τα άνθη του κακού

Δεν απαιτεί τον οίκτο μας. Θέλει τη δίκαιη ανταμοιβή του στη δουλειά, λίγη ψυχαγωγία. Πάνε οι εποχές που οι οικονομικοί μετανάστες πήγαιναν σε χώρες ξέροντας πως θα δουλέψουν χωρίς ζωή, μέχρι να μαζέψουν κομπόδεμα. Αναζητούν ποιότητα ζωής, τη δικαιούνται, δεν τη βρήκαν. Ο μετανάστης δεν βρίσκει διάκριση της ξεχωριστής του προσωπικότητας. Μόνο ταυτότητα συλλογική. Είναι εδώ και πουθενά. Έχουν όλοι τους συγκεκριμένο λεξιλόγιο, γιατί το πλαίσιο που ανταλλάσσουν κουβέντες είναι συγκεκριμένο. Κανείς δεν τους βάζει σε κοινωνικές συζητήσεις, δεν ρωτιούνται, δεν αφήνονται να ρωτούν. Αναπαράγουν: πού να βάλω αυτά μάστρο, πολλά καλό, εγώ έκαμα, ξέρει, άστο κάνει εγώ, μάταμ, εγώ φέρει, εγώ μωρό, άντρα μου, δουλέψει Κυριακή, σώννει, όι φοάσαι, πανί, λιώσει πατάτα, έδωκα χάπια του, πολλά βαρετό, έθελει, ευχαριστώ πολλά. Επιτελικά λεξιλόγια. Μετά τη δουλειά, ή αφού κοίμιζαν παππούδες, περπατούσαν να βρουν ομοεθνείς φίλους, που ίσως να μην τους έκαναν παρέα αν ζούσαν στον τόπο τους. Υπάρχουν μόνο με συλλογικούς, καταργημένους εαυτούς.

Οι καφετέριές μας ακριβές. Και τους προκαλούν μια απροσδιόριστη αίσθηση πως δεν είναι χώρος για αυτούς. Έχουν μέρη δικά τους. Όχι πολλά. Κυρίως δημοσίου χώρου. Γκετοποιούνται. Στο όσο εδώ τους, δεν ζουν έρωτες, συναντήσεις, δεν απαντάνε ούτε μήνυμα όσο δουλεύουν. Ζωή σε παύση. Δεν έχουν πού να δυναμώσουν τραγούδια στη γλώσσα τους για χρόνια. Ζωή με ακουστικά στα αυτιά. Πανδημία. Τα αφεντικά θυμώνουν να συναναστρέφονται μετά τη δουλειά να μην κολλήσουν τον ιό, να τον φέρουν στη δουλειά. Συναντιούνται κρυφά, φοράνε μάσκες με περισσότερη πεποίθηση τού γιατί φοριούνται από εμάς. Lockdown. Μετανάστες Λεμεσό και Πάφο, μετά το σχόλασμα, δεν επιτρέπεται να βγουν. Ζουν σιβυλλικά στα δωματιάκια τους, χρησιμοποιούν τεχνολογίες να μιλάνε. Όσοι ζουν στα σπίτια που τους εργοδοτούν, ντρέπονται να βγουν από το δωμάτιο να ανοίξουν το ψυγείο να φάνε γλυκό, να πάρουν μια μπίρα. Τρώνε νωρίς, μικρά γεύματα παρουσία εργοδότη. Δεν βλέπουν ταινίες, σειρές, τηλεπαιχνίδια, ειδήσεις της χώρας τους. Κάθονται και βλέπουν ό,τι βλέπουμε, βλέπουν χωρίς να βλέπουν, περνούν οι ώρες αργά, μέχρι να πάμε για ύπνο, να ξεντραπούν να σηκωθούν κι αυτοί, μην θεωρήσουμε ότι αποσύρονται από τα καθήκοντά τους. Κοιμούνται σε κουβέρτες που δεν είναι οι μαλακές μας (αυτές τις έχουμε εμείς), σε ασυνδύαστα σεντόνια, όσα περίσσεψαν από τα παλιά σετ. Βάφονται με ληγμένα μακιγιάζ που τους δώσαμε. Δεν ξέρουν τα τοπία της Κύπρου. Εμείς πέντε μέρες διακοπές κάπου, βλέπουμε περισσότερα από όσα αυτοί τόσα χρόνια εδώ.

Όσοι νοικιάζουν, αγνοούν αν θα δουλεύουν αύριο, κλειδώνονται σε παλιόσπιτα, συχνά συγκατοικώντας, δουλειά σπίτι, τούμπαλιν. Δεν έχουν μανάδες, μπαμπάδες να περάσουν να δουν. Στις δουλειές δεν μιλάνε πολύ μεταξύ τους στη γλώσσα τους για να μη νιώσει καχύποπτα ο εργοδότης. Βάρδιες στη μούγκα. Αν νιώσουν δέκατα, φοβούνται να το πουν, θα φταίνε αν κόλλησαν. Δεν ξέρουν πώς να απευθυνθούν σε υπηρεσίες και αν «δικαιούνται» το τεστ. Αν έχουν συμπτώματα, καμία μαμά δεν υπάρχει κοντά να τους βάλει κομπρέσες, να φέρει σούπα, να τρέξει σε εφημερεύον για αντιπυρετικά. Μόνο οι ίδιοι έχουν το ρόλο Σαμαρείτη και σαμαριού εδώ πέρα. Στα μάτια μας, μάζες αόρατων. Τυφλοπόντικες. Νυχτερίδες που έχουν μια λίγη δόση ζωής μόνο αργά βράδυ. Τώρα, ούτε τότε.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy