Γραμμές

Tutku Tuğyan

Διήγημα από τη Νέα Εποχή, που συμπληρώνει φέτος εξήντα χρόνια ζωής και αφιερώνει το πρώτο τεύχος του 2019 (τεύχος 340) στη νεανική δημιουργικότητα

 

 

Ο κύριος Q

Ο κύριος Q πριν πεθάνει βάλθηκε να ψάχνει στο γραφείο του το σημειωματάριό του. Ούτε τα σάλια που έσταζαν από την άκρη του στόματός του, ούτε η κατάρρευση της πλάτης του, αλλά ούτε και το μούδιασμα που ανέβαινε από τα γόνατά του προς τα πάνω μπόρεσαν να τον σταματήσουν. Με μια αυξημένη ανησυχία άνοιγε τα συρτάρια και έριχνε από εδώ και από εκεί το περιεχόμενό τους και ό,τι δεν ήταν φτιαγμένο από χαρτί το πέταγε στο πάτωμα. Ακόμα και στο τελευταίο σφίξιμο της καρδιάς του προσπαθούσε να θυμηθεί πού έβαλε το σημειωματάριό του. Πριν καν προλάβει να σκεφτεί ότι δεν του ταίριαζε τέτοιος θάνατος, η ζωή του έσβησε. Κανένας δεν κατάφερε να μάθει τι έγραφε εκείνο το σημειωματάριο. Θαρρώ πως ούτε καν ο κύριος Q δεν τολμούσε να πει ότι ήταν σίγουρος γι’ αυτά που έγραφε εκεί.

Η κυρία W

Όταν η κυρία W είδε τον σύζυγό της πεσμένο στο πάτωμα του γραφείου με το πρόσωπο προς τα κάτω, λες και είχε παλέψει με κάποιον και νικήθηκε, μπήκε αμέσως στο ντους και άρχισε να τραγουδά. Όταν είχε τελειώσει το νερό στο ντεπόζιτο, η φωνή της δεν είχε ακόμα σιγήσει. Άρχισε να χάνει σιγά – σιγά τη φωνή της σαν ένα παλιό ράδιο που τελείωνε η μπαταρία του. Όταν αποφάσισε να μαζέψει για τελευταία φορά τις δυνάμεις της και να πάει να ελέγξει το ντεπόζιτο, είχε ήδη νυχτώσει. Πήρε στο χέρι της ένα φανάρι και βγήκε στη στέγη. Άνοιξε με δυσκολία το καπάκι του ντεπόζιτου και έλεγξε με το φανάρι τη σκεπασμένη με βρύα δεξαμενή. Δεν είδε κάτι το αξιοπρόσεχτο. Το τραγούδι που έλεγε εδώ και ώρες συνεχίζει να αντηχεί μέσα στο μυαλό της και αυτή επαναλάμβανε αποσπασματικά τα λόγια του. Κατέβηκε ξανά κάτω, βγήκε από το σπίτι, διέσχισε το δρόμο και έβγαλε από την τσέπη του μπουρνουζιού της ένα τηλεχειριστήριο. Κοίταξε πρώτα το μπλε κουμπί στο τηλεχειριστήριο και έπειτα το σπίτι. Χωρίς κανένα δισταγμό πάτησε το κουμπί και ανατίναξε στον αέρα τον κύριο Q, το σπίτι και τον εαυτό της.

Ο μάγκας X

Ο X μετά την κηδεία δεν είχε πλέον πού να πάει. Κάθισε στο σκαμπό ενός μπαρ και έπινε μπίρα μέχρι το πρωί. Όταν ξημέρωσε, πλέον τα μάτια του δεν καλόβλεπαν, τα αφτιά του δεν άκουγαν, βούιζαν. Όταν επιτέλους σηκώθηκε, έλεγξε τις τσέπες του και κατάλαβε ότι δεν είχε ούτε σεντ. Την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόταν να σωριαστεί ξανά στο σκαμπό και να βρει τρόπο να το σκάσει από εκεί, μπήκε μέσα η αστυνομία. Ο X πριν προλάβει να καταλάβει τι γινόταν βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα.

Όταν τα μάτια του άρχισαν σιγά – σιγά να κλείνουν, δεν προέβαλε αντίσταση και αφέθηκε σε έναν αδιάλειπτο ύπνο.  Την επόμενη μέρα τον βγάλανε από το κελί για να τον ανακρίνουν για το θάνατο του πατέρα και της μητέρας του. Μετά την ανάκριση πήγε ξανά στο μπαρ και κάθισε στο ίδιο σκαμπό. Μετά από μερικές μπίρες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπήκε μέσα το άτομο που περίμενε, κάθισε δίπλα του και ζήτησε από τον μπάρμαν να του δώσει το ίδιο ποτό που έπινε ο X. Αφού ήπιε την μπίρα του μονορούφι, πήρε το χέρι του X και του έβαλε στη χούφτα του ένα σημειωματάριο. Μετά σηκώθηκε και έφυγε. Ο X γεμάτος αγωνία βγήκε στους δρόμους και άρχισε να τρέχει για να πάει κάτω από τη λάμπα στην αρχή της γέφυρας. Καθώς έπαιρνε την τελευταία σκοτεινή στροφή, κάπου σκόνταψε και κύλησε από τον λόφο. Εν τω μεταξύ, κτύπησε στους βράχους, υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και πέθανε επί τόπου.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy