Γραμμές/ Ορίζοντας

Παύλος Παμπορίδης

Τζιαι πόψε

(νουβέλα)

Εκδόσεις Αρμίδα 2020

[…] Η Ντίνα ήταν Αηλουκατίτισσα. Εσύ ξέρεις πού εν ο Άης Λουκάς; Η Πράσινη Γραμμή εν ετραβήχτηκεν του κουτουρού, εχώριζεν τους τουρκομαχαλλάες στα βόρεια που τους χριστιανούς στα νότια. Εν ήταν τόσον ξεκάθαρα τα πράματα όμως. Έσιει κάτι γειτονιές τούρτζικες που την ποδά μερκάν, τζιαμαί γυρόν που τον μιναρέν τζιαι το λουτρόν της Εμερκέζ τζιαι μιαν ενορίαν χριστιανικην στον βορράν, τον Άην Λουκάν. Καμμιάν πεντακοσιάν πλάσματα ούλλα τζι’ ούλλα γυρόν που μιαν εκκλησιάν νάκκον πιο πάνω που το Γενί Τζιαμί. Φτώσια τζιαι πουτάνες. Ο κυριόττερος λόγος που έφκην το όνομαν της Ντίνας πως ήταν πουτάνα ήταν που ήταν Αηλουκατίτισσα. Ελαλούσαν, βέβαια, τζιαι για την μάναν της την Μαρίτσαν τζιαι τον τζιύρην της που κανένας εν είδεν ποττέ. Η Μαρίτσα ελάλεν πως ήταν ένας Βαρωσιώτης που επήεν εις την Ισπανίαν να πολεμήσει τον Φράνκο το ’36, πριν να ξέρει καν πως η Μαρίτσα ήταν έγκυος, τζιαι πως εσκοτώθην τζιεικάτω. Που κάποιον άκουσα πως η Ντίνα ήταν αναγιωτή τζιαι όι κόρη της Μαρίτσας. Ήταν, λαλεί, η κόρη μιας τουρκούς πουτάνας που επέθανεν στην γέννα τζιαι ανέλαβεν η Μαρίτσα το μωρόν της συναδέλφισσάς της. Εσυλλάβιζέν το τζιειν’ το «συναδέλφισσας» σαν να έθελεν να πει πως ήταν θκυο φορές πουτάνα.

Έτσι πλάσμαν όμως εν εξαναπερπάτησεν την γην. Μελαχρινή με μαλλιά κυμματιστά, ολόμαυρα σαν τα μμάθκια της, ψηλή τζιαι στητή όπως την κολόναν. Έρεσσεν ταχτικά που το μπακκάλικον του τζιύρη μου τζιαι εψούμνιζεν. Εβούρουν να την εξυπηρετήσω, να της πω για το λουβίν το φρέσκον τζιαι τον μπακκαλιάρον. Έκαμνα το λουβίν επιστήμην μόνο για την κάμω να πει κάτι ν’ ακούσω την φωνήν της. Καμμιάν φοράν εντζίζαν τ’ ακροδάχτυλά της μες την χούφταν μου σαν με επιέρωννε τζι’ ενόμιζα εγύριζεν ο κόσμος ανάποδα τζ’ ανεουλιούμουν. Έπρεπεν μιαν ημέραν να την ακολουθήσω, να την ιφτάσω κάπου να μεν μας θωρεί ο κόσμος τζιαι να της εξομολογηθώ την αγάπην μου . Έκαμνα που μέσα μου σενάρια ότι ο πατέρας μου εν θα εδέχετουν να την πάρω τζιαι θα εκλεφτούμαστεν, θα επηαίνναμεν στην Αυστραλίαν ή την Νέα Ζηλανδίαν τζιαι τζιεικάτω η Ντίνα θα ήταν η κυρία του Μίστερ Σωτήρης, όι η Ντίνα η πουτάνα.

Άφηκά την μιαν ημέραν που εψούμνισεν να ξομακρύσει λλίον τζιαι ήβρα μιαν δικαιολογίαν του τζιύρη μου τζιαι έφυα πίσω της. Να την προλάβω τωρά μεσ’ την στράτα να της μιλήσω; Να πάω ώς το σπίτιν της να χτυπήσω την πόρταν έννεν πιο αξιοπρεπές οξά να την ακολουθήσω να δω την διαδρομήν της τζιαι να καταστρώσω πλάνο για την επόμενη φοράν;

Μια στιγμήν εγύρισεν πίσω έτσι απότομα σαν να εκατάλαβεν ότι κάποιος την επαρακολούθαν τζιαι επέρασεν που τον νουν μου να την προσεγγίσω τζιείνην την ώραν να της πω πως την αγαπώ, αλλά εγύρισα δεξιά τζιαι εσταύρωσα τον δρόμον σαν να είχα σκοπόν να μπω μες το σπίτιν απέναντι. Άννοιξα το καντζιέλλιν τζιαι εμπήκα μες τον κήπον του σπιθκιού. Εστάθηκα πίσω που μιαν δάφνην τζιαι εκοίταζα που μες τα φύλλα να δω προς τα πού εννά πάει.

Μόλις επρόλαβα τζι’ είδα την να σηκώννει μιαν γλάστραν με βασιλιτζιάν τζιαι να βάλλει κάτι πουκάτω. Έβαλεν το σιέριν της πας την τσένταν της, εκόρτωσεν το κορμίν της τζιαι εσυνέχισεν να περπατά. Εγώ έμεινα τζιαμαί. Να περιμένω οξά να φύω; Έπρεπεν να φύω πριν να έρτει ο ιδοκτήτης του σπιθκιού. Πριν να προλάβω να φκω στον δρόμον, άκουσα βήματα να έρκουνται καταδά τζιαι επάγωσα. Άρκεψα να σκέφτουμαι τι δικαιολογίαν να πω που ήμουν μες το σπίτιν το ξένον, αλλά είδα ότι τζιείνος που έρκετουν επέρασεν το καντζιέλλιν χωρίς να με δει, εσταύρωσεν τον δρόμον τζιαι επήεν ολόισια στην βασιλιτζιάν. Ήταν ο Κόκος. Ο τατάς σου. Εγύρισεν με τρόπον να τσιακκάρει μεν τον εθώρεν κανένας τζιαι εσήκωσεν την γλάστραν, έπιαεν το χαρτούιν πουκάτω τζιαι εσυνέχισεν με βήμαν γλήορον. Έξερα τον Κόκον· επαίζαμεν πρέφαν στον καφενέν θκυο-τρεις μέρες πριν.

Έτσι εμπήκα στον Αγώνα, για μιαν γεναίκαν. Όι, όι για μιαν γεναίκαν… για την Ντίναν…

(απόσπασμα)

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy