τα άνθη του κακού

Της Ανθής Ερμογένους

Θυμάμαι τον πατέρα μου να με παίρνει Σάββατο στον Ιωαννίδη να διαλέξω βιβλίο και ήταν η βδομαδιάτικη αναμονή, να το πάρω, να κλειδαμπαρωθώ, να κάνω το σεντόνι αντίσκηνο, να χωθώ μέσα. Κόρη ξαδέρφης στην εκδρομή, «να ‘το νεκροταφείο», μας έλεγε σε ό,τι έβλεπε. Μάντρες βλέπαμε, νεκροταφείο έλεγε, σταμάτησα δίπλα από αγρόκτημα, «γιατί σταμάτησες στο νεκροταφείο»; Έβλεπε κασόνια, «να ‘τους τάφους» έλεγε. Παντού ιδανικοί εγκλεισμοί. Η αντίληψη ενός παιδιού δεν θεωρείται ξεκομμένη από τον κόσμο που ζει. Παιδιά βλέπουν framed τα σώματα. Ήθελα να τα έλεγε αεροπλάνο, τρένο, έστω βαγόνι. Φίλος που ηδονίστηκε με την πανδημία, έκανε εικόνα τον εγκλεισμό στο σπίτι ιδανική κατάσταση. Ανταποκρίθηκε στο κέρφιου συνετά, τόσο που έφτασε να το ρομαντικοποιήσει. Είχε το λυρισμό του συσχετισμού που, ό,τι σε παγιδεύει, σε καθηλώνει. Κι οι τρεις στην κορνίζα.

Μαντρωμένοι άνθρωποι. Οι αφιλοσόφητοι αφανίζουν το πένθος της μη ορατότητας του μαντρωμένου. Επειδή για να είσαι ορατός πρέπει να είσαι στον ξυπνητό. Ο ανεξύπνητος έχει το βαυκαλισμό που έχει ο φορμαρισμένος. Το διατυμπανίζει ωστόσο με ύφος τσαμπουκαλεμένο, «για το καλό μου». Καμικάζι του ηγέτη. Μυαλά σε σελοφάν. Νεκροψία: Χάχες άνθρωποι, ακριβείς μέτριοι, άρα μετρήσιμοι. Στο snooze. Πρώτη και καλύτερη περιφρουρημένη εγώ. Κανείς δεν εγκαταλείπει το σίγουρο, το διασφαλισμένο, τη γκουρμέ κοινωνιοτυπία. Ένστικτα επιμελημένα. Εφευρίσκουμε λέξεις: ενήλικος, σοβαρός, κουμανταρισμένος. Πουλάμε καψώνι: «Είσαι μικρή, θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, και εγώ στην ηλικία σου έτσι νόμιζα», σε όποιον έχει σπίθα, αντιστάσεις. Μοιάζει πατρότητα, είναι πατρωνία.

Ο άλλος γράφει, χθες, εξαιρετικό το διάγγελμα του Προέδρου. Καταλαβαίνεις σε τι πατρόν κατωμετριότητας ζούμε. Νου ανίκατε μετριότητας. Απροσδιόριστη εμμονή -κυρίως εμπιστοσύνη- στη μετριότητα, επειδή είναι μετρήσιμη, άρα άτρωτη. Άνθρωποι κατατεθειμένοι πιστά σε ανάξιους μέντορες. Ανέμπνευστοι, σουλουπωμένοι αριστουργηματικά, συντεταγμένοι. Μακριά μας. Τα αθωώνεις αυτά; Ποιον να αθωώσεις; Τις αποβλακωμένες ζωές μας; Δράμα μικροαστικό και κατέληξε στις πόρτες μας. Άνθρωποι κατεψυγμένοι, προφυλαγμένοι από την τάχα τραγωδία μιας προσωπικής ή κοινωνικής επανάστασης. Απανωτοί μέτριοι. Να ‘ρθει ένας κακός χαμός ξύπνιων να αλλάξει όλα τα κοινωνικά ισοδύναμα της μετριότητας. Να σαστίσουμε, να σπαρταρίσουμε. Λείπει αυτό. Και από τις ζωές μας και από την πολιτική. Η σκέψη, η νόηση, η υπέρβαση, το μη ανιαρό, ίσως και το λάθρο, η ανατριχίλα του χνώτου πάνω σε ραχοκοκαλιά. Η ζωή με κέντρο το στομάχι. Αυτά που φέρνουν μόνο οι υπερβάσεις. Εδώ, μια σκέτη ζωή, γραφικά άγραφη. Προσχηματικοί σωτήρες σκέτων ζωών και ενδίδεις.

Εκείνοι που δεν αγάπησαν τη ζωή και τον ζωντανό εαυτό τους δεν αγάπησαν τον κόσμο ως σύνολο, τη δουλειά που κάνουν, την πολιτική διάδραση, καμιά κοινωνική επικουρικότητα, δεν βάζουν κανένα πάθος και φιλότιμο σε αυτά. Μπόρεσαν όμως και υπηρέτησαν πολύ καλά την επιλεκτική εσωτερικοποίηση, το σινάφι των κεφαλαίων, τα δικά τους ελίτ γκέτο, τη λογικότητα στην ειδική τους σφαίρα, τα ζε σουί τους. Και σε έχουν σαρώσει, πληβείε, παραμελημένε μικρομεσαίε. Τράβα τώρα μόνος σου να σωθείς με αντισηπτικό, γίνε πιο αποστειρωμένος. Και όπως σε μάθανε και σένα μεσ’ την εγωμανία, πάρε τα όλα από τα ράφια, τι σε νοιάζουν οι άλλοι; Εν τω μεταξύ η άδεια -που αν θέλει δίνει ο εργοδότης- είναι άνευ απολαβών. Νοίκι γιοκ, αλλά πες πως νοιάζονται και πάτα snooze.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy