Τα άνθη του κακού

Της Ανθής Ερμογένους

Ένα χρόνο αφού άνοιξαν τα οδοφράγµατα αποφάσισα να διαµελίσω υστερίες. Ήταν ηθικά παράτολµο να περάσεις από την άλλη, «διαβατήριο στον τόπο σου;» Παγωνιέρες, σάντουιτς σε ασηµόχαρτο, µην αγοράσουµε.

Η γιαγιά στις αρχές Αλτσχάιµερ, ίσως στην τελευταία της ευκαιρία να αναγνωρίσει. Ας µείνω αµαρτηµένη που πήγα. Η γιαγιά αναγνώρισε, µπερδεύτηκε µε τους στρατιώτες, έκλαιγε συγχυσµένη, δεν ξέραµε γιατί. Η εικόνα της µάνας µου όταν φτάσαµε στην παραλία, είχε τέτοια συναισθηµατική φόρτιση που δυσκολεύτηκα να ξαναπάω. Υπήρχε µια ανακολουθία στο τι έπρεπε και στο τι αισθανόµουν. Μεγάλωσα, πλέον οδηγώ, γυρνάω την Ευρώπη, δεν πάω Βαρώσι, ενώ πάω στο βοµβαρδισµένο Βελιγράδι. Είµαστε στην παραλήγουσα της διχοτόµησης. Προχθές πέρασα από ∆ερύνεια.

Αυτή τη φορά µπήκα µε µια αλαζονική είσοδο. Σκεφτόµουν πως αυτός ο Πρόεδρος, µε τις καταργηµένες επιδόσεις, δηµιούργησε ένα γλωσσικό περιβάλλον του οποίου το αποτέλεσµα µοιάζει συνεπές µε ό,τι φοβόµασταν. Εµπορευµατοποιήσαµε τη φρίκη του πολέµου για να εµπεδώσουµε διχοτόµηση. Σε µια διαδροµή Αµµόχωστος, Απόστολος Ανδρέας, εξακολουθώ να συγκλονίζοµαι στην Αµµόχωστο. Επαληθεύει το κόρδωµα των Βαρωσιωτών. Πήρα τη µάνα µου να έρθει. Έπρεπε. Συναντηθήκαµε στο οδόφραγµα. Στην περίκλειστη προσπαθήσαµε να βγούµε ψηλά να δούµε το σπίτι. Αναγνώρισε το σχολείο, τη µάντρα της γειτόνισσας, την πολυκατοικία που κρύφτηκε η γειτονιά στην εισβολή.

Πρώτη φορά άκουσα ιστορίες, πως έφυγαν µε φλιπ-φλοπ νοµίζοντας θα ξαναγυρίσουν. Κατάργησαν µνήµες, δεν θυµούνται πόσο έµειναν στο υπόγειο. Θυµούνται πως στις δύο µέρες, αφού θεώρησαν πως ησύχασαν τα πράγµατα, έστειλαν τη θεία, έντεκα χρονών στο σπίτι, να φέρει γάλα, την κυνηγούσε σκύλος, από τότε τους φοβάται. Πως µπήκαν στο αυτοκίνητο του θείου Χαµπή έντεκα άτοµα, πήγαν σε δίπλα χωριό, κοιµόντουσαν σε αυλές. Πως η θεία ∆ηµητρού φώναζε στα λεωφορεία στρατιωτών, «Κώστα», όσο δεν τον έβρισκε λιποθυµούσε. Πως πήγαν Λεµεσό, αλλά δεν αντιλαµβάνονταν ότι αυτό συνιστούσε πια µονιµότητα. Φτάσαµε στην παραλία του Κωνστάντια. Της είπα πάµε στα συρµατοπλέγµατα. Περπατούσε αργά, σαν για να µη φτάσει.

Μπήκε στη θάλασσα ντυµένη, τσάντα παραµάσχαλα. Ο Οδυσσέας είπε «Άσ’ την». Άρπαζε άµµο, «Κοίτα, χρυσάφι». Η µάνα µου στη Λεµεσό δεν πάει στη θάλασσα. «Στα βαθιά είχε µια σχεδία, κολυµπούσαµε µέχρι εκεί». Στη Λεµεσό δεν ξέρει να κολυµπά. Φτάσαµε στο συρµατόπλεγµα. Τα οικοδοµικά λείψανα του Βαρωσιού στέκονται ανυπεράσπιστα πίσω. Η πόλη στεκόταν στη µοναδική και µοναχική της δόξα. Το Βαρώσι πίσω, αποτρόπαια απροσάρµοστο στην ιδέα να µην ξαναδεχτεί Βαρωσιώτες, συγκλονιστικά όµορφο, σαράντα πέντε χρόνια µετά.

Πατρίδα πίσω από παραβάν. Γέµιζαν σακούλες άµµου. «Τι θα την κάνεις;» «Γιατί; Εν δική τους;» Από την πόλη δεν πρέπει να φύγουν ξανά µε σουβενίρ. Είµαστε στην παραλήγουσα διχοτόµησης. Τούτος ο γύρος είναι δικός των Βαρωσιωτών. Πρόεδρε, αυτή τη φορά διάλεξε προσεκτικά τις ατάκες σου. ∆ήµαρχε, µην περιοριστείς συµβολικός. Η λύση δεν αποσυνδέει την εισβολή, δεν τροπολογεί, δεν αθωώνει. Εκτροχιάζει µόνο τον εθνικιστικό ειρµό που αποσυνδέει τον Βαρωσιώτη από επανεγκατάσταση και ειρήνη στην πανέµορφη Αµµόχωστο.

«Για να ‘χει όνειρα να κάνει ο ενικός».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy