Η χώρα που δίδαξε τον κόσμο πώς να νικήσει τον κορωνοϊό, τώρα δείχνει τον δρόμο της επανόδου

Τα μυστικά της επιτυχίας μιας νησιωτικής χώρας με 23 εκατ. κατοίκους και μόλις 500 κρούσματα από την αρχή της πανδημίας.

Οποιος επισκέπτεται αυτή την εποχή την Ταϊβάν μπορεί να μπερδευετεί, νομίζοντας ότι βρίσκεται στην προ κορονοϊού περίοδο.

Στους δρόμους της πρωτεύουσας, Ταϊπέι, οι πολίτες φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς θα προστατευθούν από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο παρά να διατηρήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ τους.

Μεγάλες ουρές σχηματίζονται κατά μήκος των πεζοδρομίων, καθώς οι άνθρωποι συνωστίζονται σε δημοφιλή εστιατόρια για το μεσημεριανό τους γεύμα. Και στα κοντινά πάρκα, ομάδες νέων εξασκούν τις χορευτικές τους ικανότητες.

Λίγα είναι τα πράγματα στη νησιωτική χώρα που δίνουν την αίσθηση ότι είμαστε ακόμη στο 2020 και πως ο πλανήτης εξακολουθεί να μαστίζεται από την πανδημία.

Καθώς ο αριθμός επιβεβαιωμένων κρουσμάτων Covid-19 ξεπερνά τα 30 εκατομμύρια παγκοσμίως, οι κάτοικοι της Ταϊπέι φαίνονται χαλαροί, γνωρίζοντας ότι από τα μέσα του περασμένου Απριλίου έχει καταγραφεί μόλις ένα κρούσμα που σχετίζεται με τοπική μετάδοση στην πόλη.

Συνλικά στην Ταϊβάν, ένα νησί με πληθυσμό περίπου 23 εκατομμυρίων ανθρώπων, υπήρξαν περίπου 500 επιβεβαιωμένα κρούσματα και μόλις 7 θάνατοι από την αρχή της πανδημίας.

Και αυτό, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μόλις 130 χιλιόμετρα από την Κίνα, τη χώρα όπου εντοπίστηκε για πρώτη φορά ο ιός.

Το μυστικό της επιτυχίας
Ενας από τους κύριους λόγους για την επιτυχία της Ταϊβάν στον περιορισμό του ιού είναι η ταχύτητα.

Οι αρχές έδρασαν γρήγορα, όσο ακόμη διαδίδονταν οι φήμες στο διαδίκτυο για έναν άγνωστο ιό στην πόλη της Γουχάν και υπήρχαν ανεπιβεβαίωτες αναφορές για ασθενείς που έπρεπε να απομονωθούν.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Τζόζεφ Γου, εξήγησε στο CNN ότι το θανατηφόρο ξέσπασμα της επιδημίας του σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (SARS) το 2003 τους είχε διδάξει πολλά.

«Τότε η Ταϊβάν χτυπήθηκε πολύ σκληρά και έτσι ξεκινήσαμε να αναπτύσσουμε την ικανότητά μας για να αντιμετωπίσουμε μια πανδημία όπως αυτή», δήλωσε ο Γου.

Και πρόσθεσε: «Ετσι, όταν ακούσαμε ότι υπήρχαν κάποιες μυστήριες περιπτώσεις πνευμονίας στην Κίνα, όπου οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε θεραπεία μεμονωμένα, ξέραμε ότι ήταν κάτι παρόμοιο».

Πριν ακόμη το Πεκίνο αναγνωρίσει δημόσια τη σοβαρότητα του ιού, ο Γου είπε ότι οι αξιωματούχοι υγείας της Ταϊβάν άρχισαν να ελέγχουν τους επιβάτες που έφταναν από τη Γουχάν και τέθηκαν σε ισχύ πρόωροι ταξιδιωτικοί περιορισμοί.

Καθώς μεγάλο μέρος του κόσμου περίμενε περισσότερες πληροφορίες, η Ταϊβάν ενεργοποίησε το Κέντρο Διοίκησης Επιδημίας (CECC), το οποίο συντονίζει διάφορα υπουργεία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και ο στρατός εκλήθη για να ενισχύσει την παραγωγή μασκών και προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού (PPE).

Αυτές οι αρχικές, γρήγορες ενέργειες – και η προθυμία ανάληψης δράσης – ήταν κρίσιμες για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού στην Ταϊβάν.

Οι απευθείας πτήσεις από τη Γουχάν, παρακολουθούνταν από τις 31 Δεκεμβρίου 2019 και όλοι οι επιβάτες υποβάλλονταν σε υγειονομικό έλεγχο.

Το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων της Ταϊβάν ανακοίνωσε στις 20 Ιανουαρίου ότι είχε στείλει δύο εμπειρογνώμονες στη Γουχάν για να προσπαθήσει «να αποκτήσει πιο περιεκτικές πληροφορίες για την επιδημία».

Μια μέρα αργότερα, η Ταϊβάν επιβεβαίωσε το πρώτο της κρούσμα κορονοϊού. Στους κατοίκους της Γουχάν απαγορεύτηκε η είσοδος ενώ ελέγχονταν όλοι οι επιβάτες από την Κίνα, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν η ίδια η Γουχάν μπει σε lockdown στις 23 Ιανουαρίου. Και μέχρι τον Μάρτιο, η Ταϊβάν απαγόρευε σε όλoυς τους ξένους να εισέλθουν στο νησί, εκτός από τους διπλωμάτες, και τους κατοίκους με ειδικές βίζες εισόδου.

Ενα άλλο κλειδί για την επιτυχία, σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Γου και εμπειρογνώμονες ήταν η ειλικρίνεια ως προς τους κινδύνους.

Σύμφωνα με τον Γου, υπήρχαν «καθημερινές ενημερώσεις, μερικές φορές δύο φορές την ίδια ημέρα για να ενημερωθεί ο πληθυσμός για το τι συνέβαινε με πολύ διαφανή τρόπο και οι άνθρωποι ανέπτυξαν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση επειδή ασχολείται με αυτό το θέμα».

Αυτή η εμπιστοσύνη βοήθησε να διασφαλιστεί ότι οι μάσκες φοριούνται, τα χέρια πλένονται και οι καραντίνες γίνονται σεβαστές, εκτιμά ο Γου.

«Η ζωή εδώ είναι τόσο σουρεαλιστική»
Η έγκαιρη ανταπόκριση της Ταϊβάν σημαίνει ότι η καθημερινή ζωή στο νησί είναι τώρα πολύ διαφορετική από πολλά μέρη παγκοσμίως, όπου οι ηγέτες δεν ενήργησαν το ίδιο γρήγορα.

Η ψυχολόγος Σιλ Τσεν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από την πατρίδα της πριν από 16 χρόνια.

Νομίζει ότι κόλλησε τον ιό στα μέσα Μαρτίου από έναν πελάτη της που έβηχε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας. Τότε, ήταν δύσκολο να κάνει τεστ στις ΗΠΑ, οπότε έμεινε στο διαμέρισμά της για πέντε εβδομάδες για να αποφύγει τη διάδοση του ιού. Ενα τεστ αντισωμάτων δύο μήνες αργότερα επιβεβαίωσε τη μόλυνσή της.

Η Τσεν επέστρεψε στην Ταϊπέι στα μέσα Ιουλίου για να επισκεφτεί τη γιαγιά της που έχει καρκίνο του πνεύμονα. Μετά από μια καραντίνα 14 ημερών, έβγαλε τη 99χρονη γιαγιά της έξω. «Δείπναμε σε ένα εστιατόριο», είπε, «κάνοντας ομαδική γιόγκα με ανθρώπους και σκεφτόμουν ″ουάoυ, αυτό είναι τόσο σουρεαλιστικό, δεν θα ήταν δυνατό να φέρω τη γιαγιά μου σε έναν δημόσιο χώρο με αυτές τις συνθήκες οπουδήποτε αλλού στον κόσμο″».

Από την επιστήμη του lockdown στην επιστήμη της επανόδου

Ο Δρ Γουάνγκ και οι συνεργάτες του στο Στάνφορντ έχουν γράψει για την επιτυχία του μοντέλου της Ταϊβάν στην επιβράδυνση του ιού, αλλά θα ήθελε το νησί να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.

«Η Ταϊβάν ήταν πραγματικά σπουδαία στην επιστήμη του κλεισίματος… αλλά ποια είναι η νέα επιστήμη του εκ νέου ανοίγματος που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καλό μοντέλο για τον κόσμο;» διερωτήθηκε ο Γουάνγκ.

Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να θεσπιστεί για τους αφιχθέντες μια μικρότερη περίοδος καραντίνας, η οποία θα είναι δυνατή μέσω διαδοχικών αρνητικών τεστ.

Η Ταϊβάν εισήγαγε μια μικρότερη περίοδο καραντίνας για επαγγελματίες επισκέπτες τον Ιούνιο από χώρες που θεωρεί χαμηλού ή μεσαίου κινδύνου. Αυτό απαιτεί από τους επισκέπτες να υποβληθούν σε τεστ πριν από την επιβίβαση για να αποδείξουν ότι είναι αρνητικοί στον ιό εντός 72 ωρών από την πτήση και, στη συνέχεια, ένα τεστ κατά την 5η ημέρα της καραντίνας, μετά την οποία τους επιτρέπεται να βγουν από την απομόνωση και να αυτοπαρακολουθούνται για τις επόμενες δύο εβδομάδες.

«Το κάνουμε ήδη για επαγγελματίες ταξιδιώτες και όσους έχουν ειδικές βίζες, οπότε γιατί να μην ισχύσει για όλους;» λέει ο Γουάνγκ. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση της Ταϊβάν εξετάζει επί του παρόντος μια διεθνή ταξιδιωτική μελέτη με το Στάνφορντ για να δοκιμάσει μικρότερες περιόδους καραντίνας με συχνότερα τεστ.

Οι διάδρομοι ταξιδιού, συμπληρώνει, είναι ένας ζωτικός τρόπος επανόδου των οικονομιών σε όλο τον κόσμο, για αυτό και θέλει να μελετήσει τους ταξιδιώτες που φθάνουν στην Ταϊβάν, ώστε να ελέγξει την αποτελεσματικότητα μιας καραντίνας μικρότερης διάρκειας.

«Εξάλλου, μέχρι ένα σημείο πρέπει να ανοίξουμε ξανά τον κόσμο, που ακόμη και με το εμβόλιο, δεν θα είναι 100% προστατευμένος» καταλήγει.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy