Η ελληνοκυπριακή ποίηση για ειρηνική συνύπαρξη, για κοινή πατρίδα

Του Αντη Κανάκη

Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ το 1957, όταν ο κυπριακός λαός αγωνιζότανε ενάντια στους Αγγλους αποικιστές για την ελευθερία του, έστειλε το πιο κάτω μήνυμα προς τους Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους, προς όλο τον κυπριακό λαό:

«Είναι χρέος σας να κάμετε το παν για να μην πέσετε στην παγίδα των ιμπεριαλιστών και των πρακτόρων τους, να μην αλληλοσκοτώνεστε, πρέπει να αγωνιστείτε μαζί και να εξαλείψετε από το πανέμορφο νησί σας και τα τελευταία αχνάρια της αποικιοκρατίας.

Αγαπώ το νησί σας, όπως ακριβώς αγαπώ την Ελλάδα και την Τουρκία. Το νησί σας μπορεί και πρέπει να γίνει συνδετικός κρίκος που θα δυναμώσει τους δεσμούς της φιλίας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το νησί σας μπορεί και πρέπει να γίνει ο κήπος, όπου θα σεργιανάει η ζωοφόρος ειρήνη, δίχως το φόβο της επίθεσης και της καταστροφής».
Δεν εισακούσαμε όμως τον ποιητή. Πέσαμε στην παγίδα των Αγγλων αποικιστών κι οι δυο κοινότητες. Γίναμε θύματα της ιταμής βρετανικής πολιτικής του «Διαίρει και Βασίλευε» με τραγικές συνέπειες για το λαό μας.

Πέρασαν σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε. Αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας το 1960. Ομως σε τρία χρόνια, το 1963, οι δύο κοινότητες βρίσκονται πάλι αντιμέτωπες. Κι αρχίζει μια νέα δικοινοτική διαμάχη με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες αγνοούμενους κι από τις δύο πλευρές. Και με το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ ενάντια στον Πρόεδρο Μακάριο το 1974 και το επακόλουθό του, την εισβολή του Αττίλα, η Κύπρος μοιράζεται στα δύο με χιλιάδες νεκρούς κι αγνοούμενους, με δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες.

Βέβαια το θέμα μας δεν είναι το κυπριακό πρόβλημα, αλλά η κυπριακή ποίηση για ειρηνική συνύπαρξη, για μια ενωμένη Κύπρο, για να γίνει η Κύπρος, όπως λέει και το μήνυμα του Ν. Χικμέτ, «Κήπος όπου θα σεργιανάει η ζωοφόρος ειρήνη δίχως το φόβο της επίθεσης και της καταστροφής» – φόβο που μας διακατέχει, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, μέχρι σήμερα.

Η συμβολή της κυπριακής ποίησης στην υπόθεση της ειρήνης κι αλληλοκατανόησης μεταξύ των δύο κοινοτήτων μπορεί να γίνει ουσιαστική, όταν ποιήματα και πεζογραφήματα που καλλιεργούν τη φιλία και συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων διδάσκονται στα σχολεία και πανεπιστήμια και στις δύο κοινότητες.

Βέβαια, η ποίηση και γενικά η λογοτεχνία δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, από μόνες τους, να επιλύσουν το πολιτικό μας πρόβλημα. Ομως μπορούν να διαμορφώσουν και να δημιουργήσουν κυπριακή συνείδηση – αγωνιστές για την επανένωση της πατρίδας μας, φιλειρηνικές συνειδήσεις αγωνιστών για την ειρηνική συμβίωση.

Ποιήματα και πεζογραφήματα που εκφράζουν το πνεύμα, τη θέληση, τα συναισθήματα για μια ειρηνική ενωμένη Κύπρο γράφτηκαν από πολλούς Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους λογοτέχνες.

Από μέρους των Ελληνοκύπριων ποιητών γράφτηκαν τέτοια ποιήματα πριν από την τραγωδία του 1974.

Ποιήματα αφιερωμένα στους μάρτυρες της ελληνοτουρκικής φιλίας Κώστα Μισιαούλη και Ντερβίς Αλή Καβάζογλου που δολοφονήθηκαν στις 11 Απριλίου 1965 από την τουρκοκυπριακή τρομοκρατική οργάνωση Τ.Μ.Τ. γράφτηκαν από τον Κώστα Γραικό, τον Κυριάκο Καρνέρα, τον Παύλο Λιασίδη και άλλους.

Πιο κάτω παραθέτω ένα δικό μου ποίημα αφιερωμένο στους Καβάζογλου – Μισιαούλη·:

«Ο χρόνος φεύγει
μα Σεις μένετε
δυο αστέρια
στο σκοτάδι αγκαλιασμένα.

Δυο δέντρα
που μεγάλωσαν
στην ίδια ρίζα μ’ αίμα.

Δυο φάροι λάμπατε
του καραβιού μας δείχνοντας
τη μακρινή πορεία
μέσα απ’ του πελάγου
την άγρια τρικυμία».

Η τρικυμία όμως, φτάνει στο αποκορύφωμά της το 1974 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Χρέος μας είναι να την ανακόψουμε.

Μετά τη λαίλαπα του πολέμου, την κυπριακή τραγωδία, ο λαϊκός μας ποιητής Παύλος Λιασίδης στην προσφυγιά, στ’ αντίσκηνο στη Λάρνακα θα γράψει το ποίημα «Κανεί σε πκιον» ενάντια στο τέρας – το σατανά του πολέμου:

«Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Αδη, ψεύτη,
κλέφτη!
Οπου της Νιότης δκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς
των δκυόσμων
τζι η φάκκα στες κακόσορτες μανάες πάντα
ππέφτει.
Που κάμνουσιν παιδκιά φτωχά της πείνας,
φατσιημένα,
τζι εν εις τους φόους, τους καμούς, ομπρός
κατταρκασμένα».

Μετά θ’ ακολουθήσει ένα άλλο ποίημα του Παύλου Λιασίδη που απευθύνεται προς το φίλο του Τουρκοκύπριο Μεμμέτη, διά μέσου του οποίου του στέλλει ελπιδοφόρο μήνυμα. Το ποίημα φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο «Εννά πεθάνει ο χάρος»:

«Μες στα τσιατήρκα εννά μας δει τζι άλλος
σιειμώνας φέτη.
Εσού ποτζιεί στα τούρτζικα πώς τα περνάς, Μεμμέτη;
Αρέσαν σας οι Μεχμετζίκ του Ετζεβίτ εφέντη;
Βέβαια, ο Μεμμέτης είναι οικτρά απογοητευμένος από τη συμπεριφορά των Μεχμετζίκ, αλλά ο ποιητής του στέλλει ελπιδοφόρο μήνυμα:
-Βάστα γερά, Μεμμέτη μου, τζιαι κόντεψεν η ώρα
πο’ ννά πεθάνει ο χάρος πκιον, να ρέξει τούτ’ η μπόρα»!

Η ελπίδα υπάρχει, λέει ένας άλλος ποιητής: «Ωσότου το αίμα στις φλέβες μας κυλάει…»

Ο ποιητής Θεοκλής Κουγιάλης στο ποίημά του «Η χανούμισσα Παχιρέ», αναπολώντας τα παλιά καλά χρόνια που ζούσαμε ειρηνικά, φιλικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, περιγράφει με γλαφυρούς στίχους την Τουρκοκύπρια συγχωριανή του, Παχιρέ, από τη Δευτερά.

«Καθώς ο ήλιος διαπερνούσε τα φύλλα της καρυδιάς και μετατόπιζε την καρδιά μας από το φως στο σκοτάδι και ξανά πίσω στο φως, ήταν η χανούμισσα Παχιρέ, που άνοιγε την ποδιά της και μας φίλευε με διάφανες μαραπέλλες…

….

Τώρα που όλα τα πήρε ο μαύρος άνεμος και το ρυθμικό μεταλλικό νανούρισμα από το αλακάτι του Σαλίχη έγινε ήχος σκληρός, η χανούμισσα Παχιρέ ζωντανεύει ξανά, για να γεμίζει την καρδιά μου με μια δροσερή μενεξεδένια ανάμνηση…».

Στο ποίημά του «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι» ο ποιητής Παντελής Μηχανικός θρηνεί, μοιρολογεί για το θάνατο ενός παιδιού (Τουρκοκύπριου) που δολοφόνησαν Ελληνοκύπριοι σωβινιστές και καταλήγει στο γιατί:

«Γιατί να σκοτώνουν τα παιδιά;
Γιατί να αλληλοσκοτώνονται οι άνθρωποι;
Γιατί να γίνονται οι πόλεμοι;
Είμαστε όλοι παιδιά της γης, σαν το πράσινο χορτάρι…»

Ο Κώστας Κλεάνθους στο ποίημά του «Αδελφέ μου Οσμάν» υμνεί τη φιλία κι την αγάπη που επικρατούσαν για χρόνια μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Μα ο ξένος δυνάστης, υποδαυλίζοντας τη διαμάχη μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οδήγησε στην αλληλοσφαγή με εκατοντάδες νεκρούς κι από τις δύο πλευρές.

«Αδελφέ μου Οσμάν, την καρδιά μου σου ανοίγω
π’ ανθίζ’ η αγάπη κατάλευκο κρίνο
στο δικό σου τον πόνο τον πόνο μου σμίγω
και το χέρι σου δίνω.

Πουθενά του αιμάτου δε βγάζει ο δρόμος
και τα μίση είναι σπέρμα του ξένου δυνάστη
και του ίδιου δημίου βαριά λαιμητόμος
πάνωθέ μας κρεμαστή».

Στο ποίημά του «Μια κηλίδα» ο Πέτρος Σόφας διερωτάται: «Γιατί να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε εθνότητες (σε Ελληνες και σε Τούρκους) και να δημιουργείται μίσος μεταξύ τους, να γίνονται τόσοι πόλεμοι, να σκοτώνονται τόσοι ανθρώποι;
«Μια κηλίδα είμαστε
στο χάρτη του κόσμου
…………………………..
κι εσείς μας οροθετήσετε
από ‘δω Ελληνες από ‘κει Τούρκοι
πέστε μου
μπορείτε να οροθετήσετε την αγάπη
από ‘δω ελληνική από ‘κει τουρκική;

Μπορείτε να οροθετήσετε την καρδιά;
Από ‘δω η χαρά από ‘κει ο πόνος;
Μπορείτε να οροθετήσετε το θάνατο
από ‘δω ο δικός μας από ‘κει ο δικός σας»;

Από τους νεότερους ποιητές έγραψαν ποιήματα για τη φιλία και την αγάπη μεταξύ των δύο κοινοτήτων και για τον κοινό αγώνα επανένωσης της πατρίδας μας οι πιο κάτω: Χρίστος Χατζήπαπας, Θωμάς Συμεού, Γιώργος Φράγκος, Ελένη Κυριάκου, Νεόφυτος Παπαλαζάρου, Λένια Τακούσιη-Χριστοφόρου και άλλοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί Τουρκοκύπριοι.

Ο Χρίστος Χατζήπαπας στο ποίημά του «Το τείχος» πιστεύει ότι οι ερχόμενες γενιές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων θα χαλάσουν το τείχος «που στήσαν ανάμεσά μας απελπισμένοι ρυμοτόμοι».

«Με την αυγή
σαν φτάσουν οι σημαδεμένοι πρωτοπόροι –
πρωτότοκοι των δύο φυλών
με τις σημαδεμένες πόρτες
και τα καλίκια των δυνατών αλόγων
αυτοί με τα κέρατα κρεμασμένα στο λαιμό –
για μια καλύτερη ώρα
θα ηχήσουν τα κύμβαλα
τον κοφτερό τους ήχο.
Το τείχος θα πέσει».

Ο ποιητής Γιώργος Φράγκος στο ποίημά του «Το συναπάντημα της Λευτεριάς» βλέπει τους ανθρώπους από το νότο και το βορρά να δίνουν, να σφίγγουν τα χέρια και ν’ αγωνίζονται για τη λευτεριά της Κύπρου.

«Ανταμώσανε,
κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ’ απ’ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ένωσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν
και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ’ του κανονιού την μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά».

Θα ήθελα να τελειώσω το άρθρο μου απ΄ εκεί που άρχισα, παραθέτοντας τους πιο κάτω στίχους του Ναζίμ Χικμέτ από το ποίημά του: «Σαν τον Κερέμ».

«Στάχτη θα γίνω
σαν το Κερέμ
μες στη φωτιά
μες στη φωτιά.
Σαν δεν καώ εγώ
σαν δεν καείς εσύ
σαν δεν καούμε εμείς
πώς
θε να βγούνε
τα σκοτάδια
στο φως»;

nazim-hikmet

Χρέος μας -της κυπριακής διανόησης: των ποιητών, πεζογράφων, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνών, επιστημόνων και στις δύο κοινότητες- με το φως της γνώσης, με τη φλόγα της ποίησης και της τέχνης να κάψουμε τα σκοτάδια της μισαλλοδοξίας και των προκαταλήψεων που είναι μέσα μας, μέσα στις ανθρώπινες ψυχές, για να δώσουμε ένα τέλος σ’ αυτή τη μακρόχρονη τραγωδία του λαού μας με την κάθαρση, την εξιλέωση, για να επικρατήσει η γαλήνη, η αγάπη μεταξύ μας σε μια ενωμένη Κύπρο που θα τη μετατρέψουμε σε κήπο, «όπου θα σεργιανίσει η ζωοφόρος ειρήνη», όπως πίστευε κι ο ποιητής Ναζίμ Χικμέτ.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy