Η «άλλη όψη» του ζητήματος της επανεγκατάστασης των Ε/κ εκτοπισμένων

• Περιουσιακό. Η ψυχολογική διάσταση μέσα από μία έρευνα

Του Κώστα Α. Κωνσταντίνου

  • Ο χρόνος παγιώνει τη νοοτροπία του διαχωρισμού 
  • Οι πολίτες είναι πολύ πιο μπροστά από τους πολιτικούς

Πόσοι Ελληνοκύπριοι επιθυμούν να επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση; Ποιους παράγοντες θεωρούν ως σημαντικότερους για να επανεγκατασταθούν; Ποια άποψη σχηματίζουμε σήμερα για το σύνοικο στοιχείο; Κρίσιμα ερωτήματα, για τα οποία μελέτη του Κέντρου Ερευνών Πεδίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια του KENT και του ST’ ΜARYS του Καναδά, δίδει ενδιαφέρουσες απαντήσεις.

Μέσα από ένα δείγμα 1.600 ατόμων, ο Δρ Χάρης Ψάλτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επιχείρησε να “μπει στα παπούτσια” του μέσου Ελληνοκύπριου εκτοπισμένου, σε μια προσπάθεια να καταγράψει τον τρόπο σκέψης του ως προς το σημαντικότερο, για τον ίδιο, κεφάλαιο του Κυπριακού, το Περιουσιακό. Συναντώντας μας, ο Δρ Ψάλτης ανέλυσε τις παραμέτρους της έρευνας, τονίζοντας δύο καίρια στοιχεία: Ο χρόνος παγιώνει τη νοοτροπία του διαχωρισμού και ότι οι πολίτες είναι πολύ πιο μπροστά από τους πολιτικούς. 

Στην έρευνα αποτυπώνεται διαμέσου του παράγοντα χρόνος, η τάση των εκτοπισμένων για επιστροφή στις κατεχόμενες περιουσίες, τρία χρόνια μετά τη λύση. Κατ’ αρχήν με βάση τις κατηγοριοποιήσεις της, το 51,5% των Ελληνοκυπρίων επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από το Περιουσιακό, είτε λόγω των γονέων είτε λόγω του ιδίου είτε των γονέων και της συζύγου του.

Πόσοι εκτοπισμένοι θα επέστρεφαν;

Οπως εξήγησε ο Δρ Χάρης Ψάλτης, η αναφορά περί “τριών ετών” συνδέεται με τη διεθνή εμπειρία επαναπατρισμών, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων το παράδειγμα της Βοσνίας. Οπως ανέφερε, μετά την παρέλευση των τριών ετών, η τάση επιστροφής περιορίζεται.
Σύμφωνα λοιπόν, με τα ευρήματα της έρευνας, υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, πολύ πιθανόν ή κάπως πιθανόν να επιστρέψουν το 60% των εκτοπισμένων. Ποσοστό χαμηλό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Ψάλτη, ο οποίος ανέφερε στη “Χ” ότι κάποιος θα ανέμενε ο δείκτης να φτάσει στο 80%. Το συμπέρασμα που εξάγεται, πρόσθεσε, είναι ότι 42 χρόνια μετά και αφού οι εκτοπισμένοι έφτιαξαν μια νέα ζωή στις ελεύθερες περιοχές, δημιουργείται μια νοοτροπία διαχωρισμού. «Ο χρόνος είναι που παγιώνει τη διχοτόμηση και όχι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων», ανέφερε χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα μόλις ένας στους πέντε εκτοπισμένους δηλώνει “πολύ πιθανόν” ή “κάπως πιθανόν” να επιστρέψει υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Ο Δρ Ψάλτης συνέδεσε τα ευρήματα της έρευνας με το κεφάλαιο της επιστροφής της Μόρφου. «Αφού οι τέσσερις στους δέκα δεν επιθυμούν να επιστρέψουν τότε μπορείς ως διαπραγματευτής να είσαι ευέλικτος», τόνισε.

Το προφίλ των θετικά διακείμενων

Στην έρευνα καταγράφεται το προφίλ όσων εκτοπισμένων δηλώνουν διατεθειμένοι να επιστρέψουν ακόμη και υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, οι πλείστοι που είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Σύμφωνα με τον Δρ Ψάλτη, ο μέσος όρος ηλικίας που θέλουν να επιστρέψουν είναι τα 63 χρόνια. Το 2009 ο μέσος ηλικιακός όρος έφτανε τα 52 χρόνια. Την ίδια ώρα η έρευνα αναφέρει ότι οι άντρες είναι περισσότερο αποφασιστικοί για επιστροφή παρά οι γυναίκες. Ο Δρ Ψάλτης αιτιολόγησε το στοιχείο αυτό, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι αποτυπώνει τα πατριαρχικά στοιχεία της κυπριακής κοινωνίας που θέλουν τον άνδρα να αναλαμβάνει περισσότερες πρωτοβουλίες και τη γυναίκα να ασχολείται περισσότερο με “τα του οίκου” της οικογένειας.

Παράλληλα οι εκτοπισμένοι που επιθυμούν να επιστρέψουν είναι άτομα υψηλότερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου. «Αυτό ίσως να σχετίζεται με το ότι σε περίπτωση επιστροφής θα απαιτηθούν έξοδα ανοικοδόμησης», αιτιολόγησε ο κ. Ψάλτης. Εξάλλου, όσοι επιθυμούν να επανεγκατασταθούν στις περιουσίες τους τάσσονται υπέρ της συμφιλίωσης, γεγονός που αποδεικνύει σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου ότι είναι άνθρωποι που μπορούν να εμπιστευτούν κάποιον από την άλλη κοινότητα.

Εργοδότηση, σχολείο, ασφάλεια

Σε ό,τι αφορά την επιστροφή υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, η έρευνα επικέντρωσε τα ερωτήματά της σε τρεις “κοινωνικές παραμέτρους” που αφορούν τον “κύκλο ζωής” ενός ζευγαριού με παιδιά. Το χώρο εργασίας, την εκπαίδευση των παιδιών και την ασφάλεια στη νέα τάξη πραγμάτων.

Οι ερωτηθέντες θεωρούν πιο σημαντικό στοιχείο το πού θα μορφωθούν τα παιδιά από το αν θα επιστρέψουν οι συγχωριανοί. Οι ερωτηθέντες δεν θεωρούν σημαντικό στοιχείο την εξεύρεση εργασίας, καθώς οι αποστάσεις στην Κύπρο, σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη, είναι πολύ μικρές, συγκρίνοντας τη χώρα μας με άλλες περιπτώσεις διευθέτησης συγκρούσεων. «Εάν εγώ επιθυμώ να εγκατασταθώ σε ένα χωριό της Αμμοχώστου, αυτό μπορεί να απέχει ίσως 25 ή 30 λεπτά από τη Λευκωσία», ανέφερε.

Την ίδια στιγμή οι ερωτηθέντες θεωρούν τη φιλοξενία και τη δεκτικότητα των Τουρκοκυπρίων ως καλύτερη μορφή ασφάλειας, παρά την παραμονή στην Κύπρο μιας διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης.

Τα «μοντέλα» επανεγκατάστασης

Σε περίπτωση λύσης του κυπριακού προβλήματος σε ποιο σενάριο θα ήθελες να ζήσεις; Στο ερώτημα αυτό παρουσιάστηκαν στους ερωτηθέντες, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, πέντε μοντέλα τα οποία απεικονίζονται στο διάγραμμα με τα “σπιτάκια”. Τα σενάρια κλιμακώνονται, από το πρώτο που είναι αμιγώς ελληνοκυπριακό, μέχρι το πέμπτο που παραπέμπει σε μεικτή κοινότητα. Το 47% των Ελληνοκυπρίων δήλωσε ότι επιθυμεί να εγκατασταθεί σε αμιγώς ελληνοκυπριακό χωριό, ενώ πέραν του 40% εμφανίζονται πρόθυμοι να ζήσουν σε καθεστώς συμβίωσης.

Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει με τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι σε ένα ποσοστό 81% επιθυμούν να ζήσουν σε αμιγώς τουρκοκυπριακές κοινότητες. Το μοντέλο αυτό δείχνει, αφενός την ελληνοκυπριακή πλευρά να είναι πιο ανοικτή στα διάφορα σενάρια, ενώ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα ουσιαστικά δεν τίθεται θέμα επιλογής. Σε αυτό, επεξήγησε ο Δρ Ψάλτης, συνέτεινε η προπαγάνδα του καθεστώτος Ντενκτάς που για δεκαετίες ολόκληρες παρουσίαζε τη συμβίωση με τους Ελληνοκύπριους ως πρόβλημα και όχι ως λύση. Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη ενδεχομένως στις απαντήσεις των Τουρκοκυπρίων να συνέτεινε και ο εγκλεισμός τους σε θύλακες τη δεκαετία του 1960.

Η σύνδεση της ψυχολογίας με τις συνομιλίες

Σημαντικά είναι τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται οι Ελληνοκύπριοι τους Τουρκοκύπριους. Οπως φαίνεται στο διάγραμμα τα αρνητικά συναισθήματα προς τους Τ/κ έφταναν το 34%, ενώ το 2010 ο δείκτης αυξήθηκε στο 48%. Σύμφωνα με τον Δρ Ψάλτη, το ποσοστό αυτό αιτιολογείται, εάν κάποιος λάβει υπόψιν το κλίμα πολεμικής κατά του τότε διαπραγματευτή Δ. Χριστόφια από όλες τις πολιτικές δυνάμεις πλην του ΑΚΕΛ. Ο δείκτης αρνητικών συναισθημάτων κατέγραψε κατακόρυφη πτώση το 2015, λόγω της εκλογής του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία της άλλης κοινότητας και εξαιτίας της καλλιέργειας κλίματος συνεργασίας από τους δύο ηγέτες.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy