Η μπαλάντα του χαμένου τρένου

Του Κυριάκου Λοΐζου

 

Μικρός πάντα σκεφτόμουν πως μία μέρα θα ξυπνήσω το πρωί και θα δω τη μάνα μου να λάμπει και να μου λέει «θα πάμε πίσω» ή «βρήκανε λύση» και θα μπορούμε επιτέλους να πάμε στους δρόμους όπου μεγάλωσε. Να παίξω και εγώ όπως έπαιζε εκείνη μικρή, να ετοιμάσω τα πράγματά μου για να πάμε να κολυμπήσουμε στο Ξερό ή την Αμμόχωστο. Να πάω με τους φίλους μου στο καφενείο του Αχμέτ να πάρουμε γλυκά και στο γυρισμό να μας βρει στο δρόμο ο Ντερβίς, ο φίλος του παππού και να μας πάει σπίτι. Εκεί που η μάνα μου με τις αδερφές της τσακώνονταν για το παραπάνω κομμάτι γλυκό και για το αγόρι στο απέναντι μπαλκόνι ποια το έχει πρωτοδεί. Στο περβόλι που φύτεψαν τα πορτοκάλια τους και περίμενε ο κ. Μιχάλης υπομονετικά με το φορτηγό να φορτώσει την πραμάτεια για να την πάει στη Λευκωσία. Να πέσει το δροσερό βράδυ του Μάη και να κάτσουμε στα μπαλκόνια κοιτώντας τα βουνά, χωρίς μπογιές και βαρέλια, χωρίς τεράστιες λάμπες που αναβοσβήνουν. Χωρίς καμιόνια γεμάτα πράσινες ψυχές άβουλες, ανίδεες, με χαμηλωμένο βλέμμα.

Μεγάλωσα, μεγαλώνω. Τα χρόνια που περνούν γίνονται βάρος και όχι χαρά. Όσο περνάει ο καιρός, μου μυρίζει καμένο πνεύμα και όχι ανθισμένες αμυγδαλιές. Η πίστη μετατρέπεται σε φόβο και η προσμονή σε ματαίωση. Η ανάγκη για παιχνίδι γίνεται αβεβαιότητα για το αύριο. Ο κόσμος κινείται, μα εγώ περιμένω.

Περιμένω το τρένο που χάνεται στην ομίχλη του μίσους και της αδιαφορίας, της απάτης και της κοροϊδίας. Και είναι άδειο το τρένο. Και όσο χειμωνιάζει, τόσο πιο δύσκολα το βλέπεις. Η αφετηρία του, αγάπη, αλληλεγγύη, συνεργασία, πρόοδος. Ο τερματικός σταθμός μίσος, έχθρα και βία.

Όσο επικαλούμαστε το Εσείς και το Εμείς, το Αυτοί και οι Άλλοι, τόσο το σφύριγμα του τρένου θα ακούγεται από πιο μακριά. Και όσο προχωρά προς το άγνωστο, τόσο περισσότερο θα περιμένουμε στη στάση. Θα θάβουμε τους ανθρώπους μας στις στάσεις των τρένων, περιμένοντας να τους βάλουμε μέσα για τον προορισμό τους. Μα δεν θα μπαίνουν. Θα ασπρίζουν τα κεφάλια μας, λησμονώντας την αποστολή μας σε αυτή τη μικρή γη. Να ζήσουμε ειρηνικά, οι Ντερβίσηδες και οι Μιχάληδες, οι Μαρίες και Ατσέλιες (τουρκικό γυναικείο όνομα από την «αζαλέα», καλλωπιστικό θαμνώδες φυτό).

«Όταν θα ‘ρθείς να με ξεθάψεις απ’ τις στάχτες και διώξεις από πάνω μου όλη τη σκουριά και ξαναβάλεις τις ρόδες μου σε ράγες και εγώ αρχίσω να κυλάω, να κυλάω, να κυλάω ξανά.

Τότε οι λύπες θα με ψάχνουν κι άνεργες θα θρηνούν, θα πέφτουν μανιασμένες οι βροχές και θα ρωτούν: Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν…»

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy