλος σαν τροχός
γύρω από τον εαυτό του.
Όταν γεννήθηκα!…
Όταν γεννήθηκα
μαύροι γύπες πετούσαν πάνω από την Ευρώπη
και πάνω από την Ασία
κι έτρωγαν τις σάρκες άταφων νεκρών.
Φονικοί ατμοί μάτωναν την ανατολή
κι η μυρωδιά της καμένης σάρκας
αναδυόταν μέσα από τα κρεματόρια
του Άουσβιτς και του Μπίρκεναου.
Το ραδιενεργό νέφος
της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι
έβρεχε θάνατο στην Ασία,
στην Ευρώπη ξεκάπνιζαν οι καμένες βιβλιοθήκες
και μύριζαν ιώδιο τα βομβαρδισμένα νοσοκομεία.
Στις γκρεμισμένες πόλεις
μύριζαν οι σάρκες άταφων νεκρών,
στρατιές προσφύγων διέσχιζαν τα σύνορα,
καράβια προσφύγων πνίγονταν στις θάλασσες
κι οι μαύροι γύπες καραδοκούσαν
κοιτάζοντας με αχόρταγο μάτι
παιδιά εγκαταλειμμένα στις ερήμους
να πεθαίνουν απ’ την πείνα.
Άνθρωποι περπατούσαν με ξύλινα πόδια,
ζητιάνευαν με δίχως χέρια,
έψαχναν τον προορισμό τους δίχως μάτια…
Όταν γεννήθηκα
οι δυνατοί διαμοίραζαν τον κόσμο,
ξεσπούσαν εμφύλιοι πόλεμοι,
γέμιζαν οι φυλακές και λειτουργούσαν ξανά
τα πεδία τουφεκισμού και θανάτου.
Τα εργοστάσια όπλων δούλευαν μέρα-νύχτα,
οι επιστήμονες επεξεργάζονταν
καινούριες τεχνολογίες θανάτου,
οι έμποροί τους αλώνιζαν τον κόσμο,
οι κυβερνήσεις έκοβαν το ψωμί κι αγόραζαν όπλα.
Όταν γεννήθηκα!… Όταν γεννήθηκα!…
Τα ερωτικά δωμάτια
Όλα τα ερωτικά δωμάτια μοιάζουν μεταξύ τους
Κάπου υπάρχει ένα παράθυρο που βλέπει τον ουρανό,
ένα κρεββάτι που γυρίζει μέσα στο δωμάτιο,
η μελωδία μιας μουσικής που φτάνει από μακριά
κι ένα φως κρυφό που ακουμπά ψηλά στο ταβάνι.
Το δωμάτιο σηκώνεται από τη βάση του,
ταξιδεύει από πόλη σε πόλη,
από χώρα σε χώρα,
μιλά σε ξένες γλώσσες, χορεύει
με ξένες μουσικές,
συνομιλεί με πράγματα που γεννιούνται
και πεθαίνουν κάθε στιγμή.
Όλα γίνονται έτσι,
όπως συμβαίνουν μες στο όνειρο.
Γιατί ο έρωτας είναι ένας
κι όλα τα ερωτικά δωμάτια μοιάζουν μεταξύ τους.
Σαράντα πέντε χρόνια πριν
Στη Νόνα
Σαράντα πέντε χρόνια πριν και ήρθες
μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι
που έλαμπε στο φόντο του λευκού χιονιού.
Ερχόταν η άνοιξη, λιώναν τα χιόνια,
οι δρόμοι λασπωμένοι, σύννεφα στον ουρανό,
λίγες σταγόνες βροχής, γυμνά τα δέντρα,
οι χυμοί τους παγωμένοι μέσα στους κορμούς
και τα γυμνά κλαδιά τους τεντώνονταν στον ουρανό
σαν χέρια σε ικεσία για τον ζεστό καιρό.
Σαράντα πέντε χρόνια πριν και ξαναγυρνώ
στους ίδιους δρόμους που δεν υπάρχουν πια,
στην ίδια πόλη που δεν υπάρχει πια.
Αναζητώ ανθρώπους που έφυγαν για πάντα,
άλλους που τους σκόρπισε η ζωή σ’ άγνωστα μέρη.
Σαράντα πέντε χρόνια και νέος,
είκοσι εννιά χρονών, έγχρωμα κρατώ
τα δεκαεννιά σου χρόνια στην αγκαλιά μου.
Τίποτε άλλο πια δεν είναι το ίδιο στην πόλη εκείνη
και σε όλες τις άλλες πόλεις που περπατήσαμε,
στα δάση που χαθήκαμε,
στους σταθμούς των τρένων που ξενυχτήσαμε,
στα δωμάτια ξενοδοχείων που ερωτευτήκαμε.
Περπατούμε, ταξιδεύουμε,
πέφτουμε, σηκωνόμαστε, κοιταζόμαστε,
και τα σαράντα πέντε χρόνια γίνονται μια στιγμή
ή
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
πάνω στο άσπρο χιόνι.
Η νεκρή μας ζώνη
Σαν ρήγμα ανάμεσα σε δυο τεκτονικές πλάκες
που διαρκώς αποκλίνουν
η νεκρή μας ζώνη ολοένα επεκτείνεται
προς τη μια και προς την άλλη πλευρά.
Σηκώνει σκόνη τοξική της ερήμου,
εκπέμπει δηλητηριώδη αέρια,
μολύνει τη γη βαθιά και τα νερά,
θέλει να καταλάβει όλο τον τόπο,
να μας μετατρέψει σε δυο νησιά
που μεταξύ τους όλο απομακρύνονται.
Σπαρμένη με κόκαλα νεκρών η νεκρή μας ζώνη
που όλο ασπρίζουν στη βροχή και στον ήλιο
κι όλο αδειάζουν από τις ιστορίες και τα ονόματά τους.
Στην κάθε της πλευρά περπατά η Λήθη.
Άνθρωποι κάποτε ζωντανοί περνούν το κατώφλι
και γίνονται μνήμες.
Τα σπίτια ξεχνούν τους κατοίκους τους,
τα περιβόλια ξεχνούν τους καρπούς τους,
τα δέντρα τους ίσκιους τους,
τα τριαντάφυλλα το άρωμά τους,
το λάδι τους οι ελιές, οι ανθοί το μέλι τους…
Μηνύματα θανάτου τη διαπερνούν, ταξιδεύουν μακριά,
μπαίνουν σε σπίτια, σε γραφεία,
σε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα, φτάνουν σε ξένες χώρες:
Απεβίωσε ο Κώστας, ο Γιάννης, η Μαρία,
ο Φικρέτ, ο Γιουτζέλ, ο Χικμέτ,
του τάδε, του δείνα, του άλλου…
Η κηδεία του αύριο, μεθαύριο, την επόμενη μέρα,
στο τάδε χωριό, στην τάδε πόλη, στην τάδε χώρα…
Τώρα μόνο νεκρός θα επιστρέφει στη γη του
και θα περιφέρεται ανέστιος και βωβός.
Και η ελπίδα μας όλο να λιγοστεύει,
να φεύγει ο καιρός που κατεβαίναμε με τα όνειρά μας,
καθόμασταν επάνω της σαν τα πουλιά
και φυτεύαμε σπόρους τα ποιήματά μας:
Ν’ αφοπλίσουμε τις νάρκες,
να γίνουν παιχνίδια παιδικά,
το πράσινο να σκεπάσει το αίμα,
οι νεκροί να σηκωθούν
και να φωνάζουν τα ονόματά τους,
να κατεβούν τα περιστέρια να τσιμπολογούν
τους σπόρους της ειρήνης.
Οι εξόριστοι μας στίχοι
να επιστρέφουν στο ποίημα.
Τι μας έφερε η βροχή
Η βροχή που τόσο την περιμέναμε να μας λυτρώσει
μας ήρθε ξαφνικά απειλητική.
Το νερό κατέβηκε ορμητικό,
πέρασε μέσα από γραφεία και υπηρεσίες,
τράπεζες, χρηματιστήρια, κομματικά γραφεία,
μέσα από υπουργεία, τη βουλή, από παντού
κι έβγαλε έξω τόση λάσπη που πάει να μας πνίξει.
Μύρισε σήψη και σαπίλα, βρομίσαμε όλοι μας,
όπου και να στραφούμε κολλούμε στη λάσπη.
Εκεί που περιμέναμε να καθαρίσει ο τόπος,
να λάμψουν τα πράγματα στο φως,
τα πρόσωπα να χαμογελούν,
να βρούμε τον δρόμο μας μπροστά,
κολλήσαμε στον τόπο γλιστρούμε πίσω,
φεύγει το μέλλον που ονειρευτήκαμε.
Τώρα δεν μας μένει τίποτε άλλο πια
παρα να περιμένουμε την άλλη,
τη μεγάλη βροχή!…
