Τα άνθη του κακού

Της Ανθής Ερµογένους

Είναι το πιο δύσκολο κείµενο που έγραψα ποτέ. Τα εργατικά «ατυχήµατα» είναι αόριστο περιστατικό µέχρι να δεις τίτλους µε όνοµα δικού σου, του χωριού σου. Συνοικισµός. Μεγαλώσαµε κολλητά, λέγαµε τους γονείς µας θείους. Οι δικοί µου άνθρωποι.

Έγραφα για τον άνθρωπο που κάηκε µια µέρα πριν στο εργοστάσιο. Είδα το συγκλονιστικό: «62 χρονών. Επέθανεν µέστο εργοστάσιο. 62 χρονών. Εµέτραν τις µέρες για τη σύνταξη, κοινωνικές ασφαλίσεις είπαν του. Βάλλε τες, έννα τες πιάεις µετά. 62 χρονών. Οι κοινωνικές του ασφαλίσεις εµείναν τους. Τζαι οι δικές του, τζαι άλλων πολλών. Επενδύσεις, είπαν σου. Για καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Ο άνθρωπος ήταν 62 χρονών. Εµέτραν τις µέρες για τη σύνταξη».

Βάζω τυχαία ειδήσεις. Ο θάνατος του εργάτη είναι αόριστο περιστατικό, ώσπου να δεις όνοµα στους τίτλους. Όνοµα στους τίτλους πριν µάθει η οικογένεια. Το ΜΜΕ έτοιµο να πουλήσει, η εργατική τάξη stand by να θρηνήσει. Ο προορισµός του εργάτη δεν είναι σπεκτάκιουλαρ. Επινόησε τον προορισµό της αφυπηρέτησής του. Μετρά µέρες µετά από δεκάδες χρόνια κόπου να κάτσει µε τη γυναίκα που αγάπησε, να αλλάξει στα εγγόνια χρώµα χαρτονοµίσµατος από πετρόλ σε πορτοκαλί το Πάσχα. Ίσως αλλάξουν σαλόνι. Ίσως δώσει στις κόρες να αλλάξουν αυτές. ∆ούλεψε για το σαλόνι και το δώρο των µωρών τα Χριστούγεννα. Πειθώ του καπιταλισµού. Ενδοτικός για την αφυπηρέτηση.

«Πες µου ότι είναι συνωνυµία». Φράσεις που πέρασαν νευρική κρίση µέχρι να ειπωθούν. Αφυπηρετούσε και θα έκτιζε το σπίτι της κόρης του. Ο καπιταλισµός κάνει ζετέ-αρασέ µε ζωές εργατών. Με χήρες που καίγονται µαζί τους. Επειδή οι εργάτες τις αγαπούσαν. Αυτές τους αγαπούν πίσω αναπόσπαστα από τον εαυτό τους. Μοιάζουν στα µάτια τους όµορφοι σαν τεχνίτες, ποτέ ασπρουλιάρηδες σαν τραπεζίτες. ∆εν τσακώθηκαν ποτέ. Κοιµόντουσαν ίδια ώρα. Χρονών εξήντα τριών, έβλεπαν τηλεόραση κάθε νύχτα κρατώντας χεράκι. Όταν δεν τους ζήλευα, τους αγαπούσα. Άνθρωποι που εκτιµούσαν µια ηρεµία της προκοπής. Άνθρωποι ταγµένοι στην επιστροφή απ’ τη δουλειά. Άνθρωποι που στον κοινωνικό καµβά έζησαν χωρίς κανένα ξίπασµα. Χάραµα πάει δουλειά, δυόµισι σχολνούσε, εργατικός θάνατος ώρα δύο. Ο αστάθµητος παράγοντας έχει παραλήπτη τον εργάτη. Οι θάνατοι συνθηκολογούν και αποθέτουν τάξη εργατική, και αυτά δεν θέλω να τα αφηγούµαστε διαστρεβλωµένα. Θα αφυπηρετούσε Αύγουστο. Ήταν τελευταία µέρα του Αυγούστου. Ο εργάτης που πεθαίνει στη δουλειά είναι η πιο άξεστη αποτυχία της κοινωνικής διανοµής.

Εργάτες κασκαντέρ. Ήρεµοι άνθρωποι. ∆εν µίλησε άσχηµα ποτέ στη γυναίκα του. Εργάτες κασκαντέρ, κτίζουν, οξυγονοκολλούν. Κρέµονται από σκαλωσιές πολυκατοικιών. Στα ακριβά διαµερίσµατα τα σπεκτάκιουλαρ ζευγάρια µιλάνε άσχηµα ο ένας στον άλλο. «Παπά να πάµε απόψε κλαµπ µε τις κορούες;» «Όχι». Μαθήτριες και µουτρώναµε. ∆εν άντεχε, δεν ύψωσε ποτέ τόνους στα παιδιά. Το σπίτι είναι η ηρεµία του εργάτη. «Άτε αν ψήσεις έναν καφέ κι εν καλός να πάτε, αλλά 1 να είσαστε σπίτι». Τα κλωσσόπουλά του όµοια µε αυτόν. Ήρεµες, τίµιες, εκτιµούν τα µικρά σαν µεγάλα. Τελευταία µέρα του Αυγούστου, µετά αφυπηρέτηση. Ολοκλήρωνε το ψηφιδωτό της ευτυχίας του. Λίγο το ‘χεις;

Στο «θείο» ∆ηµήτρη, στην πανέµορφη οικογένειά του/µου.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy